Η Σιμόν Βέιλ κι Εγώ – Μέρος 3

11410445_dsc-0159

Εκτός Εκκλησίας

Το άλλο που με συναρπάζει στη Βέιλ είναι η άρνησή της να βαφτιστεί. Εγώ έχω βαφτιστεί, φυσικά, και είμαι μέλος εκκλησίας, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι δεν θαυμάζω και δεν χρειάζομαι ν’ ακούσω όσα έχει να πει σ’ αυτό το θέμα.

Τι είν’ αυτό που την κρατά εκτός εκκλησίας; Δίνει δύο λόγους: Η κατάσταση ατέλειας στην οποία βρίσκεται και το γεγονός ότι η κλήση της και το θέλημα του Θεού είναι ενάντια σ’ αυτό.

1. Όσον αφορά το πρώτο, δεν μπορεί να κάνει κάτι γι αυτό, δεν μπορεί να ξεφορτωθεί την ατέλειά της. Μπορεί, μόνο μέσω της χάρης, να γίνεται λιγότερο ατελής, λέει. Άρα δεν κρατά τη στάση «εγώ είμαι καλύτερη από σας και γι αυτό δεν θέλω να είμαι μια από σας». Το αντίθετο. Από μέρους της θεωρεί ότι πρέπει να αποφεύγει τα λάθη στο φυσικό επίπεδο αλλά ταυτόχρονα να δίνει περισσότερη προσοχή και αγάπη στη σκέψη της για τον Θεό. Όταν ο Θεός κρίνει ότι το αξίζει να μπει στην εκκλησία του, τότε θα νιώσει την πίεσή του.

2. Προς το παρόν δεν θεωρεί ότι είναι θέλημα Θεού. Αν το βάπτισμα είναι ο μόνος τρόπος για να εισαχθεί κανείς στην εκκλησία τότε πρέπει να μου δοθεί να κάνω αυτό το βήμα, λέει. «Εάν θα μπορούσε κάποιος να σκεφτεί ότι υπακούοντας τον Θεό θα επέφερε την καταδίκη του ενώ ανυπακούοντάς τον θα σωζόταν, και τότε θα επέλεγα τον δρόμο της υπακοής.» (Waiting on God, 17) Αλλού λέει ότι μόνο η υπακοή είναι αιωνίως άτρωτη (invulnerable). Και, ακόμα,

αν είχα την αιώνια σωτηρία μου τοποθετημένη μπροστά μου σ’ αυτό το τραπέζι, και αν το μόνο που είχα να κάνω ήταν να απλώσω το χέρι μου και να την αρπάξω, δεν θα άπλωνα το χέρι μου αν δεν λάμβανα πρώτα την εντολή να το κάνω. . . . Δεν θέλω τίποτα άλλο εκτός απ’ την υπακοή την ίδια, στην ολότητά της, δηλαδή ακόμα και μέχρι σταυρού (Waiting on God, 24-25)

Αλλού λέει:

Η πιο όμορφη πιθανή ζωή μου φαινόταν πάντα αυτή όπου όλα είναι προσχεδιασμένα, είτε από την πίεση των περιστάσεων είτε από παρορμήσεις σαν αυτή που μόλις ανέφερα και όπου δεν υπάρχει ποτέ χώρος για επιλογή.» (Waiting on God, 30)

Μάλλον θεωρεί ότι στην επιλογή εδράζεται το εγώ και δεν την εμπιστεύεται. Δεν είναι συνώνυμη γι αυτήν η επιλογή με την ελευθερία.

Είναι πολύ ενδιαφέρουσα η αντίληψή της για την υπακοή. Θυμίζει την αντίληψη του Λεβινάς ο οποίος λέει ότι μόνο ο τύραννος είναι ανίκανος να κάμψει τη βούληση του σε υπακοή (Ελευθερία και Εντολή). Επίσης, η αντίληψή της για την απουσία επιλογής θυμίζει τον Λεώ Σεστόφ, ο οποίος ορίζει την ελευθερία όχι ως επιλογή ανάμεσα στο καλό και στο κακό αλλά ως απόλυτη απουσία του κακού:

Ελευθερία δεν σημαίνει επιλογή ανάμεσα στο καλό και στο κακό αλλά απαλλαγή του κόσμου από το κακό. Όσο υπάρχει το κακό, η ελευθερία είναι απάτη και αυταπάτη, μόνο η καταστροφή του κακού, που είναι δυνατή δια της πίστεως, οδηγεί στην ελευθερία. (Ζουμπουλάκης, Ποιος Θεός και Ποιος Άνθρωπος; 25.)

Η άρνηση της Βέιλ να βαφτιστεί φανερώνει ταυτόχρονα και τον τρόμο της απέναντι στην επιρροή της κοινότητας. Συμφωνώ μ’ αυτήν πως είναι εξαιρετικά σημαντική η επίγνωση των ορίων της κοινότητας. Η Βέιλ έχει πολλά κοινά με τους προφήτες οι οποίοι ήταν ταυτόχρονα εντός και εκτός. Εντός υπό την έννοια ότι διαφύλασσαν την αυθεντική ταυτότητα της κοινότητας και μπορούσαν με καθαρή οπτική να διακρίνουν πότε η θεσμική θρησκεία απομακρυνόταν απ’ τα θεμελιακά στοιχεία τα οποία της έδιναν την ταυτότητά της.

Παρόλο που οι προφήτες φαίνονται να είναι εκτός κοινότητας, ωστόσο η «επαναστατική» τους στάση εναντίον της κοινότητας είναι ουσιαστικά η αγάπη τους προς αυτήν και η έννοια τους να τη δουν να πραγματώνει τη θεία της υπόσταση. Άρα, μπορεί κανείς να δώσει τη ζωή του για την εκκλησία ακόμα κι απέξω απ’ την εκκλησία, υπό αυτή την έννοια. Κάπως ανάλογο, όχι όμως ίδιο, με τον μεσσιανικό ρόλο του Χριστού, ο οποίος ταυτίζεται με τον λαό αλλά ταυτόχρονα επιφορτίζεται την αμαρτία του λαού και στέκεται απέναντί του. Πεθαίνει εκτός κοινότητας για χάρη της.

Η Βέιλ στέκεται απέναντί στην εκκλησία ως κριτής – και πολύ καλά κάνει – αλλά ταυτόχρονα ή πρώτα απ’ όλα έχει κρίνει τον εαυτό της ως ανάξια να συμμετέχει. Κι εδώ είναι πολύ καίρια η επιμονή της Βέιλ στο θέμα της προσοχής. Αν η εκκλησία θέλει να κάνει δικαιοσύνη, εντός των κόλπων της πρώτα αλλά και εκτός, θα πρέπει να αφουγκραστεί τη δυστυχία, την κραυγή των ανθρώπων, και να πετάξει από πάνω της την επανάπαυση που αντλεί απ’ τη θέση της. Πρέπει όμως να ακολουθεί την κραυγή του κόσμου σε κάθε εποχή, όπου κι αν βρίσκεται και απ’ όποιους χώρους κι αν προέρχεται αυτή η κραυγή. Δεν γίνεται να περιορίσει την ακρόαση της κραυγή στις ομάδες που δεν την απειλούν (π.χ. συσσίτια για Έλληνες αλλά όχι για ξένους ή ακούω τη φωνή των μαύρων αλλά όχι των γυναικών). Η αρετή της προσοχής (attention) δεν σ’ αφήνει να κλείσεις τ’ αυτιά σου.

Ένα τελευταίο επιχείρημα της Βέιλ είναι ότι είναι απαραίτητο κάποιοι ακόλουθοι του Χριστού να μένουν εκτός εκκλησίας γιατί αυτό ακριβώς αποδεικνύει την αλήθεια του μηνύματός της. Αναφέρει παραδείγματα από σέκτες που συμπεριφέρονται όλοι το ίδιο λες και βρίσκονται υπό την επήρεια του αλκοόλ. Η προϋπόθεση για να συμβεί κάτι τέτοιο είναι όλοι, χωρίς εξαίρεση, να δεσμευτούν ως αφοσιωμένα μέλη στην ομάδα. Ενώ, αν κάποιος πιστεύει στον Χριστό παρόλο που βρίσκεται έξω από τα όρια της κλειστής ομάδας, αυτό σημαίνει ότι η πίστη του δεν είναι αποτέλεσμα της μεθυστικής επιρροής της ομάδας. Αυτό αποδεικνύει την αλήθειας της (Waiting on God, 47).

Η Βέιλ διατηρεί τεράστιο σεβασμό για όλα αυτά τα πράγματα εκτός της εκκλησίας επειδή ήταν αυτά ακριβώς τα στοιχεία που την οδήγησαν στον Χριστό. Η αρχαία Αίγυπτος, η Ελλάδα, η Κίνα, οι επιστήμες και οι τέχνες, οι Στωικοί! Όλα αυτά την έριξαν στην αγκαλιά του Χριστού (Waiting on God, 57).

Ταύτιση με τους Άπιστους

«Τίποτα δεν μου δίνει περισσότερο πόνο από την ιδέα ότι θα διαχωρίσω τον εαυτό μου από το τεράστιο και άτυχο πλήθος των απίστων.» (Waiting on God, 17)

Η Βέιλ θεωρεί ότι πρέπει να βρίσκεται ανάμεσα σε κάθε τάξη ανθρώπων (όσο το επιτρέπει η συνείδησή της) και να μη διαφέρει απ’ αυτούς με τρόπο που θα τους προκαλέσει να συμπεριφερθούν απέναντί της διαφορετικά. Τότε δεν θα της έδειχναν τον πραγματικό τους εαυτό και το μόνο που την ενδιαφέρει είναι να αγαπήσει το πραγματικό, τον άλλο όπως ακριβώς είναι. Αλλιώς θα αγαπούσε κάτι που δεν υφίσταται (Waiting on God, 17-18). Σε καμία περίπτωση δεν θέλει να μπει σε κάποιο τάγμα, λέει, γιατί μόνο και μόνο τα ρούχα θα τη διαχώριζαν απ’ τους άλλους (Waiting on God, 18). Άρα, ακόμα κι η χαρακτηριστική ενδυμασία ιερέων και μοναχών την ενοχλεί.

Η ικανότητά της να ταυτίζεται και να χάνεται σε κάθε κύκλο σημαίνει ότι δεν ανήκει σε κανέναν απ’ αυτούς (Waiting on God, 23). Αλλά ταυτόχρονα ανήκει σε όλους. Δεν θεωρεί ότι κάνει κάτι διαφορετικό απ’ τον Χριστό μ’ αυτήν της τη στάση. Και ο ίδιος ο Χριστός δεν περιορίζεται. Λέει: «Υπάρχουν τόσα πράγματα εκτός εκκλησίας, τόσα πράγματα που αγαπώ και δεν θέλω να εγκαταλείψω, τόσα πράγματα που ο Θεός αγαπά, αλλιώς δεν θα υπήρχαν» (Waiting on God, 41)

Συνεχίζει ότι, ο Χριστιανισμός για να είναι ενσαρκωμένος για όλους πρέπει να συμπεριλαμβάνει στον εαυτό του όλα όσα υπάρχουν στον κόσμο, εκτός απ’ το ψέμα φυσικά. Τις περισσότερες φορές, όμως, υπάρχει σ’ αυτά περισσότερη αλήθεια παρά ψέμα. (Waiting on God, 42)

Η Εκκλησία

Η Βέιλ θα προκαλέσει και τον ορισμό της εκκλησίας. Παραδέχεται ότι αγαπά τον Θεό, τον Χριστό, αυτούς που θεωρεί αγίους, τη λειτουργία κτλ., αλλά όχι απαραίτητα την εκκλησία παρά μόνο στον βαθμό στον οποίο η εκκλησία σχετίζεται ή αντικατοπτρίζει αυτά που ανέφερε πιο πάνω. Εάν αυτή η αγάπη για την εκκλησία είναι ο μόνος όρος για την πνευματική μου ανάπτυξη, λέει, τότε επιθυμώ να μου δοθεί. Εάν αυτό γίνει θα γίνει όποτε ο Θεός θέλει και στη μορφή που ο Θεός θέλει. Αφήνει, λοιπόν, τον εαυτό της ανοιχτό για να λάβει απ’ τον Θεό αυτό που θα ζητήσει απ’ αυτήν: «δεν είναι δουλειά μου να σκέφτομαι για τον εαυτό μου. Δουλειά μου είναι να σκέφτομαι για τον Θεό. Είναι του Θεού η δουλειά να σκέφτεται για μένα.» (Waiting on God, 19)

Αυτό που την τρομάζει είναι η εκκλησία ως κοινωνική δομή/θεσμός (social structure) επειδή βλέπει την τάση της να επηρεάζεται από τον κολεκτιβισμό. Δεν την τρομάζει επειδή είναι ατομικίστρια αλλά για το αντίθετο. Επειδή έχει την τάση να παρασύρεται εύκολα απ’ την ομάδα. Εύκολα θα παρασυρόταν, λέει, κι από μια ναζιστική ομάδα:

Γνωρίζω ότι εάν αυτή τη στιγμή είχα μπροστά μου μια ομάδα από είκοσι Γερμανούς νεαρούς που τραγουδούσαν ναζιστικά εμβατήρια, ένα μέρος της ψυχής μου θα γινόταν στη στιγμή Ναζί. . . .  Δεν πρέπει να πολεμά κανείς ενάντια στις τάσεις αδυναμίας που έχει αλλά να τις λαμβάνει υπόψη στις αποφάσεις του (Waiting on God, 21).

Απορρίπτει τον «πατριωτισμό» στην εκκλησία και μ’ αυτό εννοεί το αίσθημα που έχει κανείς για μια γήινη πατρίδα (φυσικά απεχθάνεται τον εθνικισμό). Καταδικάζει τις σταυροφορίες και την ιερά εξέταση. Αυτή η δύναμη που κατέβαλε την εκκλησία ήταν ακριβώς η μορφή της εκκλησίας ως κοινωνικός θεσμός (social structure). Το κοινωνικό (η κοινωνική δύναμη δηλαδή) είναι η σφαίρα του διαβόλου, λέει. Εφόσον αυτός υποσχέθηκε να δώσει στον Χριστό τα βασίλεια του κόσμου τούτου, μιμείται τη θεότητα. (Waiting on God, 22)

Επομένως, ερμηνεύουμε ότι στην εκκλησία ως κοινωνικό θεσμό είναι που επιλέγει να μην ανήκει απόλυτα, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι δεν ανήκει σ’ αυτούς που αγαπούν τον Θεό, μια απροσδιόριστη ομάδα, την αόρατη εκκλησία του αν θέλετε. Στο μυαλό της μια τέτοια ομάδα είναι υπαρκτή, πραγματική, και αναφέρεται η Βέιλ σ’ αυτήν την ομάδα ψυχών που αγαπούν τον Θεό (Waiting on God, 14). Στο κοινωνικό επίπεδο, όμως, βλέπει τον θεσμό της εκκλησίας να αντιστρατεύεται την ουσία της και εναντιώνεται σ’ αυτό με τη μη ένταξή της.

Βρίσκω νύξεις αυτής της ιδέας στην ίδια τη Βίβλο. Θα έλεγα ότι συχνά η εκκλησία του Θεού μπορεί να μην έχει συνειδητή αντίληψη, να μη σηκώνει σημαία ότι είναι η εκκλησία του Θεού, αν κι αυτή η ιδέα δεν έχει γίνει mainstream στον επίσημο Χριστιανισμό. Στο Κατά Ματθαίον ευαγγέλιο 25:34-40 έχουμε τη ιστορία της κρίσης του Χριστού, ο οποίος λέει:

“ελάτε, οι ευλογημένοι απ’ τον Πατέρα μου, κληρονομήστε τη βασιλεία που σας έχει ετοιμαστεί απ’ την αρχή του κόσμου. 35Γιατί, πείνασα και μου δώσατε να φάω, δίψασα και μου δώσατε να πιω, ήμουν ξένος και με περιμαζέψατε, 36γυμνός και με ντύσατε, άρρωστος και μ’ επισκεφθήκατε, φυλακισμένος κι ήρθατε να με δείτε”. 37Τότε θα του απαντήσουν οι άνθρωποι του Θεού: “Κύριε, πότε σε είδαμε να πεινάς και σε θρέψαμε ή να διψάς και σου δώσαμε να πιεις; 38Πότε σε είδαμε ξένον και σε περιμαζέψαμε ή γυμνόν και σε ντύσαμε; 39Πότε σε είδαμε άρρωστον ή φυλακισμένον κι ήρθαμε να σε επισκεφθούμε;” 40Τότε θα τους απαντήσει ο βασιλιάς: “σας βεβαιώνω πως αφού τα κάνατε αυτά για έναν από τους άσημους αδερφούς μου, τα κάνατε για μένα”.

Ο Χριστός είναι που ταυτίζεται μ’ αυτούς τους ανθρώπους, όχι το αντίστροφο. Αυτοί έχουν άγνοια της παρουσίας του, αλλά προφανώς είχαν σχέση μαζί του μέσω των «άσημων / ελαχίστων». Για τη Βέιλ, εδώ είναι η παρουσία και αυτή είναι πραγματικά η θεία ευχαριστία. Όταν ένα κομμάτι ψωμί αλλάζει χέρια, εκεί είναι παρών ο Χριστός (Waiting on God, 96).

Δημιουργία ως Κένωση

Αυτή η πράξη προς τον συνάνθρωπο που περιγράφει ο Χριστός είναι πράξη δημιουργίας, είναι μίμηση Θεού. Για να ενεργήσει κανείς μ’ αυτόν τον τρόπο προς τον πλησίον του απαιτείται προσοχή κι η προσοχή δίνεται σ’ αυτό που δεν υπάρχει. Ο άνθρωπος που είναι πεσμένος μέσα στα αίματα του στην παραβολή του Καλού Σαμαρείτη είναι ένας άγνωστος, δεν υπάρχει, δεν έχει πρόσωπο. Η προσοχή τον φέρνει στην ύπαρξη και μέσω της προσοχής δίνω κάτι απ’ τον εαυτό μου για να ζήσει αυτός.

Η δημιουργία του κόσμου ήταν η προσοχή του Θεού σ’ αυτό που δεν υπάρχει και στο οποίο ο ίδιος δίνεται για να υπάρξει αυτό. Γι αυτόν τον λόγο, λέει η Καινή Διαθήκη, ότι ο αμνός εσφάγη προ καταβολής κόσμου. Προκειμένου να δώσει κανείς τέτοια προσοχή σ’ αυτό που δεν υπάρχει σημαίνει ότι προηγήθηκε η πίστη στο τι μπορεί να υπάρξει. Η προσοχή είναι ίδια με την πίστη, βεβαίωση γι αυτά που δεν βλέπω. (Waiting on God, 105).

Δικαιοσύνη

Κλείνω με το θέμα της δικαιοσύνης, που τόσο πολύ απασχόλησε τη Βέιλ μέχρι θανάτου. Το σύμβολο της δικαιοσύνης, η ζυγαριά που εξισώνει τις δυο μεριές, μας λέει ακριβώς αυτό, ότι η δικαιοσύνη είναι η ισότητα ανάμεσα σε δύο μέρη. Ακόμα κι αν υπάρχει διαφορά δύναμης, οι σχέσεις δικαιοσύνης απαιτούν από τον δυνατό να ζει ενώπιον του αδύνατου ως να ήταν ίσοι.

Δικαιοσύνη για τη Βέιλ είναι ο δυνατός να δίνει πίσω το δώρο της ζωής σ’ αυτόν απ’ τον οποίο η μοίρα το έκλεψε. Μ’ αυτόν τον τρόπο φέρνει τον άλλο στο επίπεδό του και προστατεύεται από την πιθανότητα να εξασκήσει τη δύναμη που θα μπορούσε να εξασκήσει.

Μόνο ένας θεός δικαιοσύνης αξίζει να λατρεύεται και μόνο ένας θεός δικαιοσύνης ειν’ αληθινός. Άρα μόνο ο θεός εκείνος που δεν εξασκεί τη δύναμή του αλλά κενώνεται είν’ ο αληθινός Θεός για τη Βέιλ. Ο πόνος στον κόσμο δεν αποδεικνύει τη μη ύπαρξη του Θεού αλλά το αντίθετο. Αποτελεί ένδειξη της μη εξάσκησης της παντοδυναμίας του Θεού, παρόλο που θα μπορούσε (Waiting on God, 101). Η ιδέα της κένωσης βρίσκεται και στη δηιουργία υποστηρίζει η Βέιλ. Ο Θεός και η δημιουργία δεν είναι ένα και το αυτό. Ακόμα και για να δημιουργήσει έπρεπε να αρνηθεί τον εαυτό του, να τον κενώσει για να κάνει χώρο για μας.

Η Βέιλ δεν μπαίνει στα βάθη της τριαδολογίας ούτε την απασχολεί η σχέση θείου πάθους και απάθειας. Επίσης, δεν φανερώνει κάποια εσχατολογία στα γραπτά της, πιθανότατα επειδή δεν φαίνεται να είχε διαμορφώσει κάποια θετική αντίληψη για τη δύναμη βάσει όσων είδε και βίωσε (ας μη ξεχνάμε ότι βιώνει δύο παγκόσμιους πολέμους [1909-1943]). Οι μελέτες της στην Ιλιάδα επιβεβαιώνουν την προβληματική αυτή της δύναμης.

Δεν συμφωνώ με κάθετί που η Βέιλ εκφράζει κι έχω πολλά ερωτήματα γι αυτήν. Είμαι, όμως, χαρούμενη που αυτός ο άνθρωπος υπάρχει στην ιστορία μας ως μια μορφή των εσχάτων, με τα λάθη της και τις ελλείψεις της, αλλά παρόλα αυτά, με την ανελέητη αυτοεξέτασή της και την πεισμωμένη αφοσίωσή της στον πάσχοντα δούλο των αιώνων, τον κύριό της Ιησού Χριστό και στα κτίσματά του.