Ποιος θα πάρει την ευθύνη;

guilt1Τι γίνεται σε περιπτώσεις θανάτου όπου δεν μπορούμε να βρούμε τον ένοχο; Ή όπου όλοι είναι υποψήφιοι ενοχής; Μπορούμε απλά να θάψουμε τα θύματα και να προχωρήσουμε με τη ζωή μας; Μάλλον όχι. Κάτι εκκρεμεί. Τα τελευταία γεγονότα της μεγάλης πυρκαγιάς στην Ανατολική Αττική φανέρωσαν ξανά το πανάρχαιο ανθρώπινο βίωμα. Το ασήκωτο βάρος της ενοχής για τον θάνατο αθώων στα χώματά μας. Φταίμε εμείς που δεν απαιτήσαμε καλύτερη δόμηση, που δεν καθαρίσαμε τα ξερά χόρτα απ’ τις αυλές μας, που ψηφίσαμε αυτήν ή την άλλη την κυβέρνηση, και πάει λέγοντας. Ακόμα και εκδήλωση δημόσιας συγγνώμης οργανώθηκε στο διαδίκτυο για να διαχειριστεί η κοινωνία την ενοχή της. Ναι, κανένας από μας δεν πάτησε τη σκανδάλη να σκοτώσει αυτούς τους ανθρώπους και ταυτόχρονα κανένας από μας δεν νιώθει απολύτως καθαρός απέναντί τους. Ίσα ίσα, μας εξοργίζει οποιοσδήποτε βγάζει επιδεικτικά την ουρά του απέξω.

Από αρχαιοτάτων χρόνων παρατηρούμε ότι κανείς δεν μπορούσε να αγνοήσει το χύσιμο αθώου αίματος στη γη του. Δεν ήταν καθόλου ελαφρύ το γεγονός να πεθάνει αθώος άνθρωπος στη γη σου και κανείς να μην πληρώσει. Ο κόσμος είχε πλήρη συναίσθηση ότι η μίανση του θανάτου τον κάλυπτε κι αυτόν, δεν μπορούσε κανείς ατομικιστικά να εξαιρέσει τον εαυτό του. Η ενοχή αιωρείται και δεν ησυχάζει αλλά απαιτεί την τιμή του αίματος. Ποιος, όμως, θ’ αναλάβει την ευθύνη όταν δεν έχω τον ένα και μοναδικό δολοφόνο μπροστά μου; Πώς θα πλυθεί η συνείδηση του κόσμου για το έγκλημα που διαπράχθηκε στον τόπο του;

Στη Βίβλο, σε περίπτωση που υπάρχει θύμα και η ταυτότητα του άμεσου υπαίτιου δεν είναι ξεκάθαρη ή αγνοείται, η ευθύνη βρίσκεται ήδη στο κεφάλι των ηγετών του λαού, και συγκεκριμένα των ηγετών της πόλης στην οποία διαπράχθηκε το έγκλημα. Για να αθωωθούν, ακόμα κι αν αυτοί δεν ήταν οι άμεσοι αυτουργοί του εγκλήματος, χρειάζεται επειγόντως μια διαδικασία μέσω της οποίας οι ηγέτες αυτοί θα εξιλεωθούν, θα «πλυθούν», και θ’ αφαιρεθεί το κακό απ’ τον λαό του οποίου ηγούνται. Αλλιώς, το αίμα του νεκρού παραμένει στα δικά τους χέρια και συνεπώς ζημιώνεται ο Ισραήλ ολόκληρος τον οποίον αντιπροσωπεύουν.

Αυτή είναι η στάση του Δευτερονομίου στο κεφάλαιο 21 και χωρία 1-9. Ο συγγραφέας αναφέρει παραδειγματικά ένα περιστατικό όπου ένα πτώμα βρίσκεται στην ύπαιθρο ανάμεσα σε πόλεις και δεν μπορεί κανείς να ονοματίσει τον ένοχο, ή μάλλον όλοι είναι υποψήφιοι ενοχής. Το ζητούμενο σ’ αυτήν την περίπτωση δεν είναι μια επ’ αόριστον αναζήτηση του ενόχου για να πάει η τιμωρία εκεί που πρέπει. Αυτό θα συνεχίσει να εκκρεμεί και μια τέτοια αναζήτηση δεν αποκλείεται να γίνεται παράλληλα με τη διαδικασία που περιγράφει η συγκεκριμένη περικοπή. Η διαδικασία που θα συζητηθεί εδώ δεν αντικαθιστά την τιμωρία του ενόχου όταν αυτός βρεθεί και κατηγορηθεί.

Το ζητούμενο της περικοπής είναι να εξαλειφτεί το κακό απ’ τον τόπο και να ησυχάσει ο λαός. Να ξεκαθαρίσει η πνευματική κρίση που δημιουργείται στην κοινότητα σε περιπτώσεις άλυτων φόνων. Πρέπει, λοιπόν, η γερουσία και οι κριτές των πόλεων να μετρήσουν την απόσταση της κάθε πόλης απ’ το πτώμα, και η ηγεσία της κοντινότερης πόλης ν’ αναλάβει δράση. Η παρουσία των κριτών είναι μάλλον απαραίτητη για να μην ξεκινήσουν ανεξέλεγκτες κατηγορίες από τη μια πόλη ενάντια στην άλλη. Το αθώο αίμα βρίσκεται τώρα στα χέρια της γερουσίας της πλησιέστερης πόλης και απαιτείται διαδικασία μέσω της οποίας μπορούν να αθωωθούν και ν’ απομακρύνουν την ενοχή απ’ τον λαό ολόκληρο.

Το ερώτημα «γιατί να βιώνει καν μια ένοχη συνείδηση κάποιος που δεν φόνευσε τον άνθρωπο;» είναι τελείως άτοπο. Δεν είναι παθολογικό αυτό το βίωμα αλλά περιγράφει τον τρόπο με τον οποίο η ανθρωπότητα πάντα λειτουργούσε. Η παρουσία της τελετουργίας αυτής στη Βίβλο προσπαθεί να απαντήσει στο ανθρώπινο αυτό βίωμα και προσφέρει τρόπο ώστε να μην βουλιάξει ο λαός στην αλληλοκατηγορία, στο παθολογικά ασήκωτο βάρος μιας υπέρμετρης ενοχής, στο στοίχειωμα του τόπου και τέλος στη διάσπαση της εμπιστοσύνης ανάμεσα στα μέλη της.

Στην περικοπή φαίνεται η ενοχή εκείνου που μπορεί να κάνει κάτι για να την αποβάλει, της ηγεσίας δηλαδή, και φαίνεται επίσης και το βάρος της ενοχής που ο λαός επωμίζεται. Ο λαός καταδικάζεται με τις συνέπειες που ακολουθούν το αδίκημα που διαπράχθηκε, όχι λόγω του αδικήματος πλέον, αλλά λόγω της αδράνειας της διαδικασίας χειρισμού της ευθύνης από την ηγεσία της πόλης.

Η τελετουργία απαιτεί από τη γερουσία της πόλης τη συμβολική πράξη της θανάτωσης μιας δαμάλης που δεν έχει μπει σε ζυγό, σ’ έναν χείμαρρο με τρεχούμενο νερό που δεν έχει οργωθεί ή σπαρθεί. Εκεί, σε έναν τόπο ελεύθερο από ανθρώπινη επέμβαση, ακαλλιέργητο, η γερουσία τελεί την αναπαράσταση της θανάτωσης αθώου μεταφέροντας μ’ αυτό τον τρόπο την ενοχή της πράξης έξω απ’ τη γη τους και μακριά απ’ τον λαό. Εκεί πλένονται πάνω απ’ τη δαμάλη και διακηρύττουν εκ μέρους του λαού ότι δεν έχυσαν αυτοί το αθώο αίμα ούτε έχουν δει τον θύτη. Πιθανότατα, στην περίπτωση που οι πρεσβύτεροι ψεύδονται στη διακήρυξη της αθωότητάς τους, η νεκρή δαμάλη να συμβολίζει την ποινή που αναλογεί σ’ αυτούς.

Εδώ δεν πρόκειται για θυσία. Δεν βρισκόμαστε σε ναό ούτε τελείται από ιερείς η θανάτωση του ζώου. Είναι αποκλειστική ευθύνη της ηγεσίας να ομολογήσει δημόσια την αθωότητά της στο εν λόγω έγκλημα για να συγχωρεθεί, κάτι που αποκαθιστά και την εμπιστοσύνη του λαού προς την ηγεσία του, και η ηγεσία είναι αυτή που ζητά απ’ τον Θεό να μην καταλογίσει το έγκλημα στον λαό της. Είναι μοναδική αυτή η περίπτωση όπου γίνεται δέηση για εξιλέωση, όχι απ’ το ιερατείο, αλλά απ’ τη γερουσία. Η γερουσία είναι που φωνάζει στον Θεό «καπέρ» («κάλυψε»)!

Μ’ άλλα λόγια, η ένοχη συνείδηση του λαού είναι άμεσα εξαρτημένη απ’ τον χειρισμό του εγκλήματος απ’ την ηγεσία και μόνο. Δεν περνά απ’ το ιερατείο αλλά η ηγεσία είναι που λειτουργεί μεσιτικά. Η ηγεσία, ακόμα κι αν είναι αθώα, δεν είναι. Αθωώνεται όταν αναγνωρίσει την ενοχή που εδράζεται ανάμεσα στον λαό της καταστρέφοντας τον κοινωνικό της ιστό και προβεί στις ενέργειες εκείνες που θ’ αποκαταστήσουν την ισορροπία των πραγμάτων.

Κι αυτό είναι το σημαντικό. Ότι οι πρεσβύτεροι αυτοί διακηρύττουν την αθωότητά τους έχοντας δεδομένη την ενοχή τους! Δηλαδή αναγνωρίζουν ότι ακόμα κι αν θεωρούν τους εαυτούς τους αθώους, η ποινή οφείλεται απ’ αυτούς. Ξεκινούν από θέση ενοχής και μόνο η τελετουργία τους λυτρώνει, η χάρη που κομίζεται σ’ αυτούς από την κάλυψη του Θεού που δεήθηκαν. Δεν είναι αθώοι επειδή δεν διέπραξαν το έγκλημα. Το έγκλημα έγινε στη γη τους κάτω απ’ τη δική τους ηγεσία. Αυτό από μόνο του τους καθιστά ενόχους. Είναι αθώοι γιατί ο Θεός προνοεί τελετή αποκατάστασης.

Οι αρχαίοι ήξεραν πολύ καλά την ανικανότητα του ανθρώπου να γυρίσει σελίδα. Το αθώο αίμα κράζει απ΄ τη γη και ζητά να ησυχάσει. Και δεν εννοούμε τίποτα μαγικό παρά τη δικαίωση αυτών που απορρόφησαν τόσο πόνο χωρίς να το αξίζουν. Οι συγγενείς, οι φίλοι, η κοινότητα στοιχειώνεται απ’ τα εγκλήματα που μένουν απλήρωτα. Έπρεπε κάτι να γίνει, έστω και συμβολικό, αλλά λειτουργικό και κοινώς κατανοητό απ’ την κοινότητα.

Πρέπει, όμως, να παρατηρήσουμε ότι το έγκλημα όντως μένει απλήρωτο παρόλο που η τελετουργία εξυπηρετεί την ομαλή συνέχιση της ζωής. Το θύμα παραμένει αδικοχαμένο. Εάν ο Θεός αφαιρεί την ενοχή απ’ τον λαό αλλά ταυτόχρονα και νομοτελειακά οφείλει κάποιος να πάρει την ποινή απάνω του, να φέρει αποκατάσταση στον αδικημένο, ποιος θα είναι αυτός; Αυτό που ουσιαστικά ζητά η γερουσία απ’ τον Θεό, είναι να το πάρει ο ίδιος απάνω του. Να αναλάβει αυτός την πληρωμή. Να απορροφήσει ο ίδιος την ενοχή που τους αφαιρείται. Να αποκαταστήσει αυτός όλα όσα χάθηκαν. Αυτή η κάλυψη δεν έρχεται ποτέ από άνθρωπο, ακόμα κι αν ο ένοχος βρεθεί τελικά και πληρώσει για το έγκλημά του, το έλλειμα σ’ αυτούς που έχασαν αθώους παραμένει.

Σαφώς και πρέπει να μάθουμε να επιβιώνουμε, έστω κι ακρωτηριασμένοι στην απουσία αποκατάστασης αλλά, προς Θεού, μη σβήσει το αιώνιο αίτημα της καταλλαγής. Και η ιστορία των πολιτισμών δείχνει ότι κανείς δεν μπορεί να το σβήσει.