Το αριστούργημα του Κάρλο Κολόντι που ολοκληρώθηκε το 1883 στην Ιταλία δεν χρειάζεται συστάσεις. Η λογοτεχνία του κόσμου μας, αλλά ιδιαίτερα κάποια δείγματα που θεωρούνται διαχρονικά, περιέχουν θεμελιακές αλήθειες. Η αναγνώριση αυτών των αληθειών στις σελίδες του βιβλίου από τους αναγνώστες κάθε εποχής και κάθε χώρας στην οποία το έργο μεταφράζεται, κάνει το έργο κλασσικό, κανονιστικό, αληθινό. Έτσι αποκτά το κείμενο δικαίωμα να μας διδάξει για τον άνθρωπο και το νόημα της ζωής του. Το ίδιο ισχύει και για το έργο Πινόκιο, στο οποίο θα αποπειραθώ μιαν ανάγνωση.
Αναγκαστικά θα είναι συνοπτική, γιατί το έργο είναι τεράστιο με πολλές πτυχές και αρκετές οπτικές γωνίες. Σ’ αυτό ακριβώς οφείλει ένα έργο τη διαχρονικότητά του: στο γεγονός ότι μπορεί να γεννάει συνεχώς νοήματα και να φανερώνει διαχρονικά πτυχές που δεν έχουμε δει σε προηγούμενες αναγνώσεις.
Ο Πινόκιο είναι, σε γενικές γραμμές, η ιστορία του ανθρώπου, από τη γέννησή του μέχρι – κι εδώ είναι το αλλόκοτο – την ανθρωποποίησή του, όχι τον θάνατό του. Ο άνθρωπος δεν ξεκινά αυτή τη ζωή σε ηθική ουδετερότητα. Από την ημέρα της γέννησής του αντιτάσσεται στη θεμελιακή σχέση που τον φέρνει στην ύπαρξη. Καθώς ο μάστορας Τζεπέτο σκαλίζει το κομμάτι ξύλο που πήρε απ’ τον κο Αντόνιο για να φτιάξει την κούκλα του, κάθε μέλος της κούκλας φανερώνει μιαν εχθρική προδιάθεση προς τον δημιουργό του. Μόλις απελευθερώνεται το χέρι από το ξύλο αρχίζει να τραβά την περούκα του Τζεπέτο. Όταν ολοκληρώνεται το στόμα αρχίζει να περιγελά τον φτωχό Τζεπέτο και μόλις τα πόδια παίρνουν μορφή αρχίζουν να κλωτσάνε τον τεχνίτη τους. Η μύτη δεν παραμένει στο μέγεθος που της δίνεται αλλά αρχίζει να μεγαλώνει με αυθάδεια πέραν των σχεδιασμένων της ορίων. Με το που φτάνει η ξύλινη κούκλα στην ολοκλήρωσή της αρχίζει να τρέχει μακριά από το σπίτι απορρίπτοντας τη σχέση πατέρα-υιού για χάρη μιας παράλογης, σχεδόν αυτοκαταστροφικής, αυτονομίας.
Ενδεικτικό στοιχείο είναι η πεποίθηση που δημιουργείται στον Πινόκιο, με τη βοήθεια κακών επιρροών φυσικά, ότι είναι θύμα. Ο πατέρας του είναι γι αυτόν η αυταρχική μορφή που του στερεί την ελευθερία να κάνει αυτό που θέλει, έτσι κατηγορεί τον πατέρα του ο οποίος αμέσως φυλακίζεται απ’ την τοπική αστυνομία. Το αποτέλεσμα της αυτό-θυματοποίησης είναι η εντύπωση ότι το κακό βρίσκεται έξω από μένα, με καταπιέζει και οφείλω να απελευθερωθώ απ’ αυτό, δηλαδή να απομακρυνθώ από άλλους ανθρώπους και καταστάσεις στις οποίες το κακό εδράζεται. Αυτή είναι η νηπιακή κατάσταση του Πινόκιο. Θεωρεί ότι η απαλλαγή από τη μορφή του πατέρα είναι και η σωτηρία του, αγνοώντας ότι είναι μαριονέτα χωρίς συγκροτημένο εαυτό. Είναι, όμως, τυφλός στο γεγονός ότι το κακό βρίσκεται εντός του.
Η πρώτη αφύπνιση του Πινόκιο φθάνει με την εμπειρία της πείνας. Ξυπνά η αναζήτηση του πατέρα, αλλά οι πρώτες αυτές αναζητήσεις του Πινόκιο οδηγούνται αποκλειστικά από βασικά ένστικτα επιβίωσης. Είναι αυτοματισμοί. Η επιστροφή στο σπίτι για την εξεύρεση φαγητού δεν δηλώνει μεταστροφή στον Πινόκιο. Στοχεύει μόνο στην κάλυψη φυσικών αναγκών. Σ’ αυτό το στάδιο ξυπνά κι η συνείδησή του στη φωνή ενός γρύλλου. Η φωνή της σοφίας είναι πάντοτε παρούσα στη ζωή του Πινόκιο. Την ακούει συνεχώς σε μορφή παροιμιακών λόγων, συμβουλών και προειδοποιήσεων δείχνοντας ότι η επιλογή του καλού είναι πάντοτε μπροστά του. Παρόλο που σκοτώνει τον γρύλλο για να απελευθερωθεί από τις παρεμβάσεις της συνείδησης, αυτή επιστρέφει συνεχώς με άλλες μορφές φαντασμάτων.
Η απληστία και η ικανοποίηση των προσωπικών του επιθυμιών κρατάνε το τιμόνι των αποφάσεών του και τον τοποθετούν σε χρηστικές σχέσεις με άλλους ανθρώπους. Συνήθως ο Πινόκιο ζητά από ανθρώπους να του δώσουν φαγητό ή νερό χωρίς να είναι διατεθειμένος να δώσει κι αυτός κάτι πίσω. Ερμηνεύει τις διαπροσωπικές σχέσεις βάσει αυτού του κριτηρίου: όποιος του δώσει ή του υποσχεθεί κάτι που να καλύπτει τις επιθυμίες του είναι αυτόματα φίλος του, ασχέτως των κινήτρων που κρύβονται από πίσω. Είναι συνεχώς σε ετοιμότητα να θυσιάσει το γνώριμο, τη ζωή εντός ασφαλών και δοκιμασμένων σχέσεων με ανθρώπους που τον αγαπούν, για άλλους δυνατούς καλύτερους κόσμους, οι οποίοι, όμως, είναι εν δυνάμει καλύτεροι μόνο για τον ίδιο. Ο πατέρας του ή η καλή νεράιδα δεν συμπεριλαμβάνονται ούτε είναι αποφασιστικοί παράγοντες στη διεκδίκηση τέτοιων κόσμων.
Ο σκοπός του ανθρώπου είναι να γίνει άνθρωπος. Εκεί μας οδηγεί η ιστορία του Πινόκιο. Ο άνθρωπος είναι ξύλινος, μαριονέτα, υποχείριο άλλων δυνάμεων. Η γέννησή του δεν τον καθιστά ταυτόχρονα και άνθρωπο. Άνθρωπος θα γίνει εντός των αγαπητικών σχέσεων της ζωής του. Βάζοντας αυτούς πρώτους και όχι τις ατομικιστικές του αναζητήσεις. Ο συγγραφέας καταδικάζει ακόμα και τις αποφάσεις που γίνονται για την απόκτηση κέρδους που ενδεχομένως θα βοηθούσε στις ανθρώπινες σχέσεις. Ο Πινόκιο ψάχνει να επενδύσει τα χρυσά νομίσματά του για να κάνει τον πατέρα του πιο πλούσιο. Η απληστία, όμως, δεν παύει ποτέ να είναι παγίδα ακόμα κι αν το τέλος στο οποίο στοχεύει ο Πινόκιο είναι η καλυτέρευση της ζωής του πατέρα. Παραμένει μαριονέτα της απληστίας του όσο κι αν επιχειρεί να την δικαιολογήσει ως ηθικά παρακινούμενη. Η εναλλακτική του να είναι γίνει κανείς άνθρωπος δεν είναι να παραμείνει ξύλινος αλλά, αντιθέτως, να γίνει ζώο.
Η αποκτήνωση του ανθρώπου δεν έρχεται από τη μια στιγμή στην άλλη, αλλά σταδιακά ο Πινόκιο μπαίνει οικειοθελώς υπό τον ζυγό ανθρώπων που το τελευταίο πράγμα που τους ενδιαφέρει είναι η ευημερία του. Οι ατομικιστικές «σαρκικές» του επιθυμίες τον καθιστούν χειραγωγήσιμο και στον τόπο της ανέμελης διασκέδασης, σε μια χώρα απόλυτης απουσίας κοινωνικής ευθύνης, είναι που ανακαλύπτει ότι αρχίζουν να φυτρώνουν αυτιά γαϊδάρου στο κεφάλι του. Ταυτόχρονα ανακαλύπτει ότι δεν είναι καν ελεύθερος, αλλά δούλος αυτού του καθεστώτος. Η ανάβασή του από ξύλινη κούκλα σε κανονικό αγόρι μετατρέπεται σε κατάβαση προς τον κόσμο των ζώων όπου τελικά αποκτά και χρηματική αξία, γίνεται εμπόρευμα δηλαδή και βρίσκει τον εαυτό του στην κόλαση της αγοραπωλησίας του εαυτού. Η αξία του μετριέται πλέον από τις επιδόσεις του στο τσίρκο των ζώων, όπου δεν υπάρχει έλεος. Μόνο μαστίγιο, δουλεία και απολυταρχία.
Ο Πινόκιο ως γαϊδούρι δεν έχει πλέον φωνή. Προσπαθεί να φωνάξει στη νεράιδα που βλέπει μακριά στο κοινό που τον παρακολουθεί αλλά μόνο γκάρισμα μπορεί να βγει. Η απουσία φωνής είναι η απόλυτη δουλεία. Προηγήθηκε, όμως, η παράδοση της φωνής του από τον ίδιο. Όταν ο φίλος του τον προσκαλεί αρχικά να πάει σ’ αυτή τη χώρα του παιχνιδιού, η δική του φωνή υπήρχε ακόμα: «Δεν μπορώ να έρθω, υποσχέθηκα στην καλή νεράιδα ότι θα είμαι υπάκουος τώρα». Σ’ αυτή τη φάση αντικρούει τις εισηγήσεις του φίλου του με το σωστό και το αληθινό. Ο φίλος του επιμένει λέγοντας: «Άσε τη νεράιδα. Η νεράιδα θα σε μαλώσει λίγο και μετά θα της περάσει». Όταν βλέπει το άρμα να έρχεται για να μεταφέρει τα παιδιά στη χώρα του παιχνιδιού, πέφτει στον πειρασμό και ξεχνάει τα δικά του λόγια, υιοθετώντας την οπτική του φίλου. Απαντά με ξένη φωνή που δεν είναι δική του: «η νεράιδα θα με μαλώσει λίγο και μετά θα της περάσει». Η αλόγιστη επανάληψη ξένης φωνής ισούται με την απώλεια φωνής άρα με την απώλεια του ίδιου του εαυτού. Ο Πινόκιο δεν έχει ραχοκοκαλιά, είναι πια φερέφωνο μιας άλλης ιδεολογίας. Η φωνή του δεν λέει πια τίποτα.
Σημαντικό είναι επίσης ότι και η αναπηρία δεν έχει θέση στην κοινωνία αυτή. Η αναπηρία του Πινόκιο-γαϊδούρι τον καθιστά τελείως άχρηστο στη μηχανή του κέρδους. Δεν μπορεί πλέον να φέρει απολαβές στο αφεντικό του. Το μόνο που του μένει είναι το ίδιο του το σώμα που διατίθεται προς πώληση. Το δέρμα του μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την κατασκευή ενός ωραιότατου τύμπανου. Μόνο νεκρός είναι πλέον χρήσιμος.
Η αλλαγή πορείας από την αποκτήνωση στο δρόμο προς την ανθρώπινη υπόσταση γίνεται δια του ύδατος, κλασσικό σύμβολο του θανάτου. Εδώ θα ξεκινήσει η εκπλήρωση της ευχής του Πινόκιο που εξέφρασε σε κάποια στιγμή αφύπνισης της καταπιεσμένης του συνείδησης: «μακάρι να μπορούσα να γεννηθώ ξανά!» Ο Πινόκιο-γαϊδούρι πέφτει στο νερό και επιστρέφει στη ξύλινή του μορφή. Είναι, όμως, ακόμα μακριά από την ανθρωποποίησή του, η οποία δεν μπορεί να γίνει ερήμην του πατέρα. Η αναζήτηση του πατέρα εκκρεμεί.
Όταν προσπάθησε να επανενωθεί με τον πατέρα του πριν κάποια χρόνια, ήταν πάλι στο νερό, σε μια καταιγίδα. Η βάρκα του πατέρα βούλιαξε κι ο πατέρας κατέληξε στο στομάχι ενός τρομερού τεράστιου σκυλόψαρου, στα βάθη του θανάτου. Ο Πινόκιο, αντιθέτως, επέπλευσε και βγήκε στη στεριά. Τώρα, όμως, ήρθε η ώρα της ταύτισης με τον πατέρα στον θάνατο. Θα αντιμετωπίσει κι ο Πινόκιο τον χειρότερο εχθρό και είναι ακριβώς στην κοιλιά του τρομακτικού αυτού τέρατος που η ένωση με τον πατέρα, η ανάσταση, θα λάβει χώρα. Εκεί είναι που ο Πινόκιο μεταμορφώνεται και αναλαμβάνει την ευθύνη του ανθρώπου, να σώσει όχι μόνο τον εαυτό του αλλά πρωταρχικά τον άλλον άνθρωπο απ’ την κοιλιά του τέρατος. Να συμφιλιωθεί με την πρωταρχική σχέση.
Από την αρχή της ιστορίας, από τότε που ο Πινόκιο δαιμονοποιεί τον πατέρα του σε τύραννο και θεωρεί τον εαυτό του θύμα, ο πατέρας δεν ξεπεράστηκε. Η ανάμνηση του πατέρα και η αναζήτησή του στοιχειώνει την πορεία του Πινόκιο. Το μόνο που μπορεί να ελευθερώσει τον Πινόκιο, ο μόνος τρόπος να γίνει άνθρωπος, δεν είναι «ξεπερνώντας» τον πατέρα αλλά η συμφιλίωση με τον πατέρα. Αυτό είναι που εκκρεμεί απ’ την αρχή μέχρι το τέλος. Αυτό θα ενεργοποιήσει την «ανθρωποποίηση» του Πινόκιο.
Εν τω μεταξύ, η συνειδητοποίηση ότι δικαίως υποφέρει και ότι δικαίως του αξίζει ό,τι έχει πάθει και χειρότερα ακόμα, οδηγεί τον Πινόκιο στη δραματική του αλλαγή. Αρχίζει να ακούει τη συνείδησή του, ξεκινά να πονάει τους ανθρώπους, να βοηθά τους άλλους, να ψάχνει την καλή του νεράιδα. Η μεταμόρφωσή του σε άνθρωπο λαμβάνει χώρα ως έκπληξη, όταν δεν την επιδιώκει πλέον ως στόχο. Καθώς έχει ήδη ξεκινήσει να ενεργεί ως άνθρωπος ξυπνάει ένα πρωί κι ανακαλύπτει το θαύμα της μεταμόρφωσής του. Ο Πινόκιο λαμβάνει συγχώρεση απ’ τη νεράιδα παρά το γεγονός ότι, όπως η ίδια λέει, δεν είναι υπόδειγμα υπακοής και καλής συμπεριφοράς. Η τελειότητα δεν ήταν ο στόχος. Η επιστροφή στη σχέση ήταν.
Το βιβλίο τελειώνει με τον Πινόκιο να κοιτάει δίπλα του, τον παλιό του ξύλινο εαυτό που απεκδύθηκε, ο οποίος είναι τώρα ριγμένος σαν νεκρός πάνω σε μια καρέκλα, σαν παλιά φορεσιά. Πόσο γελοίος ήμουν, όταν ήμουν ξύλινος, λέει, και πόσο ευτυχισμένος τώρα, που είμαι επιτέλους αληθινό αγόρι.
Ο τρομακτικός πάτος που έπιασε ο Πινόκιο στην ιστορία του ήταν και το καθοριστικό βήμα στη μεταστροφή του. Θα μπορούσε τότε κανείς να πει ότι είναι ανώφελο να διαβάσουν τα παιδιά αυτό το βιβλίο, εφόσον η θεωρία δεν έχει τη δύναμη να φέρει στη ζωή τους την αλλαγή που βίωσε ο Πινόκιο. Πρέπει κι αυτοί να περάσουν κάτι παρόμοιο αν είναι να γίνουν άνθρωποι. Η λογοτεχνία, όμως, δεν διδάσκει κάτι θεωρητικά. Είναι ικανή, μιμητικά, να μας μυήσει στο βίωμα του ήρωα. Η καλή λογοτεχνία σε εισάγει συναισθηματικά στην εμπειρία, πετυχαίνει την επαφή με τον ήρωα και σε διδάσκει με τρόπο συμμετοχικό. Η καλή λογοτεχνία είναι συχνά το ίδιο το βίωμα, ικανή να ξυπνήσει τον άνθρωπο κάτω απ’ τη ξύλινη μαριονέτα. Εισηγούμαι, λοιπόν, μέσω αυτού του βιβλίου, μια σκληρή αυτοεξέταση, μια εντόπιση των ψεμάτων που ορίζουν τις ζωές μας, μια διάκριση των επιθυμιών που μας κινούν με τα αόρατα νήματά τους, μια αναζήτηση της δικής μας ξεχασμένης φωνής και μια θαρραλέα αναγνώριση της αλήθειας που βρίσκεται πάντοτε μπροστά μας.