Σηκώθηκε ο Κίτσος το πρωί
Αργά, μετά απ’ τους άλλους
Και βρίσκει το χωριό μες στην οργή
Να κλαίνε, να σπαράζουν.
Δεν είναι πράγματα αυτά,
Ο Κίτσος συλλογιέται.
Την ησυχία του χωριού
Να χάσουμε, αυτό θέτε;
Τι έγινε, παπά μου;
Γιατί πενθούν οι μορφονιές;
Τι κάνανε για να τους βρει
Τέτοιο κακό απ’ το πρωί;
Μπουκάραν μες’ στην εκκλησιά
Τους οβολούς μας πήραν
Τα όμορφα εικονίσματα
Μόνο συντρίμμια αφήσαν.
Την πόρτα τι την άφησες
Ορθάνοιχτη, παπά μου;
Κι ήρθαν οι κλέφτες στο χωριό
Εσύ τους έλκυσες εδώ
Και βγαίνεις κι από πάνω.
Να κλείνετε τις εκκλησιές
Μαντάλια κι αλυσίδες
Σφραγίστε τα παράθυρα
Εικόνες κουκουλώστε.
Μην προκαλείτε τους ληστές
Κι αφού την κάνουν τη δουλειά
Και στα ιερά μπουκάρουν
Να κλαίτε και να οργίζεστε ωσάν αδικημένες
Γύρνα, Κίτσο μου, καλέ,
Τον ύπνο σου μην χάνεις
Δεν κάνουν κουμάντο οι ληστές
Εις το μικρό χωριό μας.
Καμάρι μας οι εκκλησιές
Με τ’ ανοιχτά παντζούρια
Κι οι όμορφες οι εικόνες μας
Όλοι να τις θαυμάζουν
Τη γαλήνη του χωριού μας
Δεν στην πήραν οι κραυγές
Μ’ αυτός που τ’ άγια δεν γροικά
Και ό,τι βλέπει αρπάζει.
Μιας και σε καίει, Κίτσο μου,
Η ειρήνη του χωριού μας
Για πες, που ήταν, αδελφέ,
Το κλάμα το δικό σου;
Για δεν σηκώθηκες νωρίς τον κλέφτη να τσακώσεις;
Μ.Θ. 11/4/2021
"Εάν η Τορά Σου δεν ήταν η απόλαυσή μου, τότε θ' αφανιζόμουν μες τη φτώχεια μου." (Ψαλ 119:92)
"Had not your Torah been my delight, I would have perished in my misery" (Ps 119:92)
View all posts by 4torah