
Εισαγωγή: Δεν έχουμε τελειώσει με τον νόμο;
Προτού επιχειρήσουμε την ερμηνεία των νόμων της ΠΔ, θα πρέπει να αναλογιστούμε το ερώτημα που συχνά απασχολεί κάθε Χριστιανό: «δεν τελειώσαμε με τον νόμο της ΠΔ;» Ακούμε σε διάφορους κύκλους πιστών την αντιπαράθεση ανάμεσα στον νόμο και στη χάρη, ή στην περίοδο του νόμου και στην περίοδο της χάρης, και, δυστυχώς, γίνεται μια ταύτιση της ΠΔ με τον νόμο, μ’ αυτό που ξεπεράστηκε, και μια ταύτιση της ΚΔ με τη χάρη. Αυτή η ταύτιση, όμως, δεν έχει καμία θέση στην εκκλησιαστική ιστορία, με εξαίρεση την αίρεση του Μαρκίωνα, ο οποίος διαχώρισε τον Θεό της ΠΔ από τον Θεό της ΚΔ και επιχείρησε την αφαίρεση της ΠΔ από τον βιβλικό κανόνα. Η χριστιανική εκκλησία, όμως, εναντιώθηκε στον Μαρκιωνισμό και η ΠΔ ποτέ δεν απορρίφθηκε ως κάτι ξεπερασμένο το οποίο αντικαθίσταται πλέον από την ΚΔ. Μόνο και μόνο η πληθώρα υπομνημάτων στην ΠΔ από εκκλησιαστικούς πατέρες, η ενασχόλησή τους με κάθε λεπτομέρεια των νόμων της ΠΔ, ακόμα κι οι αλληγορικές τους ερμηνείες υποκινούνταν από την επιθυμία να αναδείξουν την ενότητα των δυο Διαθηκών. Κάθε κεραία και κάθε ιώτα της ΠΔ (Ματ 5:18) έχουν αξία για την εκκλησία και συνεχίζουν να την αφορούν.
Ο Νόμος είναι Καλός ή Κακός;
Ο απόστολος Παύλος εκφράζεται τόσο αρνητικά όσο και θετικά για τον νόμο, κάτι που μπέρδεψε και συνεχίζει να μπερδεύει τους μελετητές ως προς τη στάση του Παύλου σ’ αυτό το θέμα. Οι αρνητικές αναφορές παρουσιάζουν τον νόμο ως πρόξενο κατάρας (Γαλ 3:13), οργής (Ρωμ 4:15), αμαρτίας (Ρωμ 7:7-13) και θανάτου (Ρωμ 7:9-11, Β΄ Κορ 3:6-9). Ο νόμος προκαλεί παραβάσεις (Ρωμ 4:15, Γαλ 3:19), υποδουλώνει (Ρωμ 6:14, 7:4-6, 23-25, Γαλ 3:23, 4:5, 21-31) και είναι θανατηφόρος (Ρωμ 3:20, 6:14, Γαλ 3:11, 5:4).
Από τη θετική μεριά, ο νόμος έχει θεία προέλευση (Ρωμ 7:22, 25, 8:7, 9:4), περιέχει το θέλημα του Θεού (Ρωμ 2:17-18), είναι άγιος (Ρωμ 7:12, 14, 16) και εκδηλώνει αγάπη (Ρωμ 13:8-10, Γαλ 5:14). Βασίζεται στην πίστη (Ρωμ 3:31, 9:30-10:4) και μπορεί κανείς να τον υπακούσει με τη δύναμη του Πνεύματος (Ρωμ 8:4).
Αυτή η αμφιθυμία σχετικά με τον ρόλο του νόμου προεκτείνεται και στους ίδιους τους Χριστιανούς οι οποίοι από τη μία δεν είναι υποχρεωμένοι να τηρούν τον νόμο (Ρωμ 6:14, 7:4, 6, Γαλ 2:19, 3:13) αλλά από την άλλη οφείλουν να εκπληρώνουν τα ιδεώδη του νόμου (Ρωμ 2:12-16, 5:14, 6:2, 8:4, 13:8-10). Αρκετό μελάνι έχει χυθεί σε απόπειρες εξήγησης της σκέψης του απ. Παύλου και μπορεί κανείς να τις αναζητήσει στις αναρίθμητες μελέτες που κυκλοφορούν για την παύλεια γραμματεία. Εδώ θα μοιραστώ μόνο κάποιες σκέψεις για προβληματισμό.
Όσοι, λοιπόν, εστιάζουν στις αρνητικές εκφράσεις του Παύλου για τον νόμο τονίζουν την ασυνέχεια του νόμου στη χριστιανική εποχή. Όσοι εστιάζουν στις θετικές εκφράσεις του Παύλου για τον νόμο τονίζουν τη συνέχεια ανάμεσα στον νόμο και στη χριστιανική εποχή. Ισχύουν, όμως, και τα δύο, όπως θα δούμε παρακάτω.
Το Πρόβλημα Είναι ο Προσκυνητής
Η ΠΔ δίδαξε τον Παύλο ότι ο νόμος του Θεού είναι καλός, είναι ο χαρακτήρας του ίδιου του Θεού και το θέλημά του που αποκαλύφτηκε στον Ισραήλ. Ταυτόχρονα, όμως, η ίδια η ΠΔ αποκαλύπτει την αποτυχία του Ισραήλ. Η εξορία του λαού κι η καταστροφή του ναού του Σολομώντα επισφράγισε αυτήν την αποτυχία πέραν πάσης αμφιβολίας.
Οι καρδιές των Ισραηλιτών δεν ήταν έτοιμες να εσωτερικεύσουν αυτόν τον θείο χαρακτήρα. Άρα, αυτό στο οποίο προσβλέπουν οι προφήτες (και άλλα βιβλικά κείμενα) δεν είναι η κατάργηση του νόμου (αυτό θα σήμαινε κατάργηση του χαρακτήρα του ίδιου του Θεού), αλλά η θεία ικάνωση του ανθρώπου να εσωτερικεύσει το θέλημα του Θεού. Η εσωτερική αλλαγή μέσω της θείας επέμβασης εκφράζεται με διάφορες μεταφορές που έχουν να κάνουν με την καρδιά του πιστού η οποία πρέπει να «περιτμηθεί» (Δευτ 30:6), να «μεταμοσχευθεί» (π.χ. Ιεζ 11:19, 36:25-28, Ψαλ 51:10) ή να χαραχτεί επάνω της ο νόμος του Θεού (π.χ. Ιερ 31:31-34). Βλέπουμε, όμως, ότι ο νόμος της ΠΔ είναι που θα χαραχτεί στις καρδιές του λαού, όχι κάτι άλλο. Το περιεχόμενο είναι το ίδιο, άρα δεν υπάρχει κατάργηση του νόμου. Μιλάμε για εσωτερίκευση του νόμου και ικάνωση υπακοής.
Ακόμα κι ο συγγραφέας της Προς Εβραίους επιστολής όταν μιλά για την καινή διαθήκη λέει ότι η πρώτη διαθήκη ήταν προβληματική («εάν η πρώτη διαθήκη ήταν άμεμπτη, τότε δεν θα χρειαζόταν η δεύτερη» [8:7]). Δεν αναφέρεται, όμως, στο περιεχόμενο της διαθήκης ως προβληματικό, στον θείο νόμο δηλαδή, αλλά στους προσκυνητές, στα μέλη της διαθήκης. Πολύ σωστά ερμηνεύει ο συγγραφέας τα προφητικά λόγια του Ιερεμία για την νέα διαθήκη λέγοντας «μεμφόμενος γὰρ αὐτοὺς» (Εβρ 8:8). Δηλαδή το πρόβλημα, το φταίξιμο, βρίσκεται στον λαό και όχι στην Τορά. Δεν είναι ο νόμος που πρέπει ν’ αλλάξει. Ο προσκυνητής είναι που χρειάζεται αναγέννηση δια του Μεσσία και μόνο δια του πνεύματος μπορεί να εκπληρώσει τον νόμο (Γαλ 3:1-5, 14, 4:29, 5:16-25).
Ο απ. Παύλος κληρονόμησε αυτές τις εσχατολογικές προσδοκίες από την ΠΔ και τον ιουδαϊσμό της εποχής του και αυτό εξηγεί την αμφίσημη στάση του προς την Τορά. Το αδιέξοδο στο οποίο βρίσκονται οι άνθρωποι με τον νόμο, ανήμποροι να τον εκπληρώσουν στο παρόν, θα επιλυθεί με τον ερχομό του Μεσσία, με τον ερχομό των εσχάτων. Εφόσον για τον Παύλο ο θάνατος και η ανάσταση εγκαινίασαν τη μεσσιανική εποχή χωρίς να τη φέρουν, προφανώς, στην ολοκλήρωσή της, αυτό σημαίνει ότι σ’ αυτήν την «ήδη και όχι ακόμα» περίοδο, θα λειτουργεί μια ένταση όσον αφορά τον νόμο, μια ένταση δύο αιώνων/εποχών.
Το Πρόβλημα Είναι η Δικαιοσύνη Χωρίς Μεσσία
Είναι σημαντικό να κατανοήσουμε τους δύο βασικούς αιώνες (εποχές). Ο πρώτος είναι ο «πονηρός αιώνας», ο αιώνας της σάρκας, της παλαιάς κτίσης, ο αιώνας του νόμου που καταδικάζει και θανατώνει, ο αιώνας όπου ο άνθρωπος αποτυγχάνει να εκπληρώσει τον νόμο και άρα βρίσκεται υπό κατάρα. Ο δεύτερος είναι ο αιώνας του Μεσσία, ο αιώνας του πνεύματος, της νέας κτίσης (βλ. π.χ. Γαλ 1:4). Αυτοί οι αιώνες δεν είναι μόνο χρονικά διαδοχικοί αλλά είναι επίσης στάσεις ζωής με τις οποίες οι άνθρωποι ταυτίζονται (ακόμα και άνθρωποι της ΠΔ που πρόσμεναν το επερχόμενο έργο του Θεού για τη σωτηρία τους είχαν υιοθετήσει «εν προσμονή» τη στάση του δεύτερου, του ερχόμενου αιώνα).
Ο αιώνας του νόμου, ναι μεν ξεκινά απ’ το Σινά μέχρι τον ερχομό του Μεσσία, όπου ο Μεσσίας εγκαινιάζει τα έσχατα, τον αιώνα του πνεύματος, της νέας διαθήκης, του αναγεννημένου λαού του Θεού, αλλά υπάρχει επικάλυψη αιώνων. Ακόμα και άνθρωποι που γίνονται δέκτες του μεσσιανικού σωτήριου έργου του Ιησού πέφτουν στον πειρασμό να ενεργούν βάσει του πρώτου αιώνα, αυτόνομοι και εξαρτημένοι απ’ τις δικές τους δυνάμεις αντί απ’ το συνεχές σωτήριο έργο του Χριστού. Ο Θεός δεν δικαιώνει κάποιον επειδή είναι άμεμπτος κατά νόμον (ακόμα κι ο ίδιος ο Παύλος θεωρούσε τον εαυτόν του άμεμπτο [Φιλ 3:5-7]), αλλά επειδή είναι δέκτης της χάρης του Μεσσία.
Είμαστε τώρα δια του Χριστού ικανοί να τηρήσουμε τον νόμο, αλλά όχι πλήρως ακόμα. Είμαστε καινή κτίση, αλλά όχι ολοκληρωμένη ακόμα. Τα παλαιά παρήλθαν, αλλά είναι ακόμα ανάμεσά μας. Ο νόμος θα πρέπει συνεχώς να μας ρίχνει πίσω στο έλεος του Ιησού. Να παραπέμπει πάντοτε στον Μεσσία. Να είναι παιδαγωγός εις Χριστόν (Γαλ 3:24).
Ο ρόλος του νόμου να αναδείξει την αμαρτία του ανθρώπου και την ανάγκη σωτηρίας του απ’ τον ίδιο τον Θεό έχει εκπληρωθεί. Ο απ. Παύλος αναγνωρίζει ότι ο ερχομός του Μεσσία έχει σημάνει το τέλος αυτού του συγκεκριμένου ρόλου. Ο Θεός φανέρωσε ότι ο νόμος δεν οδηγεί πουθενά αλλού ούτε μπορεί να εκπληρωθεί ερήμην του Μεσσία. Καταργείται, λοιπόν, ο νόμος με τη φανέρωση του Μεσσία; Το αντίθετο. Ο νόμος είναι πλέον σπουδή στη ζωή του Μεσσία, ο τρόπος με τον οποίο αγαπά και αφοσιώνεται κανείς στον Μεσσία (Ιωαν 14:15-16).
Ο νόμος ήταν παιδαγωγός εις Χριστόν (Γαλ 3:24) όχι μόνο χρονικά. Σαφώς, ο νόμος μας οδήγησε χρονικά και μας προετοίμασε μέχρι τον 1ο αιώνα όπου θα βλέπαμε την εκπλήρωσή του στην εμφάνιση του Ιησού Χριστού, όμως ταυτόχρονα, ο νόμος είναι παιδαγωγός εις Χριστόν συνεχώς, καθώς μελετώ τον νόμο και έρχομαι αντιμέτωπη μ’ αυτόν καθημερινά. Κι ο ίδιος ο Λούθηρος, στα σχόλιά του στο Δευτερονόμιο, υποστηρίζει ότι αυτό δεν τελειώνει στη ζωή του πιστού.
Ο απ. Παύλος έπρεπε να υπενθυμίσει, ή μάλλον να επιπλήξει, τον Χριστιανό του 1ου αιώνα ότι ο νόμος παραμένει παιδαγωγός εις Χριστόν πάντοτε. Όχι μόνο στο ξεκίνημα της πίστης αλλά μέχρι τέλους (Γαλ 3:3). Όμως και πάλι θα ήταν τραγικό λάθος να νομίσουμε ότι «παιδαγωγός εις Χριστόν» σημαίνει ότι ο Χριστός εκπλήρωσε τον νόμο άρα εγώ δεν χρειάζεται πλέον ν’ ασχολούμαι μ’ αυτόν. Πουθενά δεν υποστηρίζεται η ανομία απ’ τον απόστολο Παύλο. Ο νόμος με πάει στον Χριστό ώστε η σχέση μου μ’ αυτόν να με ικανώνει, δια του πνεύματος, να τον εκπληρώνω!
Καταργείται η Τελετουργία;
Πώς εκπληρώνω, όμως, τμήματα του νόμου που θεωρώ ότι έχουν καταργηθεί, όπως π.χ. οι θυσίες; Στην ΠΔ δεν σταματούσε η τελετουργία λόγω απουσίας ναού, ιερατείου ή θυσιών. Ο νόμος επανερμηνεύεται, και σ’ αυτήν ακριβώς την προσαρμοστικότητα του σε νέες συνθήκες συνίσταται η δύναμη του. Π.χ. για την εβραϊκή κοινότητα του Κουμράν ο ναός της Ιερουσαλήμ είχε αντικατασταθεί με τη σύναξη της κοινότητας και οι θυσίες με τις ωδές της λατρείας της κοινότητας προς τον Θεό. Η κοινότητα του Κουμράν, όπως και η εκκλησία, κληρονομεί αυτό που ήδη η ΠΔ παρουσιάζει, τη δυνατότητα λατρείας εκτός εθνικών ορίων, ιερών τόπων, πάντοτε φυσικά σε εσχατολογική προσμονή του τέλειου ναού και της τέλειας λατρείας.
Η επανερμηνεία και επανεφαρμογή του νόμου σε νέες συνθήκες δεν σημαίνει κατάργηση του νόμου αλλά ακριβώς το αντίθετο. Είναι εκείνο που μαρτυρεί για τη διαχρονικότητα του νόμου και τη δυνατότητά του να ενεργεί σε κάθε εποχή και πολιτισμό. Σταμάτησαν, λοιπόν, οι θυσίες στην εκκλησία; Ναι και όχι. Η θυσία της εκκλησίας είναι ο αίνος, και οι καρποί της σοδιάς μας είναι οι καρποί των χειλέων σύμφωνα με τον συγγραφέα της Προς Εβραίους επιστολής (13:15). Στην απουσία κτιστού ναού, το οικοδόμημα είναι οι πιστοί του Χριστού, αυτοί είναι το ιερατείο και οι πνευματικές τους θυσίες είναι αποδεκτές εν Χριστώ (Α΄ Πετ 2:5). Εδώ δεν περιγράφεται η κατάργηση των θυσιών ή η απλή πνευματικοποιημένη απομίμησή τους, αλλά η πραγματική εκπλήρωση και η πραγματική συνέχεια της τελετουργίας η οποία ήδη προεικονίστηκε. Όπως και η θυσία του Χριστού, ήταν μεν «άπαξ» ως προς την ιστορική της επιτέλεση, αλλά η αποτελεσματικότητά της είναι επαναλαμβανόμενη. Μια θυσία αλλά με αιώνιο συνεχές αντίκρισμα. Με τον ίδιο τρόπο, ο λόγος του Θεού εκφωνήθηκε μια φορά στο παρελθόν και καταγράφηκε, αλλά σε κάθε εκ νέου ανάγνωση πραγματώνεται εκείνη η πρώτη εκφώνηση απ’ το στόμα του Κυρίου.
Ερμηνεύω τον Νόμο Έχοντας Υπόψη το Ιδανικό του Θεού
Καθώς ερμηνεύει κανείς τον νόμο, δεν τον ερμηνεύει μέσα σ’ ένα κενό, αλλά εντός του πλαισίου μιας μεγάλης αφήγησης. Από την αρχή της δημιουργίας είναι ξεκάθαρο ότι το θέλημα του Θεού δεν είναι ο θάνατος ανθρώπου ή ζώου, ούτε η άσκηση εξουσίας ενός ανθρώπου επάνω σε άλλον. Αυτά είναι στοιχεία που επέρχονται με την πτώση (Γεν 2:17, 3:16), επομένως είναι εκτός του ιδανικού θελήματος του Θεού. Όταν, λοιπόν, διαβάζω κάποιον νόμο που συμπεριλαμβάνει θάνατο, όπως είναι οι θυσίες, δεν θα πρέπει να τις κατανοήσω ως ιδανικό του Θεού αλλά ως συγκατάβαση σ’ έναν κόσμο πτώσης. Σαφώς, ο άνθρωπος βίωνε τις θυσίες ως απαραίτητες, είχαν τη θέση τους και εξυπηρετούσαν την κοινότητα του Θεού αλλά δεν πρέπει να τις απολυτοποιήσουμε, ακριβώς επειδή, εντός της μεγαλύτερης αφήγησης, το απόλυτο είναι η ζωή και η ευημερία της και η τελική ήττα του θανάτου. Γι αυτόν τον λόγο μπορούμε να διαβάζουμε ταυτόχρονα οδηγίες του Θεού για το πώς θα τελεί ο άνθρωπος τις θυσίες του αλλά ταυτόχρονα να διαβάζουμε «θυσίαν καὶ προσφορὰν οὐκ ἠθέλησας» (Εβρ 10:5). Στο μέτρο που η θυσία είναι προσφορά του πιστού και απόλυτη αφοσίωση στον δημιουργό του, αποτελεί ιδανικό του Θεού, αλλά στο μέτρο που συμπεριλαμβάνει θάνατο, μόνο στην παλιά κτίση μπορεί να ανήκει και δεν έχει θέση στο ιδανικό θέλημα του Θεού. Ο θάνατος εξαλείφεται από τη νέα δημιουργία (1 Κορ 15:26). Επίσης, η κοινωνική διάσταση της θυσίας, που ήταν να μοιραστεί κανείς το τραπέζι του με άλλους Ισραηλίτες που δεν είχαν ανεξάρτητη πρόσβαση στα ίδια αγαθά (Δευτ 12:10-12), αποτελεί ιδανικό του Θεού αλλά ταυτόχρονα ο θάνατος του ζώου δεν απολυτοποιείται ως απαραίτητο μέσο για να επιτευχθεί το ιδανικό του Θεού. Στο δείπνο του Κυρίου, π.χ. το ιδανικό επιτυγχάνεται χωρίς να σφαγιαστεί κάποιο ζώο.
Δεν κάνουμε προώθηση της χορτοφαγίας εδώ, αλλά είναι χρήσιμο να συντονιστούμε με τα ιδανικά του Θεού και να κατανοήσουμε την προσκαιρότητα της θανάτωσης ζώων γνωρίζοντας ότι δεν θα έχει θέση κάτι τέτοιο στην ιδανική δημιουργία του Θεού. Ο προορισμός μας είναι πάντοτε το ιδανικό του Θεού και όχι η τελική εδραίωση της, συχνά αναγκαίας αλλά παρόλα αυτά πρόσκαιρης, κατάστασης.
Κάτι παρόμοιο βλέπουμε και στο θέμα του διαζυγίου. Ο χωρισμός των ανθρώπων οπωσδήποτε δεν είναι το ιδανικό του Θεού, όπως ο Ιησούς μας ξεκαθαρίζει (Ματθ 19:8). Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι δεν μπορώ να ενεργήσω με δικαιοσύνη σ’ έναν κόσμο πτώσης όπου οι άνθρωποι χωρίζουν. Ο Θεός δίνει ρυθμίσεις στον νόμο του για διαζύγια που δεν θα αδικούν τα θύματά τους χωρίς αυτό να σημαίνει ότι οραματίζεται έναν κόσμο διαζυγίων και αυτή ακριβώς ήταν η παρανόηση των Φαρισαίων: η εξίσωση της ρύθμισης με το ιδανικό («Γιατί τότε ο Μωυσής πρόσταξε να της δίνει γραπτό διαζύγιο και να τη χωρίζει;» [Ματθ 19:7]).
Ο Θεός δίνει ρυθμίσεις για τη δουλεία, επίσης, χωρίς να σημαίνει αυτό ότι οραματίζεται έναν κόσμο δουλείας. Το σωτήριο έργο της εξόδου απ’ την Αίγυπτο είναι αρκετό για να μας πείσει ότι το αντίθετο οραματίζεται, και όπως είπαμε, η εξουσία ενός ανθρώπου επάνω σε άλλον είναι συνέπεια της πτώσης στη Γένεση (3:16). Επίσης, δίνονται οδηγίες και χρήσιμης εξουσίας/ιεραρχίας, όπως «τα παιδιά να τιμούν τους γονείς», χωρίς αυτό να σημαίνει ότι στην νέα δημιουργία θα υπάρχει η ιεραρχία γονείς-παιδιά. Ούτε αυτήν, την πιο φυσική ιεραρχική σειρά, δεν μπορούμε να την απολυτοποιήσουμε και, μάλιστα, η βασιλεία του Χριστού συχνά απαιτεί τη ρήξη της και στο παρόν ακόμα (Ματ 10:36-38).
Νόμος και Εθνική Ταυτότητα
Ο ρόλος κάποιων νόμων της ΠΔ είχε ως σκοπό να διαχωρίσει τον Ισραήλ απ’ τα υπόλοιπα έθνη. Για να στηθεί η διαθήκη του Θεού με τον λαό του, ο Ισραήλ έπρεπε να απομακρυνθεί απ’ του θεούς και τις πρακτικές των γειτονικών τους λαών και ν’ αφοσιωθεί απόλυτα στον Γιαχβέ και στο δικό του θέλημα.
Αυτή η θεολογική αποκλειστικότητα είναι δύσκολο να κατανοηθεί στη μεταμοντέρνα εποχή μας, αλλά σκοπός της απαίτησης για αποκλειστικότητα ήταν κυρίως η διασφάλιση ότι ο Ισραήλ δεν θα υποδουλωθεί εκ νέου στις μεγάλες αυτοκρατορίες (Αίγυπτος, Ασσυρία, Βαβυλώνα) που ανταγωνίζονταν για την ίδια ακριβώς αποκλειστική διαθηκική αφοσίωση στο δικό τους πρόγραμμα. Οι απαιτήσεις του ελευθερωτή Γιαχβέ έρχονται με αντίστοιχη ένταση ενάντια στις αξιώσεις πολιτικών ανταγωνιστικών δυνάμεων και των υποστηρικτικών τους θεοτήτων. Το βίωμα της εξόδου απ’ την Αίγυπτο είναι πλέον καθοριστικό για τον Ισραήλ και τις νομοθεσίες του και πρέπει να τους διακρίνει απ’ τους λαούς που δεν βρίσκονται στην ίδια διαθήκη. Επομένως, έχουμε κάποιες νομοθεσίες που λειτουργούν ως «ορατά σημεία» αυτής της εθνικής διάκρισης. Όπως π.χ. ο νόμος περί καθαρών και ακαθάρτων ζώων:
Εγώ είμαι ο Κύριος, ο Θεός σας, που σας ξεχώρισα μέσα από όλους τους λαούς. 25 Να ξεχωρίζετε λοιπόν κι εσείς τα καθαρά από τα ακάθαρτα τετράποδα και πουλιά· δε θα τα τρώτε για να μην μολυνθείτε. Σας έχω μάθει ποια από τα τετράποδα, τα πουλιά και τα ζώα που σέρνονται στη γη να ξεχωρίζετε ως ακάθαρτα. (Λευ 20:24-25)
Είναι χρήσιμο να δίνουμε προσοχή στην αιτιολόγηση των νόμων. Ο συγκεκριμένος νόμος στο χωρίο 25 συνδέεται ξεκάθαρα με τη διάκριση ανάμεσα στον Ισραήλ και τους υπόλοιπους λαούς στο χωρίο 24. Αυτή η επεξήγηση φανερώνει ότι η διάκριση που κάνει ο Ισραηλίτης μεταξύ των καθαρών και των ακάθαρτων ζώων, κατά κάποιο τρόπο είναι σύμβολο, αντικατοπτρίζει τη διάκριση που ο ίδιος ο Θεός κάνει μεταξύ του Ισραήλ και των εθνών. Αυτό εξηγεί και τον λόγο για τον οποίο στο βιβλίο των Πράξεων, όπου ο Πέτρος βλέπει το όραμα με το σεντόνι που είναι γεμάτο ακάθαρτα ζώα να κατεβαίνει από τον ουρανό, ο Ιησούς του λέει να μην αποκαλεί ακάθαρτα αυτά που ο ίδιος καθάρισε (Πραξ 10:9-16).
Βλέπουμε ότι με τον ερχομό του Χριστού η διάκριση μεταξύ Ιουδαίου και εθνικού καταργείται. Τώρα ο Θεός δέχεται κάθε άνθρωπο από κάθε φυλή χωρίς να είναι απαραίτητο να γίνει πρώτα Ιουδαίος. Επομένως, νόμοι που λειτουργούν ως σύμβολα δεν απαιτούνται πλέον. Γι αυτόν τον λόγο οι Χριστιανοί τρώνε χοιρινό, γαρίδες κτλ. Σ’ αυτούς ειδικά τους νόμους οι οποίοι λειτουργούσαν ως σημεία εθνικού διαχωρισμού των εβραίων από τους εθνικούς (περιτομή, γιορτές, Σάββατο, κτλ.), ο Παύλος είναι ιδιαίτερα καυστικός. Σε τέτοιες περιπτώσεις μιλά αρνητικά για τον νόμο για να ταρακουνήσει τους πιστούς να συνειδητοποιήσουν ότι η επιθυμία τους να περιτμηθούν, για παράδειγμα, είναι ένας τρόπος να επιστρέψουν πίσω στον παλαιό αιώνα όπου οι άνθρωποι ήταν δέσμιοι της αμαρτίας και ανίκανοι να εκπληρώσουν τον νόμο. Ας θυμηθούμε και την αντιπαράθεσή του με τον Πέτρο ο οποίος απέφυγε να φάει με εθνικούς (Γαλ 2:11-13).
Ταυτόχρονα, κάποιος νόμος σύμβολο μπορεί να έχει και μια ηθική διαχρονική διάσταση, όπως π.χ. το Σάββατο. Ο ρόλος του Σαββάτου ως εθνικό σημείο καταργείται αλλά ως εργαλείο ανάπαυσης του εργάτη και εμπιστοσύνης στην πρόνοια του Θεού για τα προς το ζην παραμένει δεσμευτικός. Η εκκλησία πρέπει συνεχώς να βρίσκει τρόπους να διαφυλάττει τις αξίες που προωθεί ο νόμος του Σαββάτου.
Σοφία, Ιεράρχηση και Παραβίαση Νόμων
Όσον αφορά τους εξωτερικούς νόμους, ακόμα κι ο ίδιος ο Ιησούς πολέμησε την έμφαση που έδιναν σ’ αυτούς οι Ιουδαίοι της εποχής του και έφερε στο προσκήνιο νόμους μεγαλύτερης βαρύτητας:
18 Τους απάντησε: «Κι εσείς ακόμη δυσκολεύεστε τόσο να καταλάβετε; Ακόμη δεν καταλαβαίνετε πως καθετί που απ’ έξω μπαίνει μέσα στον άνθρωπο δεν μπορεί να τον κάνει ακάθαρτο; 19 Δεν μπαίνει στην καρδιά του αλλά στην κοιλιά του και αποβάλλεται στο αποχωρητήριο, αφήνοντας στον οργανισμό όλες τις άλλες τροφές καθαρές. 20 ΄Ο,τι βγαίνει μέσα από τον άνθρωπο» —τους έλεγε ακόμη —«εκείνο τον κάνει ακάθαρτο. 21 Γιατί μέσα από την καρδιά των ανθρώπων πηγάζουν οι κακές σκέψεις, μοιχείες, πορνείες, φόνοι, 22 κλοπές, πλεονεξίες, πονηριές, δόλος, ακολασία, φθόνος, βλασφημία, αλαζονεία, αφροσύνη. 23 ΄Ολα αυτά τα κακά πηγάζουν μέσα από τον άνθρωπο και τον κάνουν ακάθαρτο». (Μαρκ 7:18-23)
Ο Ιησούς μ’ αυτή τη δήλωση πιθανότατα εγκαινιάζει το τέλος του νόμου των ακαθάρτων φαγητών και διακηρύττει όλα τα φαγητά καθαρά. Αλλά προσέξτε ότι δεν καταργείται η πιθανότητα μίανσης του ανθρώπου. Αντιθέτως, δίνει μια ολόκληρη λίστα από πράγματα που καθιστούν τον άνθρωπο ακάθαρτο. Εδώ βλέπουμε ότι υπάρχει κάποια ιεραρχία μεταξύ του εξωτερικού νόμου και του νόμου που επηρεάζει την καρδιά του ανθρώπου, τον εσωτερικό άνθρωπο.
Η στάση της καρδιάς του ανθρώπου ήταν πάντοτε σημαντικότερη από την τελετουργία και η τελετουργία συχνά χρησιμοποιείται από τον Ισραήλ ως άλλοθι προκειμένου να αποκρύψει την ηθική του αποστασία (Αμ 5:21-24, Ησα 1). Στον Ωσηέ 6:6, για παράδειγμα, λέει «την αγάπη σας θέλω κι όχι θυσίες· να με αναγνωρίσετε για Θεό σας, παρά να μου προσφέρετε ολοκαυτώματα». Παρόλο που ο προφήτης υπερβάλλει, δεν μας λέει ότι ο Θεός δεν ζητάει καθόλου θυσίες. Το μήνυμα που στέλνει είναι ότι η στάση της καρδιάς του ανθρώπου έχει προτεραιότητα σε σχέση με το τελετουργικό σύστημα του Ισραήλ.
Ο νόμος στον Ισραήλ δεν δόθηκε για να εξαντλήσει κάθε πιθανή περίπτωση, αλλά, μελετώντας τον, οι Ισραηλίτες θα εκπαιδεύονταν σε κρίση, θα κατανοούσαν το πνεύμα και τις αξίες που ο Θεός προσπαθούσε να διαφυλάξει μέσω των παραδειγμάτων του και θα μπορούσαν έπειτα να ενεργήσουν ανάλογα σε ό,τι θα προέκυπτε στην κοινότητά τους. Η γνώση της Τορά αποσκοπούσε κυρίως στο να «σοφίζει» τον Ισραηλίτη (Ψαλ 19:7) και να τον ελευθερώνει απ’ τον «αυτοματισμό» του νομικισμού. Χρειάζεται σοφία για να τηρήσει κανείς τον νόμο, καθώς θα πρέπει να εξετάσει σε βάθος κάθε περίπτωση, να αναλογιστεί και να διακρίνει κατά πόσο κάποιος νόμος ανταποκρίνεται στην προκειμένη περίπτωση, και συχνά, αν χρειαστεί, να ιεραρχήσει νόμους, δηλαδή, να παραβιάσει τον ένα προκειμένου να τηρηθεί ο σημαντικότερος.
Ο νόμος στα χέρια άσοφων ανθρώπων που τον ακολουθούν δουλικά γίνεται υπηρέτης κακίας μάλλον παρά δικαιοσύνης, και αυτό το βλέπουμε να ενεργείται τόσο στην ΠΔ όσο και στην ΚΔ. Για παράδειγμα, στην περίπτωση της Θάμαρ, ο νόμος απαιτούσε τη θανάτωσή της εφόσον διέπραξε μοιχεία. Ο Ιούδας, όμως, αναγνωρίζοντας τη δικαίωσή της, τις περιστάσεις που την οδήγησαν στις ριψοκίνδυνες ενέργειές της και το μερίδιο ευθύνης που του αναλογούσε, θεώρησε ότι η εφαρμογή του νόμου στην περίπτωσή της θα παραβίαζε την δικαιοσύνη μάλλον παρά θα την εξυπηρετούσε (Γεν 38).
Ο Μωυσής, ακούγοντας τα επιχειρήματα των θυγατέρων του Σαλπαάδ να πάρουν αυτές την κληρονομιά του πατέρα τους που πέθανε στην έρημο χωρίς αρσενικό απόγονο, δεν έσπευσε να τις διορθώσει λέγοντας ότι ο νόμος ορίζει μόνο γιους ως κληρονόμους (Δευτ 21:15-17). Αντιθέτως, φέρνει το αίτημά τους ενώπιον του Θεού για τυχόν αναθεώρηση του νόμου. Ο Θεός αναγνωρίζει το δίκαιο στο αίτημα των γυναικών και ρυθμίζει τη νομοθεσία με σκοπό να εκπληρωθεί το πνεύμα και όχι το γράμμα του νόμου, το οποίο τελικά θα αδικούσε τον πατέρα τους (Αριθ 27:1-11).
Ακόμα κι ο ίδιος ο Ιησούς, αναγνωρίζοντας το πνεύμα του νόμου του Σαββάτου το οποίο ήταν να αναπαύσει τους ανθρώπους και όχι να τους καταπιέσει, παραβιάζει το Σάββατο προκειμένου να εκπληρωθεί το θέλημα του Θεού, η θεραπεία του ταλαιπωρημένου ανθρώπου (Λουκ 3:1-6). Η τήρηση του νόμου του Σαββάτου σ’ αυτήν την περίπτωση δεν ήταν νόμιμη. Εξόργισε τον Ιησού (Λουκ 3:5) επειδή δεν ήταν σοφός και δίκαιος ο χειρισμός του νόμου, αλλά ήταν χειρισμός σκληρόκαρδος και μισάνθρωπος. Παραβίασε το γράμμα του Σαββάτου αλλά τήρησε το πνεύμα του.
Τέλος, βλέπουμε τη στάση του Ιωσήφ, ο οποίος είχε κάθε δικαίωμα νομικά να απαιτήσει την τιμωρία της Μαρίας για την εξώγαμη εγκυμοσύνη της (Δευτ 22:23-24), αλλά επιλέγει να μη φέρει κατηγορία εναντίον της, προστατεύοντας έτσι τη φήμη της και τη ζωή της (Ματθ 1:19).
Επίλογος
Ο νόμος δόθηκε στο Σινά για να μπορέσει ο λαός που μέχρι τότε δεν ζούσε αλλά ήταν υπόδουλος σε εντολές δυναστών να ζήσει, να ρυθμίζει την ευημερία της κοινότητας, να προάγει τη ζωή, να περιορίζει την καταπίεση, την τρομοκρατία και την αδικία, να μοιάζει στον Θεό του παρόλο που βρίσκεται ακόμα σ’ έναν κόσμο αμαρτίας. Παρομοίως και για την εκκλησία, τότε και σήμερα. Το γεγονός ότι ο μεσσίας Ιησούς εισήγαγε την νέα διαθήκη, δεν σταμάτησε την πρώτη εκκλησία από το να ρυθμίζει τη ζωή της βάσει της διδασκαλίας της Τορά, την οποία έπρεπε να επανερμηνεύει ακριβώς επειδή τη θεωρούσε διαχρονική και δεν διανοούταν να την εγκαταλείψει ως κειμήλιο μιας παλιάς νεκρής διαθήκης. Μάλιστα, ο απ. Παύλος δεν μπορεί να φανταστεί άλλον τρόπο για τον πιστό να μάθει την αλήθεια, να ελέγξει την πλάνη, να διορθώσει τα λάθη του, να διαπαιδαγωγηθεί, να τελειωθεί για να πράξει το καλό σ’ αυτόν τον κόσμο, παρά μόνο μέσω της μελέτης του νόμου του Θεού, και κάθε γραπτού της ΠΔ (2 Τιμ 3:16-17).