Τι Γίνεται στη Θεία Κοινωνία;

ea27e74e1b5c6cdc9fe57a5b0962137b

Τι γίνεται στη θεία κοινωνία και γιατί επικρατεί τόσο μπέρδεμα ανάμεσα στους πιστούς, Ορθόδοξους και μη; Ο κορονοϊός ήταν μια καλή ευκαιρία για όλους να εξετάσουν άλλη μια φορά τι ακριβώς πιστεύει η εκκλησία για το θέμα και να ξεκαθαριστούν κάποια πράγματα. Γράφω κι εγώ λίγα λόγια για το ζήτημα, όπως το κατανοώ, με τις ελλείψεις μου και τους περιορισμούς μου, όχι για να δώσω απαντήσεις αλλά για να ενθαρρύνω κι άλλους αναγνώστες να στοχαστούν επί του θέματος και αν κάτι τους αρέσει από δω να το υιοθετήσουν, αλλιώς να τ’ απορρίψουν.

Είναι μάλλον δύσκολο να δεχτεί κανείς ότι αλλάζει η σύσταση του κρασιού και του ψωμιού. Αν γίνει χημική ανάλυση στο περιεχόμενο του ποτηριού της θείας κοινωνίας δεν θα βρούμε ερυθρά αιμοσφαίρια. Το φυσικό παραμένει φυσικό και δεν επισκιάζει, δεν καταβροχθίζει, δεν εξαφανίζει ο Θεός την ύλη προκειμένου να φανερωθεί ο ίδιος. Ο Θεός φανερώνεται μέσα απ’ αυτήν, αγκαλιάζοντάς την. Άρα δεν τίθεται θέμα επιστήμης ή πίστης, δεν καλούμαστε να επιλέξουμε ή το ένα ή το άλλο. Συνήθως η εκκλησία ενίσταται κατά της σύγχυσης της ανθρώπινης και της θείας φύσης.

Από την άλλη, αυτά δεν είναι απλά σύμβολα. Αν κάνετε λίγη υπομονή θα προσπαθήσω να σας εξηγήσω τι εννοώ. Στον αρχαίο κόσμο, όπως και στον σύγχρονο, μια διαθήκη, μια συμφωνία, μια ανταλλαγή όρκων αλλάζει την πραγματικότητα. Αυτά μας τα εξήγησε το speech act theory, για όσους μελετάνε τις γλωσσολογικές θεωρίες. Τι εννοώ μ’ αυτό; Όταν, για παράδειγμα, ανακηρύσσει ο ιερέας ένα ζευγάρι ως συζύγους, τα λόγια αυτά δεν είναι απλά λόγια αλλά δημιουργούν μια καινούργια πραγματικότητα η οποία δεν ίσχυε λίγα λεπτά πιο πριν. Θα μου πείτε, μα υπήρχε ήδη αυτή η ένωση της αγάπης. Σωστά, αλλά η νέα πραγματικότητα μπαίνει σε ισχύ μόνο την ώρα που διακηρύσσονται αυτά τα λόγια. Τότε αλλάζει η νομική υπόσταση. Τα δικαιώματα του ενός και του άλλου αλλάζουν, οι σχέσεις των γύρω τους με το ζευγάρι μεταβάλλονται, οι απαιτήσεις είναι διαφορετικές και το ίδιο κι οι προσδοκίες της κοινωνίας απ’ το ζευγάρι. Η τελετή αυτή μετέβαλε την πραγματικότητα δύο ανθρώπων. Αυτό δεν γίνεται μόνο με κάποιες λέξεις που προφέρονται.

Με τη σεξουαλική επαφή τους, η οποία μάλιστα απαιτείται νομικά για να επικυρωθεί η νέα πραγματικότητα, γίνονται αυτό που λέμε «οι δύο σάρκα μία». Εννοείται, φυσικά, ότι δεν ενώνεται η ύλη ώστε ξαφνικά να βλέπουμε τα σώματα να κολλάνε και να μεταβάλλονται σε ένα μόνο σώμα. Η γλώσσα είναι μεταφορική αλλά ταυτόχρονα όχι απλά συμβολική. Η πράξη δεν είναι συμβολική ώστε να πούμε ότι σε περίπτωση που απουσιάσει το σύμβολο δεν έγινε και τίποτα γιατί η πραγματικότητα μένει ακόμα και εν απουσία του συμβόλου. Η πραγματικότητα και η πράξη που την εκφράζει έχουν μια αδιαχώριστη σχέση. Εάν η σεξουαλική πράξη είναι απλά σύμβολο της γαμήλιας ένωσης, τότε γιατί η σεξουαλική επαφή του ενός με κάποιον τρίτο καταλύει την πραγματικότητα του γάμου; Αν το σεξ ήταν απλό σύμβολο τότε η απουσία του, η παρουσία του ή η άσκησή του εκτός ζευγαριού θα ήταν αδιάφορα και θα άφηναν την πραγματικότητα ανεπηρέαστη. Ή θα λέγαμε απλά ότι υπάρχει πρόβλημα με το σύμβολο και όχι με την πραγματικότητα. Ας διορθώσουμε το σύμβολο λοιπόν. Όλοι, όμως, ξέρουμε ότι όσο κι αν δεν θέλουμε την πραγματικότητα να επηρεαστεί απ’ αυτό, η αλήθεια είναι ότι την αλλοιώνει.

Πάμε τώρα στη Βίβλο. Η διαθήκη ανάμεσα σε δύο μέλη, όπως είδαμε και στον γάμο, συνήθως σφραγίζεται με κοινό τραπέζι (αυτό γινόταν συχνά σε πολιτικές διαθήκες ανάμεσα σε βασιλιάδες) και αν είναι γάμος σφραγίζεται με τη σεξουαλική επαφή. Το φαγητό και το σεξ είναι συνδεδεμένα στη Βίβλο, και γενικά στον αρχαίο κόσμο, γιατί δημιουργούν ένα καινούργιο σώμα, μια καινούργια συγγένεια, και δεν είναι απλώς συμβολικά αλλά είναι μετοχή στη νέα αυτή πραγματικότητα.

Το μεγάλο αμάρτημα, για παράδειγμα, των Ισραηλιτών στην έρημο ήταν η μετοχή τους στις θυσίες του Βαάλ στην περιοχή Βαάλ Πεόρ, δηλαδή η μετοχή τους σε ξένο διαθηκικό τραπέζι, παρόλο που προηγήθηκε διαθηκικό τραπέζι με τον ίδιο τον Θεό στο Σινά (Έξοδος 24:9-11). Αλλά, επίσης, και η σεξουαλική τους επαφή με Μαδιανίτισσες γυναίκες, η οποία πάλι ήταν μέρος της λατρείας τους στον Βαάλ (Αριθμοί 25). Η μετοχή σε άλλο τραπέζι θα πρέπει να κατανοηθεί το ίδιο με τις εξωσυζυγικές σεξουαλικές σχέσεις. Δεν ήταν τίποτα λιγότερο. Δεν ήταν ένα συμβολικό γεύμα υπό την έννοια ότι δεν μπορούσε να μην είναι ταυτισμένο με τη διαθηκική δέσμευση. Άλλο φυσικά είναι ένα απλό καθημερινό γεύμα, και άλλο ένα γεύμα διαθήκης. Το πρώτο μπορείς να το φας όπου θες και με όποιον θες. Το δεύτερο, όμως, είναι αποκλειστικό και αν το φας με άλλον τότε απάτησες αυτόν με τον οποίο βρίσκεσαι σε διαθήκη. Διέλυσες τη διαθήκη σου και έγινες ένα με κάποιον άλλον. Το ίδιο ισχύει και για το σεξ.

Στην Καινή Διαθήκη, τώρα, έχουμε τους Ιουδαίους χριστιανούς και τους εθνικούς χριστιανούς, οι οποίοι θα πρέπει να γίνουν αδέλφια, ένα σώμα, να μπουν κάτω απ’ την ίδια διαθήκη. Για τους Ιουδαίους, όμως, ισχύει η ίδια κατανόηση ότι θα πρέπει να μετέχουμε μόνο σε ένα διαθηκικό τραπέζι και σεξουαλικά θα πρέπει να διατηρείται η διαθηκική καθαρότητα. Γι αυτόν τον λόγο στις Πράξεις των Αποστόλων 15, όταν συναντιέται το συμβούλιο της Ιερουσαλήμ για να συζητηθεί η αναγνώριση του έργου του Πνεύματος στους εθνικούς και η δημιουργία ενός σώματος πιστών χωρίς μεσότοιχο, το αίτημα, πολύ φυσιολογικά, ήταν να γίνει η περιτομή και στους εθνικούς. Η περιτομή είναι το σημείο της διαθήκης, αλλά πάλι, δεν ήταν απλώς σύμβολο γιατί χωρίς αυτό δεν μπορούσες να μετέχεις στην κοινή λατρευτική ζωή του Ισραήλ, να μπεις στην περιοχή του ναού, ούτε καν να φας το Πάσχα των Εβραίων. Η πραγματικότητα της λατρευτικής ζωής του Ισραηλίτη έμπαινε σε ισχύ μόνο με την επέμβαση της περιτομής.

Τώρα, με το έργο του Χριστού, οι εθνικοί δεν χρειάζονται την περιτομή πλέον γιατί αυτό θα τους εισήγαγε στην εθνική κοινότητα των Ιουδαίων. Κάτι τέτοιο, όμως, θα ήταν πισωγύρισμα, εφόσον ο Χριστός τώρα φανέρωσε ότι η διαθήκη του διευρύνεται σε όλα τα έθνη. Οι εθνικοί είναι αποδεκτοί απ’ τον Θεό μέσω του σταυρικού έργου του Ιησού και του Πνεύματός του διαμέσου της πίστης, όπως ακριβώς και οι Ιουδαίοι πιστοί (15:8-11). Είναι, λοιπόν, οι δυο κοινότητες ένα σώμα, χωρίς διάκριση, σε μια διαθήκη. Ναι, σίγουρα, αλλά . . . .

Η διαθηκική αφοσίωση, και η διαθηκική πράξη αποκλειστικότητας εκφράζεται μέσα απ’ το διαθηκικό τραπέζι. Δεν μπορεί ο εθνικός να είναι ένα σώμα με τον Χριστό και με τους Ιουδαίους Χριστιανούς και ταυτόχρονα ένα σώμα και με κάποια άλλη θεότητα. Γι αυτό, παρόλο που το συμβούλιο δέχεται την νέα πραγματικότητα και αγκαλιάζει τους εθνικούς ως ένα σώμα με τους ιδίους δεν δέχεται τη μετοχή τους σε κρέας ειδώλων ως κάτι αδιάφορο, κάτι που μπορεί να διακριθεί απ’ την πραγματικότητα την οποία δηλώνει. Γι αυτόν τον λόγο παραγγέλλεται στους εθνικούς να απέχουν από κρέας άλλων τελετουργικών τραπεζιών (15:20, 28-29), όπως παράλληλα θα πρέπει να απέχουν κι από τη σεξουαλική ένωση με έτερο σώμα. Και οι δυο αυτές πρακτικές αντιμάχονται τη νέα πραγματικότητα της μιας εκκλησίας, του ενός σώματος με τον Χριστό αλλά και του ενός σώματος Ιουδαίου και Έλληνα.

Ο απόστολος Παύλος στην Α΄ Κορινθίους 10 παίρνει ως δεδομένο ότι το φαγητό δεν είναι τίποτα από μόνο του. Όλα στον Θεό ανήκουν και όλα αυτός τα δημιούργησε. Αν όμως είναι μέρος της θυσίας σε κάποιον θεό τότε τρώγοντάς το, τρώω το φαγητό του θεού αυτού, γίνομαι ένα μαζί του και με όσους άλλους τρώνε απ’ το ίδιο τραπέζι. Δεν είναι ένα απλό κοινό καθημερινό γεύμα, αλλά τραπέζι κοινωνίας που με συνδέει μαζί τους ως συμμέτοχους σε ένα σώμα. Γι αυτό ο απ. Παύλος λέει ότι όταν το γεύμα αυτό κατανοείται ως τέτοιο, διαθηκικό ή τελετουργικό αν θέλετε, τότε δεν μπορώ να μετέχω σε δύο σώματα ταυτόχρονα. Καταργώ το «ένα σώμα» στο οποίο βρίσκομαι για χάρη του άλλου, όπως ακριβώς θα γινόταν αν είχε κανείς σεξουαλική επαφή με τη σύζυγό του αλλά και με κάποιαν άλλη παράλληλα. Τότε το γεύμα, ή η σεξουαλική πράξη δεν είναι απλά συμβολική αλλά αναιρεί την πραγματικότητα του «ενός σώματος». Προσέξτε ότι η σύνδεση ανάμεσα στο φαγητό και το σεξ γίνεται και από τον απόστολο Παύλο στο 10:6-8 και πιθανότατα να είναι εμπνευσμένη απ’ το αμάρτημα του Ισραήλ με τον Βαάλ στους Αριθμούς 25, όπως είναι και στην Αποκάλυψη 2:14 και 20.

Επομένως, το να λέω ότι κοινωνώ το αίμα και το σώμα του Χριστού και ότι αυτό είναι πραγματικά σώμα και αίμα Χριστού και όχι απλώς σύμβολο δεν εννοώ ότι η ύλη αλλάζει, με τον ίδιο τρόπο που δεν παρατηρούμε ζευγάρια να περπατάνε με ένα μόνο σώμα από την ημερά του γάμου τους και έπειτα. Αλλά, το να πω ότι η θεία κοινωνία είναι απλό σύμβολο το οποίο δεν επηρεάζει την πραγματικότητα είτε είναι εκεί είτε απουσιάζει, σημαίνει ότι δεν κατανόησα τη βαρύτητα της διαθήκης ούτε κατάλαβα ότι γίνομαι πραγματικά ένα σώμα ως εκκλησία του Χριστού και όχι μεταφορικά. Η πραγματικότητα μεταβλήθηκε. Γίνομαι πραγματικά ένα σώμα με τον Χριστό και με την εκκλησία του σημαίνει ότι αλλάζουν οι σχέσεις μου προς αυτούς, οι υποχρεώσεις μου, οι προσδοκίες μου και οι απαιτήσεις μου και καταργείται η αυτονομία μου – όχι η ελευθερία μου – εντός της κοινότητας μαζί τους. Δημιουργείται μια συγγένεια το ίδιο δυνατή, αν όχι και πιο στενή, απ’ τη συγγένεια αίματος. Ποιος από μας θα έλεγε ότι το υιοθετημένο παιδί μου είναι λιγότερο παιδί μου από το φυσικό; Η διαθήκη υιοθεσίας μετέβαλε την πραγματικότητα, όχι υπό την έννοια ότι τώρα έλαβαν χώρα κάποια μάγια και ξαφνικά μοιράζομαι το ίδιο DNA με το υιοθετημένο παιδί μου, αλλά υπό την έννοια ότι η συγγενική αυτή ένωση δεν μπόρεσε να περιοριστεί απ’ τη φύση. Το υιοθετημένο παιδί έγινε πραγματικά «αίμα μου», όχι συμβολικά!

Όπως λέει και Κύριλλος Αλεξανδρείας, για να μπορέσουμε όλοι εμείς να γίνουμε ένα, από ξεχωριστοί άνθρωποι, διακριτοί, τόσο στο σώμα όσο και στη ψυχή μας, ο μονογενής Υιός του Θεού δημιούργησε τρόπο δια της σοφίας του, ώστε να μας κάνει «σύσσωμους» (ένα σώμα δηλαδή) με τον εαυτό του και με αλλήλους. Είναι πραγματική αυτή η ενότητα που δημιουργείται με τη μετοχή στον ένα άρτο. Αν ο Χριστός δεν μπορεί να διαιρεθεί τότε κι εμείς που τρώμε το σώμα του δεν μπορούμε να διαιρεθούμε. Είμαστε ένα σώμα μαζί του και με τα αδέλφια μας (Α΄ Κορ 12:27). Αν είμαστε, τότε, μέλη του σώματός του αυτό σημαίνει ότι το σώμα μας ανήκει περισσότερο σ’ αυτόν παρά σε μας (Υπόμνημα στο Κατά Ιωάννην, 17,20-21).

Κλείνοντας να πούμε ότι δεν εξηγήσαμε τίποτα. Όλα αυτά εντάσσονται στο μεγάλο μυστήριο της επαφής του Θεού με τον άνθρωπο. Πώς μπορεί το τέλειο να κοινωνεί με το ατελές, το άφθαρτο με το φθαρτό; Μυστήριο είναι να μιλήσει καν ο Θεός στον άνθρωπο, μυστήριο είναι πώς κάποιος κατάφερε να τον ακούσει, μυστήριο είναι πώς εγώ απευθύνομαι σ’ αυτόν και η προσευχή μου εισακούεται. Το μυστήριο, όμως, δεν είναι λιγότερο πραγματικότητα απ’ αυτό που η κατανόησή μου εξάντλησε.