Κατ’ αρχάς να πω ότι δεν είμαι ειδικός στη Σιμόν Βέιλ. Δεν έχω διαβάσει όλα της τα έργα κι απ’ τις βιογραφίες της κοίταξα μια σύντομη από τον Thomas R. Nevin. Η καλύτερή της βιογραφία είναι από τη συμμαθήτριά της Simon Pétrement, στα γαλλικά, αλλά δεν κατάφερα ακόμα να την πάρω στα χέρια μου. Επομένως, το μόνο που μπορώ να μοιραστώ είναι απλά τον αντίκτυπο της Σιμόν Βέιλ στη δική μου ζωή και, για όσους έχουν το ενδιαφέρον και τις αντοχές, εύχομαι να υποστούν το κείμενό μου σε 3 διαφορετικά μέρη [το κείμενο αυτό είναι μέρος μιας παρουσίασης που μου είχε ζητηθεί να κάνω στις 18 Απριλίου σε μια αναρχική ομάδα στα Εξάρχεια για την προσωπική μου ματιά στη Βέιλ].
Η Βέιλ, χριστιανή φιλόσοφος γεννημένη το 1909 στο Παρίσι από εβραίους γονείς και μαχόμενη μέχρι τέλους στο πλάι των φτωχών του κόσμου μας, είναι ένας άνθρωπος με τον οποίο ταυτίζομαι απόλυτα αλλά και καθόλου. Με το «ταυτίζομαι απόλυτα» δεν εννοώ ότι της μοιάζω ή ότι θα μπορούσα ποτέ να της μοιάσω. Εδώ συμφωνώ απόλυτα με τα λόγια του Καμύ ότι η Βέιλ είναι «το μόνο μεγάλο πνεύμα της εποχής μας». Είναι μια αγία. Ταυτίζομαι όπως θα μπορούσε κανείς να ταυτιστεί με μια αγία, λοιπόν, κοιτάζοντας τη ζωή της ως φάρο, ρωτώντας ξανά και ξανά «τι θα έκανε η Βέιλ σ’ αυτή την περίπτωση;» ή «πώς θα απαντούσε η Βέιλ σ’ αυτό το ερώτημα;».
Πριν, όμως, φτάσει κανείς στο σημείο να θέσει τη Βέιλ ως φάρο σημαίνει ότι ένιωσε ήδη κάτι το αληθινό σ’ αυτήν, ένιωσε τα λόγια της Βέιλ ως μια ηχώ της δικής του/της ψυχής. Τι εννοώ με τη λέξη «ηχώ», μιλώντας για τη δική μου περίπτωσή μόνο; Εννοώ την «ηχώ» ως συγκατάθεση στην αλήθεια των λεγομένων της. Η αλήθεια της μου είναι αναγνωρίσιμη. Αναγνωρίζω τις αξίες που εκφράζει ως αυτές που θα πρέπει να ισχύουν, που τους αξίζει να ισχύουν. Αυτά που λέει θα ήθελα εγώ να μπορώ να τα πω κι αυτά που ζει θα ήθελα εγώ να τα ζήσω.
Γι’ αυτήν τα λόγια και η πράξη είναι ένα και το αυτό. Για μένα όχι. Αυτό είναι το σημείο στο οποίο δεν ταυτίζομαι. Κάθε φορά που κλείνω ένα βιβλίο της Βέιλ βλέπω ακόμα πιο καθαρά τη δική μου υποκρισία. Βλέπω την απόσταση ανάμεσα σ’ αυτό που θέλω να ισχύει για μένα και σ’ αυτό που πραγματικά ισχύει. Λέει χαρακτηριστικά ο Σταύρος Ζουμπουλάκης στο επίμετρό του στο βιβλίο Το Πρόσωπο και το Ιερό:
Η ακραία σκέψη της Βέιλ θέτει υπό δοκιμασία τη δική μας σκέψη, τις βεβαιότητες και τις ασφάλειές μας, αποκαλύπτει τις βολές, τις συμβατικότητες και τα ψέματά μας. (75)
Αυτήν την απόσταση ανάμεσα στη θεωρία και στην πράξη μπορεί κανείς να τη μηδενίσει εκλογικεύοντάς την ή μέσω της προσποίησης ότι μια τέτοια απόσταση δεν υφίσταται. Η άλλη επιλογή, όμως, είναι η εξομολόγηση (τόσο στον Θεό όσο και στους ανθρώπους). Δεν λέω καν μετάνοια, γιατί η μετάνοια είναι βαριά λέξη και προϋποθέτει αλλαγή πορείας. Αυτό θα ήταν σίγουρα το ιδανικό. Η εξομολόγηση, όμως, αναγνωρίζει την ανεπάρκειά μου ενώπιον αυτής της αλήθειας χωρίς βεβαιότητες ότι τώρα που την αναγνώρισα θα πράξω απαραίτητα και διαφορετικά. Εξομολογούμαι σημαίνει διακηρύττω ότι η απόσταση είναι πραγματική και ότι δεσμεύομαι να βασανίζομαι κάτω απ’ το βάρος της απαίτησης της αλήθειας, μπαίνω στην οδό προς τη μετάνοια.
Θα μιλήσω λίγο για κάποια σημεία στη Βέιλ, τα θεολογικά της σημεία, στα οποία ακούω αυτήν την ηχώ, ξεκινώντας από τη «μυστική» της εμπειρία. Τα πολιτικά της κείμενα δεν θα τα αναφέρω εδώ. Ούτως ή άλλως υπάρχουν εξαιρετικοί αναλυτές τους εκεί έξω.
Ο Μυστικισμός της Βέιλ
Οι «συναντήσεις»
Η ίδια μιλά για τρεις «συναντήσεις» με τον Καθολικισμό που είχαν σημασία γι αυτήν:
- Το 1934 διέκοψε τη διδασκαλία της για να πάει να δουλέψει σε εργοστάσιο για ένα χρόνο. Τον Αύγουστο του 1935 σταμάτησε και πήγε με τους γονείς της σε ένα ταξίδι αναψυχής στην Ιβηρική χερσόνησο. Κοντά σ’ ένα πορτογαλικό χωριό ψαράδων είδε μια πορεία γυναικών που τραγουδούσε κάποιους αρχαίους ύμνους «με μια θλίψη που σου ραγίζει την καρδιά» λέει, στο πανηγύρι του χωριού. Ήταν μόνη της, ήταν πανσέληνος και ήταν δίπλα στη θάλασσα. Οι γυναίκες των ψαράδων περπατούσαν από βάρκα σε βάρκα κρατώντας κεριά. Εκεί, μας λέει η Βέιλ, γεννήθηκε μέσα της η πεποίθηση ότι ο Χριστιανισμός είναι κυρίως η θρησκεία των σκλάβων (παραδόξως δεν το συνέδεσε αυτό με την Παλαιά Διαθήκη με την οποία, κατά τη γνώμη μου, είχε μια ελλιπή σχέση) και ότι οι σκλάβοι δεν μπορούν να κάνουν αλλιώς παρά ν’ ανήκουν σ’ αυτό, «κι εγώ ανάμεσα σ’ αυτούς» λέει.
- Περίπου 2 χρόνια μετά, το 1937, έχει τη δεύτερή της επαφή. Γράφει στον πατέρα Πέρριν (Joseph-Marie Perrin) το 1942 ότι ξόδεψε δύο φοβερές μέρες στο ξωκλήσι της Santa Maria degli Angeli, του 12ου αιώνα, το οποίο λέει ήταν «ένα ασύγκριτο θαύμα αγνότητας και όπου ο Άγιος Φραγκίσκος συνήθιζε να προσεύχεται.» Εκεί, λέει, «κάτι ισχυρότερο από μένα με έσπρωξε για πρώτη φορά στη ζωή μου να πέσω στα γόνατα» (Waiting on God, 34).
- Η τρίτη επαφή της, ένα χρόνο μετά, το 1938, ήταν κατά την περίοδο του Πάσχα στο Αββαείο Solesmes (βορειοδυτική Γαλλία) μετά τις λειτουργίες. Υπέφερε από τραγικούς πονοκεφάλους και κάθε ήχος ήταν σαν να την κτυπούσε στο κεφάλι. Καταβάλλοντας, όμως, υπεράνθρωπες προσπάθειες υπερέβηκε τους πόνους της και απόλαυσε την υμνωδία και τους στίχους. Αυτή η εμπειρία, λέει, τη βοήθησε να κατανοήσει τη δυνατότητα της θείας αγάπης εντός του πλαισίου της θλίψης. Λέει ότι κατά τη διάρκεια των λειτουργιών, το πάθος του Χριστού εισχώρησε για τα καλά μέσα της (Waiting on God, 34).
Όταν είχε πάει στην Ασίζη ένας άγγλος Καθολικός (ο οποίος είχε μια αγγελική λάμψη μετά την τέλεση της θείας ευχαριστίας, μας λέει) της σύστησε μεγάλους ποιητές όπως τον George Herbert, του οποίου το ποίημα «Αγάπη» αποστήθισε και το έλεγε κάθε φορά που υπέφερε από ημικρανίες. Αναγνώρισε μετά, αναδρομικά, πως λειτουργούσε στα χείλη της ως μια μορφή προσευχής. Μια φορά στην απαγγελία της απάνω, ο Χριστός ήρθε κάτω και την άρπαξε, όπως περιγράφει.
Πριν απ’ αυτήν την εμπειρία οτιδήποτε θαυματουργικό την απωθούσε και δεν το θεωρούσε δυνατό κάποιος να έχει προσωπική επαφή με τον Θεό. Περιγράφει αυτήν την επαφή ως να καταβάλλεται από μια δυνατή αίσθηση αγάπης, «σαν αυτήν που αναγνωρίζει κανείς στο χαμόγελο ενός αγαπημένου».
Στο 4ο της γράμμα προς τον πατέρα Πέρριν, η Βέιλ λέει ότι ήρθε στον Χριστό χωρίς την παρέμβαση ανθρώπινου παράγοντα, αλλιώς θα τον απέρριπτε αν ήταν αποτέλεσμα ανθρώπινης επιρροής. Είπε στον πατέρα Πέρριν ότι καθόλου δεν είχε συμβάλει ο ίδιος στην πίστη της στον Χριστό, γιατί τότε το πιο πιθανό θα ήταν ότι η πίστη της ήταν αποτέλεσμα επιρροής της φιλίας τους (Waiting on God, 28).
Ήταν εξαιρετικά σημαντικό για τη Βείλ, αυτή η συνάντησή της με τον Θεό να οριστεί ως αποκλειστική θεία πρωτοβουλία. Λέει: «Ποτέ δεν ζήτησα εγώ τον Θεό . . . έβλεπα το πρόβλημα του Θεού ως πρόβλημα για το οποίο τα δεδομένα δεν μπορούσαν να βρεθούν εδώ κάτω» (Waiting on God, 29). Και πράγματι, δεν φαίνεται στα πρώιμα της έργα κάποια αναζήτηση ή δίψα για μια μυστική εμπειρία (καλύτεροι γνώστες του νεοπλατωνικού μυστικισμού μου λένε ότι οι μυστικοί συνήθως βρίσκονταν σε αναζήτηση μυστικών εμπειριών και κατέβαλλαν τεράστιες προσπάθειες για να τις βιώσουν). Λέει η Emma Craufurd, «κανένας άλλος ‘φίλος του Θεού’ στην ιστορία δεν πλησίασε πιο αθέλητα προς τη μυστική συνάντηση.» (Waiting for God, viii)
Δεν θεωρεί, όμως, ότι αυτές τις οι εμπειρίες περιείχαν περισσότερη «παρουσία Χριστού» απ’ το υπόλοιπο της ζωής της, και ίσως γι αυτό η αναζήτηση μυστικών εμπειριών δεν γίνεται αυτοσκοπός για τη Βέιλ. Η παρουσία του Χριστού στη ζωή της είναι έντονα πραγματική, περισσότερο κι από κείνη την πρώτη εμπειρία που είχε, λέει (Waiting on God, 38). Ισχυρίζεται ότι πάντοτε ήταν Χριστιανή: «Υιοθετούσα πάντα ως μόνη δυνατή στάση, τη χριστιανική στάση: μπορούμε να πούμε ότι γεννήθηκα, μεγάλωσα και παρέμεινα πάντοτε εντός του χριστιανικού βιώματος.» (Ζουμπουλάκης, Ποιος Θεός και Ποιος Άνθρωπος, 36)
Η δική μου ιστορία διαφέρει αρκετά, αν και αυτά τα τελευταία λόγια για το χριστιανικό βίωμα από την παιδική ηλικία θα μπορούσα να τα έλεγα κι εγώ. Η δική μου ιστορία δεν έχει καμία σημασία, φυσικά, κι ο μόνος λόγος που αφηγούμαι κομμάτια απ’ αυτήν εδώ είναι μόνο και μόνο για να δείξω γιατί κάποια στοιχεία στις εμπειρίες της Βέιλ μου φαίνονται εξαιρετικά οικεία.
Γεννήθηκα και μεγάλωσα στην Κύπρο, σ’ ένα κλασικό ελληνικό ορθόδοξο σπίτι όπου η μητέρα μου αρχικά είχε μια τέτοια συνάντηση με το αγαπητικό βλέμμα του Χριστού, η οποία σημάδεψε την πίστη της. Κάποιοι θα το αποκαλούσαν όραση. Βρήκε μια χριστιανική ομάδα που μελετούσε και συζητούσε τη Βίβλο, προσεύχονταν μαζί και μιλούσαν για τις εμπειρίες τους με τον Χριστό.
Ο πατέρας μου φοβόταν για την «αιρετική» στάση της μητέρας μου και για την κατακραυγή του κόσμου. Αυτή, όμως, παρέμενε αμετακίνητη στην αλήθεια που της είχε αποκαλυφτεί. Όταν ήμουν σε ηλικία 6 χρονών, περίπου, μια μεγάλη Παρασκευή, με ρώτησε αν ήξερα τι είχε γίνει ιστορικά εκείνη την ημέρα. Εγώ, τελείως άσχετη, απάντησα πως δεν είχα ιδέα, και τότε ξεκίνησε να μου περιγράφει με κάθε λεπτομέρεια τα πάθη αυτού του ανθρώπου, του Ιησού Χριστού, χωρίς να κρατά καμία ενοχλητική περιγραφή πίσω.
Το σοκ μου ήταν μεγάλο και παρόλο που με συγκλόνισε αυτή η περιγραφή δεν ενοχλήθηκα όπως θα ενοχλούταν ένα παιδάκι που έβλεπε μπροστά του μια σκηνή τρόμου. Έτρεξα στο δωμάτιό μου και έπεσα στα γόνατα με λυγμούς, με είχε καταβάλει εκείνη την ώρα η παρουσία του Χριστού και άρχισα να του μιλάω. Οι μόνες λέξεις που θυμάμαι ήταν «συγνώμη, εγώ έφταιγα.» Η κατανόηση του μυστηρίου του πώς μπορεί κανείς να έχει επαφή στο παρόν με το ιστορικό πρόσωπο του Ιησού δεν ήταν προϋπόθεση για το βίωμα αυτής της επαφής. Οι αιώνες χριστολογικών στοχασμών της εκκλησίας μου ήταν παντελώς άγνωστοι.
Τι ενοχικό σύνδρομο είναι αυτό; θα μπορούσε να αναρωτηθεί κανείς, αλλά εγώ εκείνη την ώρα μ’ έναν ανεξήγητο τρόπο ταυτίστηκα με το κακό του κόσμου, έκανα μια έστω γελοία κι αφελή ανάληψη ευθύνης, βίωσα μια ενσυναίσθηση με το βάσανο του σταυρωμένου και αναρωτήθηκα «γιατί αυτός;» «γιατί όχι εγώ;». Όπως και στη Βέιλ, ήταν ο πόνος του Χριστού που με κατέκτησε, το πάθος του. Δεν είδα τον Χριστό αναστημένο και ισχυρό αλλά τον Χριστό εσταυρωμένο. Ακόμα πασκίζω να ερμηνεύσω εκείνη την εμπειρία, η οποία κάλλιστα μπορεί να χρήζει πολλών ερμηνειών. Αυτό που ξέρω, όμως, είναι ότι ήταν καθοριστική για την υπόλοιπή μου πορεία. Από τότε η παρουσία του Χριστού ήταν εκεί και η προσευχή ήταν καθημερινή υπόθεση. Δεν ήταν ένα ποίημα, όπως το «Αγάπη» του George Herbert, ήταν οι κουβεντούλες ενός παιδιού, αλλά πάντοτε με δάκρυα. Ανεξήγητα δάκρυα.
Ποτέ δεν σκέφτηκα τον εαυτό μου ως «μυστική» γιατί αυτό ήταν η καθημερινότητά μου. Δεν μπορούσα να αντιληφθώ το αντίθετο, δηλαδή ανθρώπους που δεν έχουν επαφή με τον Χριστό, που δεν προσεύχονται σ’ αυτόν. Επίσης, γνώρισα μέσα απ’ τους κύκλους της μητέρας μου κι άλλους ανθρώπους με παρόμοιες εμπειρίες, επομένως δεν θεωρούσα ότι είχα κάτι το ιδιαίτερο. Και, όχι, σ’ αυτήν την ηλικία δεν είχα διαβάσει τίποτα, κανέναν μυστικό, κανέναν άγιο. Μετά άρχισα να μαθαίνω σιγά σιγά τις ιστορίες της Βίβλου.
Η Βέιλ διευκρινίζει πολύ έντονα το γεγονός ότι ο Θεός την προφύλαξε από το να διαβάσει τους μυστικούς ώστε να είναι σίγουρη ότι δεν φαντάστηκε αυτήν την εμπειρία επηρεαζόμενη απ’ αυτούς. Ο ορθολογισμός της παραμένει κυρίαρχος και φοβάται να παρασυρθεί διανοητικά σε κάτι στο οποίο δεν έχει τον έλεγχο της λογικής της. Είναι προφανές ότι τρέμει τη δύναμη της συλλογικότητας και κρατιέται στη διανοητική της οξυδέρκεια ως σανίδα σωτηρίας. Αντιτάσσεται, όμως, και στην ιδέα ότι πρόσβαση στην αλήθεια έχει ο διανοητικά δυνατός ή αυτός που μπορεί να την αρθρώσει με κατανοητά λόγια. Ο χαζός του χωριού που αγαπάει την αλήθεια μπορεί να είναι ανώτερος κι απ’ τον Αριστοτέλη, λέει, παρόλο που μόνο να ψελλίζει είν’ ικανός.
Η διανοητική της ακεραιότητα, όχι δύναμη, είναι το παν γι αυτήν και την διακρίνει, μας λέει και ο βιογράφος της Thomas R. Nevin: «οι πολλές της αρετές μιλάνε από μόνες του, αλλά μια απ’ αυτές αξίζει να σημειωθεί: η απόλυτη διανοητική της ακεραιότητα. Αυτή η ποιότητα διέπει όλο της το έργο.» (xi)
Η διανοητική της ακεραιότητα δεν είναι ανταγωνιστική προς την πίστη της στον Χριστό. Ο Χριστός και η Αλήθεια είναι ταυτόσημα γι αυτήν. Λέει το εξής συγκλονιστικό: «πάνω απ’ όλα είναι η έγνοια για την αλήθεια. Ο Χριστός θέλει να προτιμούμε την αλήθεια πάνω απ’ αυτόν επειδή, πριν να είναι Χριστός, είναι η αλήθεια. Αν κάποιος απομακρυνθεί απ’ αυτόν για να πορευθεί προς την αλήθεια, δεν θα απομακρυνθεί και πολύ προτού πέσει στην αγκαλιά του.» (Waiting on God, 36)
Γι αυτόν τον λόγο βρίσκει Χριστό και στον Πλάτωνα, στην Ιλιάδα, στον Διόνυσο, στον Όσιρη και λέει ότι η αγάπη της για τον Χριστό μ’ αυτόν τον τρόπο διπλασιάζεται. Παρόλο που βρίσκει χριστιανικά λόγια και σε άλλες θρησκείες, είναι αδύνατο γι αυτήν να σκεφτεί τον Χριστό χωρίς να τον ταυτίσει με τον Θεό. Μόνο ο Χριστός είναι ο Θεός (Waiting on God, 36).
Είναι η Βέιλ μυστική;
Η Βέιλ φανερώνει κάποια στοιχεία που θα μπορούσε κανείς να τα θεωρήσει χαρακτηριστικά των μυστικών. Ένα απ’ αυτά είναι η μοναξιά και η σιωπή, ίσως ησυχασμός.
Για τη σιωπή λέει: «υπάρχει σιωπή, μια σιωπή που δεν είναι η απουσία ήχου αλλά είναι το αντικείμενο μιας υπαρκτής αίσθησης, πιο υπαρκτής απ’ αυτήν του ήχου. Οι ήχοι, αν υπάρχουν, φτάνουν σε μένα μόνο αφού διαπεράσουν τη σιωπή αυτή.» (Waiting on God, 38)
Αυτή της η στάση φαίνεται να την εξυπηρετεί κάπως και ως οχυρό στον κίνδυνο της συλλογικότητας. Η προσοχή για την οποία μιλά εκτεταμένα είναι δυνατή μόνο στη μοναξιά. Μόνο τότε σκέφτεσαι ως ο εαυτός σου, λέει, και όχι ως ένα «εμείς». Αυτή είναι μια ηθική μοναξιά για τη Βέιλ (Το Πρόσωπο και το Ιερό, 15). Από τη μία υπάρχει αυτή η αποφυγή του συλλογικού, αλλά το αντίθετο δεν σημαίνει απαραίτητα το «εγώ», τον ατομικισμό. Για τη Βέιλ, «όλη η προσπάθεια των μυστικών στόχευε πάντα στο να μην απομείνει στη ψυχή τους κανένα μέρος της που να λέει «εγώ».» (15)
Ο Σταύρος Ζουμπουλάκης τη χαρακτηρίζει «μυστική φιλόσοφο», δηλαδή συνυπάρχει η διανοητική απαιτητικότητα της φιλοσόφου ταυτόχρονα με την έμπνευσή της από τις μυστικές εμπειρίες και ενοράσεις της. Λέει:
Συχνά συγχέουμε τον μυστικισμό με τον αναχωρητισμό και τον ασκητισμό. Διασταυρώνονται, αλλά διόλου δεν ταυτίζονται. Πολλοί μεγάλοι αναχωρητές και ασκητές δεν ήταν μυστικοί, και αντίστροφα, πολλοί μυστικοί δεν ήταν αναχωρητές. (72-73)
Ο Ζουμπουλάκης ορίζει τον μυστικισμό βάσει κοινών χαρακτηριστικών που βλέπει κανείς σε διάφορες θρησκείες, όπως π.χ. το να βλέπει κανείς αρνητικά την ατομικότητα, το εγώ, το προσωπικό θέλημα. Υπάρχει η έμφαση στην κένωση της ψυχής, για να κατοικήσει ο Θεός, η Αλήθεια. Βλέπουμε, λέει, πως αυτή η εχθρότητα προς το εγώ μπορεί να εξηγηθεί απ’ αυτές τις μυστικές της εμπειρίες.
Στις μέρες μας υπάρχει και ο mystic με μια έννοια τύπου «New Age Spirituality». Προσωπικά δεν έχω δει ακτιβισμό σ’ αυτόν τον τύπο του μυστικισμού, επομένως δεν μπορώ να ταυτίσω τη Βέιλ με κάτι τέτοιο. Ούτε βλέπω εκεί την παραδοχή και το αγκάλιασμα του πόνου, όπως συμβαίνει στη Βέιλ. Μπορεί όμως να υπάρχει σε μορφές που εγώ να αγνοώ. Για την Βέιλ δεν είναι όλοι οι δρόμοι ίσοι ούτε όλοι αλήθεια. Παρόλο που επιμένει να παραμένει εκτός θεσμικής εκκλησίας, εντούτοις ορίζεται ως Χριστιανή και αποδέχεται τον Χριστό ως τη μόνη αλήθεια. Στον Χριστό είναι που παραπέμπει καθετί αληθινό εκτός Χριστιανισμού, είτε αυτό βρίσκεται στον Βουδισμό, στον Ινδουισμό, στον Πλάτωνα, κτλ.
Η πίστη της έχει συγκεκριμένο περιεχόμενο και δόγματα. Πιστεύει στον Χριστό, στα πιστεύω της εκκλησίας, στη λειτουργία της και τα μυστήριά της, στην Καινή Διαθήκη, όπως αναφέρει στον Πατέρα Πέρριν, παρόλο που διαχωρίζει τον Χριστό απόλυτα απ’ το ιουδαϊκό του παλαιοδιαθηκικό υπόβαθρο (σφοδρή κριτική σ’ αυτό το ζήτημα γίνεται από τον Εμμανουήλ Λεβινάς, βλ. Σταύρος Ζουμπουλάκης, Ποιος Θεός και Ποιος Άνθρωπος; Φιλοσοφικά Δοκίμια (Αθήνα: Πόλις, 2013), 31-50).
Επομένως, η Βέιλ δεν είναι η μυστική που θα περιμέναμε, δεν ταιριάζει απόλυτα στην κατηγορία και ίσως αυτό την κάνει και πιο προσιτή σε μας, περισσότερο από άλλους μυστικιστές. Λέει ο Leslie Α. Fiedler που έγραψε την εισαγωγή στη συλλογή των γραμμάτων της στο Waiting for God:
δεν μας φαίνεται περίεργη, όπως άλλοι μυστικιστές και μάρτυρες του Θεού. Γιατί παρόλο που μια πλευρά της ζωής της ακουμπά τα απόμακρα μυστήρια της θείας συνάντησης, από την άλλη είναι ριζωμένη στον κόσμο που μας είναι οικείος. (vii)
[συνέχεια στο επόμενο]