Η Σιμόν Βέιλ κι Εγώ – Μέρος 2

2018-SimoneWeil-28x28

Το Θέλημα του Θεού

Η γνωριμία μου με τη Βέιλ ήταν εντελώς τυχαία. Το 2009 όταν σπούδαζα στην Αγγλία, αποφάσισα με μια φίλη μου να δανειστούμε ένα σαράβαλο και να πάμε μέχρι την Ουαλία γιατί ακούσαμε για το χωριό τον βιβλιοπωλείων, το λεγόμενο Hay-on-Wye, όπου κάθε σπίτι είναι βιβλιοπωλείο με παλιά μεταχειρισμένα βιβλία. Εκεί έπεσα πάνω σ’ ένα μικρό χαριτωμένο βιβλιαράκι, ίσως να έκανε 50 λεπτά μόνο, με τίτλο Waiting on God. Μου κίνησε την περιέργεια και το άρπαξα. Όταν ξεκίνησα να το διαβάζω μου έκανε τεράστια εντύπωση και υπογράμμιζα ασταμάτητα ό,τι μιλούσε κατευθείαν σε μένα.

Καθώς ξαναδιάβαζα τη Βέιλ πρόσφατα προσπάθησα να κατηγοριοποιήσω κάποια θέματα με τα οποία καταπιάνεται εκτενώς, και ένα απ’ αυτά είναι το θέμα του θελήματος του Θεού, θέμα που πάντα απασχολούσε κι εμένα. Η Βέιλ λέει ότι το θέλημα του Θεού πρέπει να κατανοηθεί σε τρία μέρη:

1. Θέλημα του Θεού είναι αυτό που δεν είναι στο χέρι μας. Οτιδήποτε συμβαίνει και είναι ανεξάρτητο από μας, στο οποίο δεν έχουμε καμία κυριαρχία, η Βέιλ το αποδέχεται ως θέλημα Θεού. Ακόμα κι οι περασμένες αμαρτίες μας που αναγνωρίζουμε αναδρομικά (εκτός αν η ρίζα τους βρίσκεται στο παρόν οπότε πρέπει να τις μισούμε – η Βέιλ δεν χαϊδεύει καμία αμαρτία) είναι θέλημα Θεού και πρέπει να τις αγαπήσουμε. Φτάνει στο σημείο, δηλαδή, να θεωρεί ακόμα και το κακό, στον βαθμό που δεν έχουμε εμείς τον έλεγχό του, ως θέλημα Θεού, παρόλο που γι αυτήν ο Θεός είναι το απόλυτο αγαθό. Πρέπει ν’ αγαπήσουμε ακόμα και τη δυστυχία, λέει η Βέιλ. Να αγαπήσουμε τον πόνο μας και ειδικά τον πόνο του άλλου, αν δεν είναι στο χέρι μας να τους αναπαύσουμε. Η αγάπη στην οποία αναφέρεται δεν οδηγεί σε καμία περίπτωση σε αδράνεια.

Πώς βαφτίζεται το κακό ως θέλημα Θεού; Η Βέιλ θεωρεί ότι ακόμα κι η δυστυχία μπορεί να είναι ευεργετική (όπως στην περίπτωσή με τις ημικρανίες της), εφόσον έχει την ικανότητα να στρέψει το βλέμμα μας προς τον σταυρό του Χριστού (Το Πρόσωπο και το Ιερό, 69). Δεν έχει σημασία αν κάποιος σε αγγίζει με πόνο ή με χαρά, και τα δύο είναι μέσα επιβεβαίωσης της παρουσίας του Θεού (Waiting on God, 53). Κάποιος μπορεί να σου δείχνει έλεος απομακρύνοντας τον πόνο αλλά μπορεί να επιφέρει και πόνο στη διαδικασία της θεραπείας σου. Ο ίδιος ο πόνος, όμως, από μόνος του, είναι πάντοτε κάτι κακό. Η τάση μας ως άνθρωποι είναι να στρέφουμε το βλέμμα μας μακριά από τον αποκρουστικό πόνο και να ζητάμε να βλέπουμε μόνο το ευχάριστο. Γι αυτό πρέπει να αγαπήσουμε τον πόνο, επειδή η αλήθεια εκεί κρύβεται. Για τη Βέιλ «υπάρχει φυσική συμμαχία μεταξύ της αλήθειας και της δυστυχίας» (33).

2. Θέλημα Θεού είναι κι αυτό που είναι στο χέρι μας, δηλαδή κάτω απ’ τη βούλησή μας. Είναι η διεκπεραίωση αυτού που φαίνεται ξεκάθαρα ως καθήκον μας (ίσως εδώ να διακρίνονται λίγο οι καντιανές επιρροές της). Αν δεν είναι ξεκάθαρο αυτό το καθήκον, ακολουθούμε τη διαίσθησή μας αλλά πάντοτε σε περιορισμένο βαθμό, ποτέ απόλυτα. Ίσως η πιο επικίνδυνη αμαρτία, λέει η Βέιλ, είναι η απόλυτη εφαρμογή αυτού που κατανοώ ως καθήκον (εδώ ακούγεται ως πρόδρομος της Άρεντ σχετικά με τη δίκη του Άιχμαν). Ποτέ να μην φέρουμε το απεριόριστο στη σφαίρα του περιορισμένου.

3. Το τρίτο είδος του θελήματος του Θεού το περιγράφει ως εξής: υπάρχουν πράγματα που δεν είναι κάτω απ’ τη βούλησή μας αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι είναι ανεξάρτητα από μας. Με άλλα λόγια, βιώνουμε μια πίεση από τον Θεό όπως περιγράφει. Κάποιου είδους καταναγκασμό (compulsion) τον οποίον ο Θεός επιφέρει στον άνθρωπο που τον σκέφτεται με προσοχή και αγάπη. Αντίστοιχα, αυτός ο άνθρωπος βιώνει τον καταναγκασμό σε βαθμό ανάλογο με την προσοχή και την αγάπη του προς τον Θεό.

Εδώ βλέπουμε τη μυστική της κατανόηση του θελήματος του Θεού. Πρέπει να ανταποκριθούμε, λέει, σ’ αυτήν την πίεση, μάλλον ν’ αφεθούμε σ’ αυτήν μέχρι το σημείο—όχι πιο πέρα—που αυτή η πίεση μας πάει. Όταν αυτή η πίεση καταβάλλει όλη μας την ψυχή τότε έχουμε φτάσει σ’ ένα σημείο τελειότητας. Βλέπουμε ότι η τήρηση των ορίων είναι αδιαπραγμάτευτη για τη Βέιλ, η αποφυγή του απόλυτου. Δεν θα πας πέρα απ’ το σημείο στο οποίο σε οδηγεί αυτή η πίεση. Γι αυτό άλλωστε δεν προχωρά και προς τη βάπτιση. (Waiting on God, 13-15)

Η ιδιαιτερότητα του «μυστικισμού» της Βέιλ, όσον αφορά αυτό το τρίτο μυστικό είδος του θελήματος του Θεού, είναι ότι δεν νιώθει αυτήν την προσωπική κλήση απ’ τον Θεό ως φυγή, ως απόσυρση απ’ τα εγκόσμια, όπως συχνά χρησιμοποιείται στα τάγματα μοναχισμού. Αυτή η πίεση από τον Θεό, στην οποία δεν μπορούσε παρά να ανταποκριθεί, είναι μια πίεση προς ταύτιση με τον πόνο του κόσμου. Προϋποθέτει την παραίτηση απ’ τη δική της βούληση, η οποία παραίτηση δεν πρέπει να ερμηνευθεί ως ακύρωση του εαυτού. Αντιθέτως, η Βέιλ θεωρεί τη μέριμνα για το «εγώ» ως ακύρωση του ανθρώπου, ως απώλεια της ίδια της ζωής.

Λέει: «η μεγαλύτερη μου επιθυμία είναι να χάσω όχι μόνο κάθε βούληση αλλά όλη την προσωπική μου ύπαρξη . . . είμαι απόλυτα βέβαιη ότι δεν πρόκειται για ένα απλό συναίσθημα, επομένως εγκαταλείπω τον εαυτό μου σ’ αυτό» (Waiting on God, 26). Ο προορισμός στον οποίον αυτή η κλήση την οδηγεί δεν είναι τίποτα άλλο από το καταφύγιο του σταυρού, να συμμετέχει στα παθήματα του σταυρού. Πρότυπό της είναι ο ληστής στον σταυρό ο οποίος καταφέρνει να βρίσκεται δίπλα στον εσταυρωμένο και στην ίδια κατάσταση μ’ αυτόν. Αυτό είναι το προτέρημα που ζηλεύει και θεωρεί ως το πιο ένδοξο απ’ όλα (Waiting on God, 26).

Φυσικά, για τη Βέιλ, η ταύτιση με τον εσταυρωμένο δεν διαχωρίζεται από την ταύτιση με τους βασανισμένους της γης [η αποδοχή του θελήματος του Θεού είναι επηρεασμένη και από το amor fati των Στωικών και του Μάρκου Αυρήλιου. (Waiting on God, 32)]. Μια τέτοια κλήση μου είναι γνώριμη, παρόλο που δεν είναι καν συγκρίσιμη μ’ αυτήν της Βέιλ και είναι γελοίο να τις συνδυάζω καν. Ίσως αυτό που είναι κοινό, είναι το βίωμα της πίεσης από τον Θεό προς μια κατεύθυνση μακριά απ’ το εγώ, απ’ τα δικά μου σχέδια, κτλ. Τη βίωσα πολλές φορές αυτήν την πίεση, αλλά κάποιες συγκεκριμένες ήταν, για παράδειγμα, όταν βρισκόμουν ακόμα στην Κύπρο και συνειδητοποίησα ότι ο Θεός με καλούσε να παρατήσω τη δουλειά μου στην τράπεζα που δούλευα. Σαν να μου έλεγε:

δεν γίνεται για τα επόμενα 30-40 χρόνια εσύ να έρχεσαι και να κάθεσαι στο ίδιο γραφείο για να πλουτίζουν κάποιοι άγνωστοι στον τελευταίο όροφο αυτού του τεράστιου τραπεζικού κτιρίου με τους οποίους δεν έχεις ποτέ μιλήσει ούτε πρόκειται ποτέ να μιλήσεις.

Οπότε άφησα τα πράγματά μου, το αμάξι μου, τους φίλους μου, την οικογένειά μου και ήρθα στην Αθήνα, στο Βιβλικό Κολέγιο για το οποίο είχα ακούσει. Διψούσα να μάθω περισσότερα για τον Θεό και κυρίως τι ήθελε απ’ τη ζωή μου. Τότε, από την προστατευμένη ζωή της Κύπρου, η οποία παραδόξως μ’ έπνιγε, γνωρίστηκα με τη ζωή της Αθήνας και κυρίως την περιθωριακή. Παράλληλα με το διάβασμα απαίτηση του κολεγίου ήταν η εμπλοκή με τη διακονία. Εγώ, όμως, δεν είχα καθόλου αυτό το βάρος για τους ανθρώπους που είχε η Βέιλ από μικρή, σε σημείο να αρνείται να φάει ζάχαρη επειδή άκουσε ότι οι στρατιώτες στα χαρακώματα δεν είχαν ζάχαρη.

Η έκθεση στον πόνο των ανθρώπων ήρθε σταδιακά, καθώς ήδη διακονούσα αστέγους, μετανάστες, κτλ. και η διανοητική και θεολογική επεξεργασία όλων αυτών συνέβαινε παράλληλα. Όταν έχασα τον πατέρα μου, ένα χρόνο μετά, βίωσα τον θάνατό του ως ακόμα μια ήττα του θελήματός μου από το θέλημα του Θεού και μια ακόμα κλήση/πίεση για ταύτιση με το δικό του σχέδιο (το πρώτο είδος του θείου θελήματος που αναφέρει η Βέιλ) ώστε να παραδοθώ ακόμα περισσότερο.

Μετά απ’ αυτό ξεκίνησα τη διακονία μου προς τις γυναίκες θύματα της σωματεμπορίας. Πάλι, δεν είχα ιδιαίτερο βάρος γι’ αυτές τις γυναίκες αλλά ακολούθησα μια φίλη μου στους οίκους ανοχής της Αθήνας. Σ’ αυτήν τη διακονία ήταν που βίωσα την εσωτερική συντριβή, όταν αγκάλιασα για πρώτη φορά μια εκδιδόμενη κοπέλα. Αυτή ήταν η συντριβή του Χριστού, ήταν η δική του αγκαλιά και η στιγμή που ανακάλυψα ότι ο Χριστός βρισκόταν ήδη εκεί, ταυτισμένος μ’ αυτήν μέσω του δικού του πάθους, πριν εμφανιστώ καν εγώ στους οίκους ανοχής. Η παρουσία του ήταν εκεί. Όπως λέει η Βέιλ, η αλήθεια είναι στη δυστυχία και ο Θεός στην οδύνη αποκαλύπτεται.

Η Βέιλ βλέπει την αλήθεια, τη δυστυχία των ανθρώπων και βιώνει τη θεία πίεση προς την αυταπάρνηση. Πρέπει να δώσει προσοχή και η προσοχή, όπως στην παραβολή του Καλού Σαμαρείτη που τόσο αγαπά, είναι προσοχή στον πόνο του άλλου, άρα γνώση της αλήθειας. Όποιος δεν αγαπά την αλήθεια θα στρέψει το βλέμμα μακριά απ’ τον πόνο, θα τον απαρνηθεί. Θα συνεχίσει να πορεύεται στο ψέμα του. Όποιος, όμως, αγαπά την αλήθεια, θα πάρει τα μάτια του απ’ το εγώ του και θα προσέξει τον πονεμένο. Θα χάσει κάτι απ’ τον εαυτό του (ξεκινώντας με τον χρόνο του) για να ζήσει ο άλλος άνθρωπος.

Πώς κατάφερε η Βέιλ να συλλάβει το μυστήριο του εσταυρωμένου σε τέτοιο βάθος; Με παρόμοια λόγια, ο Rowan Williams περιγράφει το μυστήριο βλέποντας τον Ιησού να αποδέχεται τον θάνατό του ως κλήση Θεού σε υπακοή, έτσι ώστε η δική του ηθελημένη και επιλεγμένη αδυναμία να γίνει το διάφανο πρίσμα που θα φανερώσει την πράξη και τη δύναμη του Θεού. Η ταυτότητα του Ιησού ως άνθρωπος παθών κι η ταύτιση αυτών των παθών με τη θεία πράξη στον κόσμο είναι κεντρικές αλήθειες της Καινής Διαθήκης (Christ the Heart of Creation, 51-52).

Θα μπορούσαμε να μιλάμε για ώρες ή μέρες για τη σημασία του πόνου και τη συνέχιση της ταύτισης των πιστών με τον πόνο του κόσμου. Η Βέιλ, όμως, μιλά πολύ καλύτερα από μένα για όλα αυτά, για τον πόνο, τη δυστυχία και την αγάπη.

[συνέχεια στο επόμενο]