Ακάθαρτα Ζώα

frogsΗ ιστορία του κόσμου στο βιβλίο της Γένεσης ξεκινά με διαχωρισμούς. Ο Θεός διαχωρίζει (εβραϊκά μπαδάλ) το φως απ’ το σκοτάδι, τη θάλασσα απ’ τη ξηρά, τη μέρα απ’ τη νύχτα (Γεν 1:4, 6, 7, 14, 18) φέρνοντας μ’ αυτόν τον τρόπο μια τάξη, μια οριοθέτηση στο σύμπαν. Το βιβλίο του Λευιτικού φανερώνει την ίδια κατανόηση του κόσμου, όπου βλέπουμε παρόμοιους διαχωρισμούς (με τη χρήση του ίδιου εβρ. ρήματος μπαδάλ) οι οποίοι κατά κάποιο τρόπο αντικατοπτρίζουν το έργο του Δημιουργού Θεού. Έχουμε να κάνουμε, λοιπόν, με μια μίμηση του Θεού στα πλαίσια του δικού μας μικρού κόσμου η οποία προδίδει και μια επιθυμία ή νοσταλγία επιστροφής στους αρχικούς σκοπούς του Θεού για τον κόσμο Του.

Αυτή η μίμηση, το imitatio dei, είναι διάχυτη στο Λευιτικό. Εφόσον ο Θεός είναι άγιος εξυπακούεται ότι και ο λαός Του θα αντανακλά στη ζωή και στην τελετουργία του, στο ανθρώπινο μέτρο φυσικά, την ίδια αγιότητα που χαρακτηρίζει τον Θεό του. Πάνω σ’ αυτήν τη βάση θεσπίζονται και οι κανονισμοί των καθαρών και των ακάθαρτων ζώων:

«Διότι ἐγὼ εἶμαι Κύριος ὁ Θεὸς σας· θέλετε λοιπὸν ἁγιασθῆ καὶ θέλετε εἶσθαι ἅγιοι, διότι ἅγιος εἶμαι ἐγώ· καὶ δὲν θέλετε μιάνει τὰς ψυχὰς σας δί οὐδενὸς ἑρπετοῦ ἕρποντος ἐπὶ τῆς γῆς. Διότι ἐγὼ εἶμαι ὁ Κύριος, ὅστις σᾶς ἀνεβίβασα ἐκ γῆς Αἰγύπτου, διὰ νὰ ᾐμαι Θεὸς σας· θέλετε λοιπὸν εἶσθαι ἅγιοι, διότι ἅγιος εἶμαι ἐγώ.» [11:44-45])

Ο σύγχρονος άνθρωπος δυσκολεύεται να κατανοήσει την αρχή που ορίζει κάποια ζώα ως καθαρά και κάποια ως ακάθαρτα στο Λευιτικό 11, αλλά και στο Δευτερονόμιο 14. Οι μελετητές ακόμα συζητάνε αυτό το ζήτημα και έχουν δώσει διάφορες εξηγήσεις:

Α. Μερικοί προτείνουν ότι κάποια ζώα μπαίνουν στην κατηγορία των ακάθαρτων για λόγους υγείας. Π.χ. το χοιρινό αν δεν ψηθεί καλά μπορεί να προκαλέσει τριχίνωση. Το ίδιο όμως θα μπορούσε να πει κανείς και για άλλα κρέατα, όπως π.χ. το βοδινό, το οποίο μισοψημένο μπορεί να προκαλέσει σαλμονέλα.

Στην ΚΔ δεν υπάρχουν ενδείξεις ότι οι μέθοδοι μαγειρέματος είχαν καλυτερέψει αλλά παρόλα αυτά η απαγόρευση για τα ακάθαρτα ζώα ανακαλείται. Αν πράγματι αυτό ήταν το βασικό ζήτημα, δηλαδή η ανησυχία του Θεού για την υγεία των παιδιών του, τότε γιατί να επιτρέψει τα ακάθαρτα ζώα στην ΚΔ; Η αλήθεια είναι ότι πουθενά δεν αποδίδονται οι απαγορεύσεις φαγητών στη Βίβλο σε λόγους υγείας.

Β. Μια άλλη εξήγηση που προτάθηκε είναι ότι κάποια ζώα είναι ακάθαρτα γιατί χρησιμοποιούνταν ως θυσίες σε ειδωλολατρικές τελετές. Αυτό μπορεί να ισχύει αλλά γνωρίζουμε ότι ακόμα και κάποια ζώα που θεωρούνται καθαρά στον Ισραήλ (αρνιά, κατσίκια κτλ.) χρησιμοποιούνταν από ειδωλολάτρες για τις θυσίες τους.

Γ. Μια άλλη ερμηνεία βασίζεται στη συμπεριφορά των ζώων που θεωρούνται ακάθαρτα. Για παράδειγμα στο αρχαίο κείμενο του 2ου αιώνα π.Χ. με τίτλο Η Επιστολή του Αριστέα, ο συγγραφέας σχολιάζει ότι τα ζώα που αναμασούν το φαΐ τους είναι καθαρά επειδή αυτή τους η πρακτική θυμίζει στον άνθρωπο να διαλογίζεται, να «αναμασά» τον νόμο του Θεού. Τέτοιες ερμηνείες, όμως, είναι προφανώς αυθαίρετες.

Δ. Ανθρωπολόγοι έχουν προτείνει ότι τα ζώα με τα οποία οι Ισραηλίτες ήταν εξοικειωμένοι έγιναν το μέτρο βάσει του οποίου κρίνονταν όλα τα υπόλοιπα. Τα ζώα της φάρμας αναμασούσαν και ήταν δίχηλα, άρα και όσα ζώα εκτός φάρμας παρουσίαζαν τα ίδια χαρακτηριστικά γινόντουσαν το ίδιο αποδεκτά (π.χ. ελάφι και αντιλόπη [Δευτ 14:5]). Το ίδιο και με τα θαλάσσια είδη. Αυτά με τα οποία οι Ισραηλίτες ήταν εξοικειωμένοι θεωρούνταν καθαρά και τα πιο ασυνήθιστα ακάθαρτα. Είναι λίγο δύσκολο όμως να ξέρουμε πώς εφαρμοζόταν αυτός ο κανόνας σε όλες τις κατηγορίες, όπως είναι τα πτηνά π.χ. Εκεί ο λόγος μπορεί να μην είναι η εξοικείωση αλλά το γεγονός ότι τα απαγορευμένα πτηνά ήταν σαρκοβόρα και έτρωγαν το αίμα, κάτι που θεωρείται απεχθές στον Ισραήλ (Λευ 3:17, Γεν 9:4-6). Μπορεί να υπήρχαν διαφορετικοί λόγοι για την απαγόρευση της κάθε κατηγορίας. Επομένως, κι αυτή η υπόθεση είναι απλά μια εικασία.[1]

Κατά τη γνώμη μου, το γεγονός ότι δεν αναφέρεται πουθενά η αιτία που καθιστά κάποιο ζώο καθαρό και κάποιο άλλο ακάθαρτο και συνεπώς η αδυναμία μας να βρούμε μια απόλυτα ικανοποιητική εξήγηση δεν είναι τυχαίο. Εξυπηρετεί και αυτό κάποιους σκοπούς.

1) Κατ’ αρχάς δεν χρειάζεται να προσδιορίσουμε τι είναι αυτό που καθιστά ένα ζώο ακάθαρτο για να συνειδητοποιήσουμε ότι η βρώση διαμορφώνει και δηλώνει ταυτότητα., όχι μόνο στο Λευιτικό αλλά και σε όλους τους πολιτισμούς του κόσμου μας. Γενικά, το φαγητό είναι ένας τομέας άκρως σημαντικός για τον άνθρωπο και σε κάθε εποχή αυτή η σημαντικότητα εκφράζεται με διαφορετικές μορφές, όχι μόνο στο θέμα της υγείας αλλά και στο θέμα της ηθικής. Για τους Ισραηλίτες, «το φαγητό, όπως και η θυσία, ήταν θρησκευτική πράξη».[2] Δήλωνε ποιοι ήταν, σε αντίθεση με άλλες ομάδες. Πολύς κόσμος σήμερα είναι χορτοφάγοι ή vegan για ηθικούς λόγους, για την προστασία των ζώων. Μέσα από το φαγητό εκφράζουν το αξιακό τους σύστημα και διαχωρίζουν τον εαυτό τους από άλλες κατηγορίες ανθρώπων παρόλο που δεν το κάνουν απαραίτητα στο πλαίσιο ενός θρησκευτικού συστήματος.

Στους χρόνους της ΚΔ οι διαμάχες για τα ειδωλόθυτα ήταν σημαντικές γιατί δήλωναν κάτι για τον πιστό που τα κατανάλωνε (βλ. Α΄ Κορ 8). Επίσης, οι πρώτες οδηγίες στους εθνικούς πιστούς συμπεριλάμβαναν αποχή από «πνικτό» και «αίμα», άρα αφορούσαν το φαγητό τους (Πραξ 15:29). Όσο διαφορετικά κι αν είναι όλα αυτά τα παραδείγματα, το συμπέρασμα που προκύπτει απ’ το Λευιτικό 11 είναι ότι ο Θεός ήταν Κύριος ακόμα και στη σφαίρα του φαγητού.

Μια συνήθεια τόσο προσωπική κανονικά θα έπρεπε να αφήνεται στον καταναλωτή για να αποφασίσει αυτός αυτόνομα. Κάτι τέτοιο, όμως, δεν ισχύει στην Βίβλο. Αντιθέτως, η οριοθέτηση στον χώρο του φαγητού είναι ίσως μια από τις δυσκολότερες προκλήσεις στον άνθρωπο. Ας μη ξεχνάμε ότι οι μεγαλύτερες δοκιμασίες στις οποίες ο άνθρωπος πάντα αποτύγχανε είχαν να κάνουν με το φαγητό: το δέντρο της γνώσης του καλού και του κακού, ο Ησαύ και τα πρωτοτόκια, η νοσταλγία των φαγητών της Αιγύπτου, το μάννα και τα ορτύκια, κ.α.

Ο Θεός δεν αφήνει ανεξέλεγκτο τον Ισραηλίτη για να σκοτώνει ό,τι πιάνει στα χέρια του. Οι οδηγίες που δίνονται περιορίζουν δραματικά την ποσότητα κρέατος που μπορεί να φάει και πόσα ήδη ζώων μπορεί να σκοτώσει. Ακόμα και το γεγονός ότι θα πρέπει να ταξιδέψει στο ιερό και να σφάξει με συγκεκριμένες προδιαγραφές το ζώο που θέλει να φάει για να είναι εμφανής η ιερότητα του ζώου που πεθαίνει περιόριζε ακόμα πιο πολύ την κατανάλωση κρέατος. Ίσως αιωρείται ακόμα το ιδανικό της Εδέμ στις σελίδες του Λευτικού, όπου η τροφή του ανθρώπου δεν συμπεριλάμβανε θάνατο ζώου. Είμαι σίγουρη ότι αν έβλεπε ο συγγραφέας του Λευιτικού τις μαζικές σφαγές ζώων στις μέρες μας, τις άσχημες συνθήκες εκτροφής τους και την απόλυτη από-ιεροποίηση του θανάτου τους θα σοκαριζόταν.

Συνοψίζοντας, καθημερινά, κάθε φορά που έβαζε ο Ισραηλίτης κάτι στο στόμα του έπρεπε να συλλογιστεί το θέλημα του Θεού. Κάθε στιγμή ακόμα κι η πιο βασική σωματική ανάγκη έμπαινε κάτω απ’ την κυριαρχία του Θεού. Λειτουργεί ως μια συνεχής επιβεβαίωση ότι η ταυτότητα μου προηγείται των πρώτων αναγκών, των ορέξεων, των επιθυμιών μου. Η ταυτότητα ορίζει τις ορέξεις μου, όχι το αντίστροφο. Κι αν πράγματι ορίζει τις πιο βασικές μου ανάγκες τότε σίγουρα ορίζει κι όλα τα υπόλοιπα.

Φυσικά, όπως κάθε τι καλό μπορεί κι αυτή η πρακτική να μετατραπεί σε τρόπο αυτοδικαίωσης, ψύχωσης, εστίασης σε εξωτερικά γνωρίσματα ηθικής εις βάρος άλλων απαιτήσεων. Ο σκοπός του Θεού, όμως, δεν ήταν η κατάχρηση και η διαστρέβλωσή τους. Αυτές οι πρακτικές ήταν εργαλεία για να αναλογίζεται ο άνθρωπος σε ποιον ανήκει και ποιον αντιπροσωπεύει σε κάθε λεπτομέρεια και στιγμή της ζωής του.

Εύκολα μπορεί να παραβλέψει κανείς το γεγονός ότι μόνο από τα καθαρά ζώα που μπορούσε ο Ισραηλίτης να φάει επιτρεπόταν να προσφέρει πάνω στον βωμό. Μ’ άλλα λόγια, το ανθρώπινο σώμα ήταν αντίστοιχο του βωμού του Θεού. Ό,τι μπορούσε να φιλοξενηθεί στον βωμό μπορούσε να φιλοξενηθεί και στο σώμα του Ισραηλίτη. Επομένως, δεν αντιπροσωπεύει μόνο ο άνθρωπος την αγιότητα του Θεού του αλλά και η αγιότητα του βωμού, και κατ’ επέκταση του ναού του Θεού, αντικατοπτρίζει την ιερότητα του ανθρώπινου σώματος. Ο Ισραηλίτης θα πρεπε να αναλογιστεί την ταύτιση των δύο. Αυτό θα γίνει αργότερα όταν ένα μέρος του Ιουδαίων θα αντιληφθούν τα σώματά τους ως ναό του Κυρίου. Άρα, «οι κανόνες που προστατεύουν την αγιότητα της Σκηνής του Μαρτυρίου είναι παρόμοιοι με τους κανόνες που προστατεύουν το σώμα του Ισραηλίτη.»[3]

2) Θεωρώ ότι η αιτία που κάποια ζώα θεωρήθηκαν καθαρά και κάποια όχι είναι ανεξιχνίαστη για τον λόγο ότι αντικατοπτρίζει την εκλογή του Ισραήλ ως τον άγιο λαό του Θεού απ’ όλα τα υπόλοιπα έθνη. Δεν υπήρχε κάτι ιδιαίτερο στον Ισραήλ που τον κατέστησε καθαρό, παρά μόνο η επιλογή του Θεού να τους ξεχωρίσει. Με τον ίδιο τρόπο που ο Θεός ξεχώρισε τον Ισραήλ ανάμεσα σε όλα τα έθνη έπρεπε κι ο Ισραήλ τώρα να κάνει αυτόν τον διαχωρισμό ανάμεσα σε καθαρά και ακάθαρτα ζώα, προς μίμηση του δημιουργού τους. Η σύνδεση της εκλογής και των ακάθαρτων ζώων φαίνεται στο Δευτερονόμιο 14:2-3: «Διότι λαὸς ἅγιος εἶσαι εἰς Κύριον τὸν Θεὸν σου· καὶ σὲ ἐξέλεξεν ὁ Κύριος διὰ νὰ ᾐσαι εἰς αὐτὸν λαὸς ἐκλεκτός, παρὰ πάντα τὰ ἔθνη τὰ ἐπὶ τῆς γῆς. Δὲν θέλεις τρώγει οὐδὲν βδελυκτόν».

Παρόλο που η πρακτική αυτή δήλωνε τη διάκρισή τους από τα έθνη, ταυτόχρονα ο διαχωρισμός των καθαρών και των ακαθάρτων ζώων δημιουργούσε και μια ένταση, την ίδια ένταση που νιώθουμε κι εμείς καθώς διαβάζουμε γι αυτά τα ζώα. Η ένταση είναι ότι ο Θεός είναι ο δημιουργός όλων των ζωντανών της γης και καθετί που έφτιαξε ήταν «καλό» (Γεν 1:24-25). Επίσης, ο Ψαλμός 145:9 λέει «Ἀγαθὸς ὁ Κύριος πρὸς πάντας· καὶ οἱ οἰκτιρμοὶ αὐτοῦ ἐπὶ πάντα τὰ ποιήματα αὐτοῦ». Ακόμα και στη Σοφία Σολομώντος 11:24 λέει: «ἀγαπᾷς γὰρ τὰ ὄντα πάντα καὶ οὐδὲν βδελύσσῃ ὧν ἐποίησας οὐδὲ γὰρ ἂν μισῶν τι κατεσκεύασας».

Τότε γιατί ο Θεός να κάνει αυτόν τον διαχωρισμό ανάμεσα στα δημιουργήματά του;[4] Γιατί να μην μετέχουν και τα ζώα του δάσους στην καθαρότητα του Κυρίου; Το ίδιο ζήτημα ήταν αισθητό και στον διαχωρισμό ανάμεσα στον άγιο λαό του Θεού και στα άλλα «ακάθαρτα» έθνη. Πώς γίνεται τα έθνη που ο Θεός δημιούργησε να μην μετέχουν της αγιότητας και της καθαρότητας του Θεού; Γνωρίζουμε ότι αυτή η ταύτιση των ακαθάρτων ζώων με τα υπόλοιπα έθνη ήταν κάτι που και οι προφήτες καταλάβαιναν και περίμεναν τη στιγμή που αυτή η διάκριση καθαρών και ακαθάρτων θα φτάσει στο τέλος της. Ο Ησαΐας, για παράδειγμα, οραματίζεται το τέλος της διάκρισης αυτής ανάμεσα στα καθαρά και τα ακάθαρτα ζώα. Στο κεφάλαιο 56 μιλά για ανθρώπους που υπό κανονικές συνθήκες δεν έχουν πρόσβαση στον ναό του Θεού (π.χ. ο ευνούχος, ο ξένος) αλλά ο Θεός, λέει, είναι ικανός να αγιάσει και να συμπεριλάβει ακόμα κι αυτούς τους ανθρώπους στη λατρεία Του: «Οὕτω λέγει Κύριος ὁ Θεὸς ὁ συνάγων τοὺς διεσκορπισμένους τοῦ Ἰσραήλ· Θέλω συνάξει ἔτι καὶ ἄλλους εἰς αὐτόν, ἐκτὸς τῶν συνηγμένων αὐτοῦ. Ἔλθετε, φάγετε, πάντα τὰ ζῷα τοῦ ἀγροῦ, πάντα τὰ θηρία τοῦ δάσους.» (Ησα 56:8-9). Η πρόσκληση προς τους ξένους των εθνών να έρθουν στο ναό του παραλληλίζεται με πρόσκληση προς τα ακάθαρτα ζώα. Η ίδια προσδοκία φαίνεται να εκπληρώνεται στην ΚΔ καθώς ο Κορνήλιος, ένας εθνικός, ετοιμάζεται να συναντηθεί με τον Πέτρο και ο Πέτρος λαμβάνει το όραμα από τον Θεό ότι τα ακάθαρτα ζώα καθαρίστηκαν, ο διαχωρισμός έχει καταλυθεί, τα θηρία του αγρού έρχονται τώρα προς τον Κύριο (Πραξ 10:9-16). Άρα ο Κορνήλιος, ένας «ακάθαρτος» μπορεί να είναι τώρα συμμέτοχος των υποσχέσεων του Κυρίου.

Πολλά ακόμα μπορεί κανείς να πει γι αυτό το θέμα και σε καμία περίπτωση δεν το εξαντλήσαμε. Βλέπουμε, όμως, ότι παρόλο που ο συμβολισμός των ακαθάρτων ζώων ως «εθνών» εκπληρώνει τον σκοπό του και άρα καταλύεται, τα ηθικά διδάγματα για το πώς αυτοί οι διαχωρισμοί λειτουργούσαν στη ζωή του Ισραηλίτη, πώς τον περιόριζαν, πώς τον δίδασκαν για τον Θεό, για την ιερότητα του σώματός του και για την ιερότητα του θανάτου των ζώων δεν καταλύονται. Γι αυτό, το βιβλίο του Λευιτικού δεν βγήκε ποτέ απ’ τον κανόνα της Χριστιανικής εκκλησίας και δεν πρόκειται να βγει. Ακόμα δεν εξάντλησε όλο τον πλούτο που έχει να μας δώσει.

[1] Για τους διάφορους λόγους που προτείνονται βλ. Jay Sklar, Leviticus (TOTC 3; Downers Grove: IVP Academic, 2014), 166-173.

[2] Ellen F. Davis, “Identity and Eating: A Christian Reading of Leviticus,” Studies in Christian Ethics 1-12 (2016): 3.

[3] Βλ. Mary Douglas, Leviticus as Literature (Oxford: Oxford University Press, 1999), 138-139

[4] Βλ. επίσης Mary Douglas, Leviticus as Literature (Oxford: Oxford University Press, 1999), 134-135.