Εκκλησία μου!

Εύκολο να πιστεύεις στον Θεό. Το ζητούμενο είναι να πιστέψεις στην εκκλησία….

Κατ’ αρχήν να πω ότι η έκφραση «εύκολο να πιστεύει κανείς στον Θεό…» είναι φυσικά μια υπερβολή μόνο και μόνο για να δείξει τη σύγκριση. Καμία πίστη δεν είναι εύκολη σήμερα, ούτε σε Θεό αλλά ούτε σε ανθρώπους. Με την έκφραση, «να πιστέψεις στην εκκλησία» δεν προσκαλώ κανέναν σε ένα μη-ρεαλιστικό κόσμο όπου οι άνθρωποι και οι καταστάσεις εξιδανικεύονται. Ακριβώς το αντίθετο έχω υπόψη μου. Η εκκλησία είναι σκάνδαλο. Είναι τόσο ανθρώπινη, τόσο σάρκινη, τόσο αδύναμη, εγωίστρια και επιρρεπής στα χειρότερα αμαρτήματα ώστε τίποτα εντός της δεν υπόσχεται ότι θα τα καταφέρει μέχρι τέλους. Η απόσταση μεταξύ του τι θα έπρεπε να είναι και του τι είναι, είναι τεράστια. Γι αυτόν ακριβώς τον λόγο η πίστη «σε μια εκκλησία . . .» είναι αναγκαία.

Ούτως ή άλλως, πίστη χρειάζεται και για να δεχτεί κανείς ότι κάθε άνθρωπος είναι εικόνα Θεού. Ούτε αυτό συνάγεται από την παρατήρηση των ανθρώπων. Με την πίστη, λοιπόν, βλέπω ότι η εκκλησία είναι το πιο όμορφο πράγμα που υπήρξε ποτέ σ’ αυτόν τον κόσμο. Αλήθεια, η εκκλησία; Μάλιστα. Η εκκλησία! Μακάρι να μπορούσα να σας μεταδώσω πόσο όμορφη, πόσο επιθυμητή, πόσο ωραία είναι η εκκλησία, πόσο ανεκτίμητη είναι, αλλά δεν νομίζω να τα καταφέρω. Εκτός αν δω πώς την βλέπει Αυτός και πώς την περιγράφει. Αποφάσισα, λοιπόν, να κρυφακούσω τα λόγια που ο Ίδιος λέει γι αυτήν:

Η εκκλησία μου, η ψυχή μου. Εσύ είσαι το περιστέρι μου το λευκό, το καθαρό, το άσπιλο. Μαλακό και τρυφερό στα χέρια μου, ακριβό και εύθραυστο. Τρέμω μην πιαστείς σε θάμνους από αγκάθια, τρέμω μην ματώσεις και λερωθούν τα κατάλευκα φτερά σου, τρέμω μην πέσεις στις λάσπες του δρόμου, λάσπες στις οποίες εσύ καμία θέση δεν έχεις. Εσύ είσαι κατάλευκη. Εσύ είσαι αμόλυντη.

Ψυχή μου, πώς να σου φανερώσω την αγάπη μου; Είσαι το ρόδο μου. Σε αγκαλιάζω και ματώνω απ’ τα αγκάθια ολόγυρά σου, αλλά τι κόστος μηδαμινό είναι αυτό προκειμένου να σε πλησιάσω; Από το άρωμα που εσύ μου πρόσφερες οσφραίνομαι και απολαμβάνω. Δεν υπάρχει πιο γλυκιά ευωδία απ’ τη δικιά σου σ’ ολόκληρη τη γη. Όποιος βρίσκεται στην παρουσία σου δεν μπορεί παρά να μαγευτεί απ’ το μεθυστικό σου άρωμα που τόσο απλόχερα δίνεις και σκορπάς ολόγυρά σου. Αγνή μυρωδιά, άδολη προσφορά, καλοσυνάτη, σπάταλη σε μένα, ρόδο μου πανέμορφο.

Βασίλισσά μου, σε έντυσα με τους βελούδινους χιτώνες μου, σε χρύσωσα με τα λαμπερά μου δαχτυλίδια, με τα αστραφτερά μου περιδέραια. Σου φόρεσα πλούσια σκουλαρίκια, χρυσούς χαλκάδες και πολύχρωμα πετράδια. Έστεψα το κεφάλι σου με το πλουσιότερο στέμμα, αξιοζήλευτο από όλες τις βασίλισσες και τους βασιλιάδες της οικουμένης. Εσύ είσαι αυτή, η μοναδική. Εσύ κάθεσαι στον θρόνο μου, βασίλισσά μου. Στον ετοίμασα ολόχρυσο, χυτό χρυσάφι απ’ το καμίνι, τον έστησα, τον γυάλισα με τα ίδια μου τα χέρια για σένα. Για να σε υψώσω πιο ψηλά απ΄ όσο τόλμησες ποτέ να φανταστείς, γιατί εσύ δεν ύψωσες τον εαυτό σου, με ακολούθησες, με υπηρέτησες, μόνο που βασίλισσά μου, εγώ σε υπηρετούσα, εγώ ήρθα κοντά σου όχι για να υπηρετηθώ από σένα αλλά για να υπηρετήσω εγώ εσένα, καμάρι μου, στέμμα μου, δόξα μου.

Εσένα ονειρευόμουν πάντοτε. Δεν υπήρξε στιγμή στην αιωνιότητά μου που να μην ήσουν στο μυαλό μου, που να μην σε αγαπούσα και περίμενα. Περίμενα πώς και πώς να σε φέρω στην ύπαρξη, να πάρω το χώμα που δημιούργησα, το νερό που έφτιαξα, να τα ανακατέψω μαζί και να σε πλάσω, πανέμορφο γλυπτό μου. Περίμενα, να δω την ομορφιά σου που ήταν πάντα στην καρδιά μου, να καταλαμβάνει τον χώρο, τον χρόνο, να ορθώνεται μπροστά μου, μέχρι που στάθηκες, το πρόσωπό μου έλαμψε όταν σε είδε και η λάμψη μου έπεσε απάνω σου. Και πλησίασες στο φως μου. Ναι εσύ, φως μου.

Σε φίλησα γιατί πνοή δεν είχες. Ήθελες να αναπνεύσεις τη ζωή μου και είπες «ας με φιλήσει με τα φιλήματα του στόματός του» και σε φίλησα. Και τότε με είδες. Άνοιξαν τα μάτια σου και χτύπησε η καρδιά σου. Το σώμα σου αναστήθηκε και η ζωή μου έγινε δική σου. Ανάπνευσες με την αναπνοή μου. Ζωή μου.

Αγαπημένη μου σου πρόσφερα τα πάντα, όλα τα φρούτα του κήπου, του κήπου που στόλιζες εσύ με την ομορφιά σου. Τον ίδιο τον εαυτό μου δεν κράτησα πίσω, δικός σου, στα χέρια σου, έτοιμος για σένα να πεθάνω, γιατί λεπτό δεν μπορούσα να αντέξω στη σκέψη να πεθάνεις εσύ. Όχι, καλύτερα εγώ και εσύ να ζήσεις.

Έρχεται κρύο, έρχεται χειμώνας στην αγάπη μας. Απομακρύνεσαι, μου στρέφεις την πλάτη και σιωπάς. Οργίζεσαι μαζί μου και φεύγεις μακριά μου. Και σκέφτομαι, πόσο θα πονάς αυτές τις ώρες, αυτές τις μέρες, τα χρόνια. Νιώθει μοναξιά η αγαπημένη μου; Νιώθει απελπισμένη; Νιώθει άσχημη και ανεπιθύμητη; Εγκαταλελειμμένη; Αρχίζει να βλέπει την ομορφιά έξω απ’ την ίδια; Αρχίζει να μειώνει τον εαυτό της, να κυνηγά το πνεύμα της ζωής έξω απ’ τους δικούς της πνεύμονες και τους μυκτήρες της; Καρδιά μου, είμαι εκεί.

Ποιους κοπιάζεις τώρα να ικανοποιήσεις; Ποιους προσπαθείς να πείσεις ότι αξίζεις, ότι είσαι όμορφη, ότι είσαι καλή; Αυτούς που δεν ξέρουν ποια είσαι; Αυτούς που ζητούν να τους υπηρετείς αντί να σε υπηρετήσουν, αυτοί που ζητούν να θυσιαστείς εσύ αντί να θυσιαστούν για σένα; Γιατί βασίλισσά μου; Δεν γνωρίζεις ποια είσαι στα μάτια μου; Κατέβηκες απ’ τον θρόνο σου; Φόρεσες κουρέλια και πούλησες τα χρυσά σου περιδέραια; Εκκλησία μου! Σώμα μου και αίμα μου! Πού είσαι;

Σκοτείνιασε η καρδιά σου, ξεχάστηκες και στράφηκες στο μίσος, στην αλαζονεία, ζήλεψες τη δύναμη του κόσμου, βλέπεις παντού εχθρούς, κινδύνους, φόβους και παγίδες. Έσβησες την πνοή μου, δεν ανασαίνεις πια μες στην αγάπη μου. Γιατί; Έγδαρες το χέρι σου, τραυμάτισες το πόδι σου, έκοψες τα δάχτυλά σου, χάραξες το δέρμα σου, γιατί; «Αυτά μου φέρνουν πόνο» είπες. «Αυτά με καταστρέφουν» είπες. Αγαπημένη μου, αυτά είναι τα πολύτιμά μου. Το σώμα σου είναι σώμα μου. Μην διανοηθείς να πετάξεις στα σκουπίδια κανένα σου κομμάτι, όλα θα στα θεραπεύσω εγώ, όλα θα στα συμφιλιώσω. Κοίταξέ τα πόσο όμορφα είναι όλα σου τα μέλη, πόσο τα αγάπησα, όλα στάζουν απ’ το αίμα μου, όλα τα έκρυψα στις πληγές μου. Εκκλησία μου!

Θα έρθω σε σένα. Θα έρθω να σε βρω. Κατέβηκες από τον θρόνο σου και έτρεξες στις λάσπες, στα αγκάθια, στα άγρια ζώα, άνοιξες την πόρτα στο θηρίο που παραμόνευε να σε κατασπαράξει και το άφησες να μπει. Θα έρθω σε σένα.

Δεν είναι ο θρόνος μου κάποιο προτέρημα που δεν μπορώ να αφήσω. Θα τον αφήσω, θα αδειάσω απ’ όσα έχω, από όσα μου ανήκουν και όσα απολαμβάνω για να έρθω να σε βρω, να ντυθώ εγώ στα κουρέλια σου, να τρέξω μέσα στα αγκάθια και στις λάσπες σου, να απλωθώ πάνω στις θάλασσες που πάνε να σε πνίξουν για να βαδίσεις, να σωθείς.

Έρχομαι, Πατέρα μου, γιατί αυτό θέλουμε κι οι δύο, την αγαπημένη μου να ζήσει. Μου ετοίμασες, Πατέρα μου, τον δρόμο, μου ετοίμασες σώμα, μου ετοίμασες παχνί, μου ετοίμασες διωγμό και ξίφος, μου ετοίμασες μαστίγιο και πληγή. Έρχομαι Πατέρα μου, έρχομαι σε σένα καλή μου. Έρχομαι.

Ναι, γιε μου, προχώρα. Σήμερα εγώ σε γέννησα, στη Βηθλεέμ της Ιουδαίας. Σήμερα εγώ σου παραδίδω στα χέρια σου την εκκλησία που αγάπησες. Ζήτα μου, γιε μου, ό,τι θες.

Πατέρα, την εκκλησία μου. Πατέρα, την νύμφη μου.

Ναι, γιε μου, την ξέρεις την οδό. Προχώρα.

Εκκλησία μου, σε βλέπω. Χαίρε, χαίρε χαριτωμένη μου! Έφτασα κοντά σου. Σε σένα να γεννηθώ. Όπου είναι το σώμα σου θα είμαι και εγώ, όπου πονάς θα πονάω, όπου βαδίζεις θα βαδίζω, στη δική σου φτώχεια θα γεννηθώ γιατί εσύ βρήκες χάρη στα μάτια μου. Εσύ είσαι ο οίκος μου, εσύ η μήτρα μου, εσύ ο ναός μου.

Αγαπημένε μου, πάνω στα βήματά σου σύρε με κι ας τρέξουμε. Στα δώματά σου, βασιλιά μου, πέρασέ με. Μαζί ας χαρούμε κι ας γιορτάσουμε. Εγώ είμαι η δούλη σου, όπως είπες ας γίνει σε μένα.

Εκκλησία μου, ο δημιουργός σου, ο πλάστης σου έρχεται προς εσένα. Ο Πατέρας σου που σε αγάπησε, ο νυμφίος σου που σε ερωτεύτηκε, έρχεται στον κόσμο. «Δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῷ καὶ ἐπὶ γῆς εἰρήνη ἐν ἀνθρώποις εὐδοκία» ψάλλουν οι άγγελοί μου που με συνοδεύουν. Τα ουράνια διασχίζω, τα σύννεφα παραμερίζω, τους αιθέρες κατεβαίνω και καλπάζω, κοντά σου να φτάσω. Να σε ξαναφιλήσω, με την πνοή μου να σε αναστήσω, να σε πλύνω και να σε ξαναντύσω. Να γονατίσω μπροστά σου, βασίλισσά μου σαν δούλος σου εγώ, τα πόδια σου για να σκουπίσω.

Μα δεν είμαι αυτή που περιγράφεις. Ομορφιά δεν έχω, τόση αξία πού την βρήκα; Η εκκλησία είναι μια άπιστη, μια χυδαία, μια απατηλή γυναίκα. Η εκκλησία είναι βρώμικη, λασπωμένη, διασπασμένη, κατακερματισμένη. Αλαζονική και άπληστη, αυτοδικαιωμένη, κακοποιητική, άδικη και αδιάφορη. Εγώ η ίδια την μισώ. Εγώ η ίδια κουράστηκα να την ανέχομαι και την καταδικάζω. Παράτησέ την κι εσύ, έχει τελειώσει. Η εκκλησία απέτυχε.

Σ΄ αγαπώ, σ’ αγαπώ, σ’ αγαπώωωωωω!!!! Άκου την κραυγή αυτή που έχει ξεκινήσει σαν βροντή και διέσχισε τους ουρανούς, έφτασε στη Βηθλεέμ της Ιουδαίας, κι αντηχεί απ’ του σταυρού την κορυφή. Γιατί δεν την ακούς που διασχίζει τους αιώνες και η ηχώ της δεν θέλει να σωπάσει; Πώς γίνεται να παρατήσω εγώ την Ιερουσαλήμ μου;

Αν σε ξεχάσω, Ιερουσαλήμ,

να παραλύσει το δεξί μου χέρι.

Η γλώσσα μου ας κολλήσει στο λαρύγγι μου,

αν δεν σε θυμηθώ,

αν δεν σε βάλω, Ιερουσαλήμ,

απάνω απ’ όλες τις χαρές μου.

Αυτό που ο Θεός αγίασε, μην το αποκαλείς ακάθαρτο. Πιο λευκή κι από το χιόνι είναι η περιστερά μου. Ό,τι τα χέρια μου έπλασαν εγώ το ανακηρύττω «καλό».

Είναι δυνατόν να παρατήσω εγώ τη νύφη μου; Είναι δυνατόν να γκρέμισα του Άδη τις πύλες, να μην μπορούν να την αγγίξουν και τώρα να την παρατήσω εγώ στα μισά του δρόμου; Όχι, εκκλησία μου. Εγώ θα είμαι εδώ, δεν θα σε αφήσω ούτε θα σε εγκαταλείψω μέχρι τη συντέλεια του αιώνος.

Εγώ θα σε εξαγιάσω, εγώ θα σε πλύνω με το βάπτισμά μου, εγώ θα σε καθαρίσω με τον λόγο μου, εγώ θα σε λευκάνω χωρίς ψεγάδι ή ελάττωμα. Αναπαύσου σε μένα, εκκλησία μου. Κράτα γερά την αγάπη μας. Σύντομα θα δεις το πρόσωπό μου και άλλο η νύχτα δεν θα μείνει, μόνο φως. Μόνο φως. Το πρόσωπό μου μπροστά στο δικό σου.

Advertisement