Ο Gabriel Marcel έκανε το 1950 μια πολύ χρήσιμη διάκριση.[1] Ο άνθρωπος όταν προσεγγίζει ερωτήματα τα προσεγγίζει με έναν από δύο τρόπους. Μπορούμε να δούμε ένα ερώτημα ως πρόβλημα ή ως μυστήριο. Ήταν επικριτικός απέναντι στους ανθρώπους που προσέγγιζαν κάθε διανοητική αναζήτηση κάτω από την κατηγορία πρόβλημα, λες και κάποιος εξετάζει τελείως αποκομμένα ένα φαινόμενο, το τεμαχίζει και το αναλύει στο χειρουργικό τραπέζι. Δεν μπορείς να μεταφέρεις τη μέθοδο του επιστημονικού εργαστηρίου σε κάθε τομέα της διανοητικής και πνευματικής ζωής. Κάποια πράγματα δεν μπορείς να τα προσεγγίσεις ως προβλήματα γιατί με αυτό τον τρόπο τα διαστρεβλώνεις. Ανήκουν στην κατηγορία του μυστηρίου και εξ’ ορισμού βρίσκονται πέραν από τις ανθρώπινες «τεχνικές». Παραδείγματα είναι η ανθρώπινη ταυτότητα, η προσωπικότητα, η φιλία, το καλό και το κακό, ο Θεός.
Με τη λέξη μυστήριο δεν εννοούμε ότι αυτό πρέπει να αφήνεται εκτός αναζήτησης, ότι «δεν είναι για μας». Δεν υπονοεί την παραίτησή μας από τη διανοητική αναζήτηση και τη στόχευση της καλύτερής του κατανόησης. Σημαίνει ότι όσα κι αν πεις γι αυτό το πράγμα, όσες αλήθειες κι αν εκφράσεις ικανές να το εξηγήσουν, παραμένουν πάντα πολύ περισσότερα πράγματα που μπορούν να ειπωθούν γι αυτό. Αντίθετα, στην κατηγορία των προβλημάτων, σκοπός μας είναι να λύσουμε το πρόβλημα και να προχωρήσουμε παρακάτω. Το μυστήριο παραμένει στην κατηγορία του μυστηρίου ακόμα και μετά την προσπάθεια κατανόησής του.
Ας πάρουμε για παράδειγμα τον Άρειο, έναν από τους εκκλησιαστικούς πατέρες του 3ου αιώνα μ.Χ. Η φύση του Χριστού ήταν πρόβλημα γι αυτόν το οποίο έπρεπε να λυθεί. Εάν ο Θεός είναι ένας, τότε δεν υπήρχε περίπτωση ο Χριστός να είναι Θεός. Πρέπει αναγκαστικά να ήταν μόνο άνθρωπος. Η εκκλησία αντέδρασε αμέσως σ’ αυτή τη «μαθηματική» λύση. Όσο λογική κι αν φαινόταν δεν αντιστοιχούσε στο μυστήριο του προσώπου του Χριστού. Ο Αθανάσιος μας παίρνει ένα βήμα πιο πέρα λέγοντας ότι αν ο Θεός είναι ένας, τότε ο ένας Θεός είναι ο Πατέρας μαζί με τον Υιο. Αυτό είναι Θεός. Ο Αθανάσιος δεν έλυσε το πρόβλημα, το μυστήριο παραμένει στη θέση του και άπειρες διευκρινήσεις παίρνουν τώρα τη σειρά τους (το δόγμα της Τριάδας ξεδιπλώνεται). Το μυστήριο παρουσιάζεται ακόμα πιο μυστηριώδες. Παρόλα αυτά ο Αθανάσιος μας έδωσε περισσότερη διαύγεια μπροστά στο μυστήριο. Όρισε ποιο είναι αυτό το μυστήριο. Δεν έλυσε το πρόβλημα κατασκευάζοντας έναν Χριστό μόνο άνθρωπο ούτε έναν Χριστό μόνο Θεό που υποκρινόταν επάνω στη γη. Προσέγγισε το ζήτημα ως μυστήριο και έστρεψε τους φακούς μας στο κέντρο αυτού του μυστηρίου. Άνοιξε την πόρτα σε μια σειρά από περισσότερες πόρτες. Μια «λύση» στο «πρόβλημα» Θεός θα το διαστρέβλωνε, δεν θα το εξηγούσε.
Ο «ξεκαθαρισμένος» Θεός δεν είναι πλέον ο Θεός. Ο Weinandy χρησιμοποιεί ένα ωραίο παράδειγμα με τον Μωυσή. Μέχρι να ανέβει στο όρος μπροστά στην καιόμενη βάτο, ο Μωυσής ήξερε τον Θεό ως τον Θεό του Βουνού (Ελ Σιαντάι). Όταν Τον πλησίασε και Τον ρώτησε το όνομά Του (δηλ. την ταυτότητά Του) ο Θεός του φανερώθηκε με περισσότερο μυστήριο: (Θα) Είμαι Αυτός που (Θα) Είμαι.[2] Η αποκάλυψη του Θεού στον Μωυσή τον εισάγει στο μυστήριο του Θεού, ξεκινάει μια πορεία αιώνιας γνώσης του προσώπου Του. Δεν παίρνει την απάντηση της απορίας του ικανοποιημένος και να φύγει—αυτό θα ήταν μάλλον ένδειξη ότι δεν συνάντησε τον Θεό, αλλά κάτι άλλο.
Μπορεί κανείς να πει: Ωραία όλα αυτά περί μυστηρίου, αλλά ο Ιωάννης μας λέει ότι ο Ιησούς μας εξήγησε τον Θεό που κανείς δεν μπορούσε να δει (Ιωάν 1:18), άρα το μυστήριο λύθηκε. Αυτό δεν σημαίνει ότι ο Ιησούς μας έδωσε την απάντηση στο «πρόβλημα» Θεός. Αντιθέτως, μας εισήγαγε στην αιώνια γνώση του προσώπου του αιώνιου Θεού. Στο 17:26 λέει: «ἐφανέρωσα εἰς αὐτοὺς τὸ ὄνομά σου καὶ θέλω φανερώσει». Η διαδικασία ξεκίνησε αλλά δεν ολοκληρώθηκε. Η εκκλησιαστική ιστορία μας δείχνει πως το Πνεύμα του Θεού συνέχιζε να δίνει ενόραση στην εκκλησία Του να Τον κατανοεί όλο και περισσότερο μέσα απ’ τις Γραφές, όπως και ο ίδιος ο Χριστός οδήγησε τους μαθητές του στη γνώση του προσώπου Του μέσα απ’ τις σελίδες της Παλαιάς Διαθήκης καθοδόν προς Εμμαούς (Λουκ 24:13-35).…