Ο Γιος του Σαούλ

son-of-saul-film-posterΟ Γιος του Σαούλ. Μια συγκλονιστική ταινία, μια περιγραφή του κόσμου μας. Μη φοβάστε, δεν θα σας πω το τέλος, θα επιχειρήσω μόνο μια σύντομη ανάγνωση.

Σχεδόν ολόκληρη η ταινία είναι γυρισμένη με μια κάμερα να ακολουθεί τον πρωταγωνιστή από πίσω, δείχνοντας μας αυτό που βιώνει μέσα στα στρατόπεδα συγκεντρώσεως στο Άουσβιτς, λαμβάνοντας προσταγές απ’ τους ανώτερούς του, τρέχοντας από δω κι από κει, καθαρίζοντας τα αίματα στους φούρνους. Η ταινία είναι γεμάτη ένταση, άγχος, μπέρδεμα. Μπέρδεμα γιατί οι φωνές, οι προσταγές, το τρέξιμο από δω κι από κει παρουσιάζονται ως να χουν νόημα, αλλά στην πραγματικότητα είναι ανούσια, δεν έχουν προοπτική. Η ταινία, με τη βοήθεια της κοντινής κάμερας, θέλει να δείξει ακριβώς αυτό: την έλλειψη προοπτικής. Δεν υπάρχει απόσταση και εξέταση του όλου. Οι άνθρωποι τρέχουν από το ένα μέρος στο άλλο, αλλάζουν τακτικά κατευθύνσεις, ακολουθούν αυτόν που αγριοφωνάζει κι όλα διαδραματίζονται σ’ ένα πλαίσιο κόλασης: φωτιές, καπνοί, κραυγές, κλάματα, δαίμονες.

Οι ζωντανοί αναλώνονται στη διατήρηση και στη συνέχιση αυτής της κόλασης, αλλά ο Σαούλ Ausländer—έξοχη  επιλογή ονόματος—αυτός που είναι «ξένος» (Εβραίος της Ουγγαρίας), διατηρεί σε ολόκληρη τη διάρκεια της ταινίας τη δική του παράλληλη, αλλά αντίθετη, αναζήτηση: έναν ραβίνο για να θάψει ένα νεαρό αγόρι το οποίο ο Σαούλ «υιοθετεί» ως γιο του.

Στην ταινία βλέπει κανείς τις διαφορετικές αντιδράσεις ή μηχανισμούς επιβίωσης στην κόλαση: τις προσπάθειες μυστικής φωτογράφισης των εγκλημάτων για να έλθει βοήθεια απ’ έξω, τα σχέδια ξεσηκωμού εναντίον των SS. Μέσα σ’ όλο αυτό το χάος στο οποίο ρίχθηκε ο Σαούλ, εδώ όπου οι άνθρωποι λιώνουν στους θαλάμους αερίων, πυροβολούνται, καίγονται, γδύνονται, χτυπιούνται, σέρνονται γυμνοί στο πάτωμα, στοιβάζονται και τέλος οι στάχτες τους ρίχνονται στο ποτάμι, ο Σαούλ φαίνεται να εργάζεται σ’ αυτό, να είναι εντός αυτού του προγράμματος αλλά δεν είναι. Παράλληλα τρέχει το δικό του πρόγραμμα που συμπεριλαμβάνει μια απλή και ίσως για πολλούς ακαταλαβίστικη αφελή αναζήτηση για έναν ραβίνο που θα πει μια προσευχή (καντίς) για να θαφτεί ένας άνθρωπος ως άνθρωπος, ως γιος.

Είμαι κι εγώ Ausländer. Aυτός ο Ausländer είμαστε όσοι νιώθουμε ξένοι στα ανούσια τρεχάματα του κόσμου, στην εκμηδένιση του ανθρώπου, ίσως και ξένοι προς αυτούς που ζητούν επαναστάσεις ενώ δίπλα τους κάθονται κάποιοι «άθαφτοι». Εννοείται ότι είναι απαραίτητες οι επαναστάσεις, ειδικά σε τέτοιες συνθήκες, αλλά ο Σαούλ μας δείχνει ότι και εντός κολάσεως μπορώ να ζω ως άνθρωπος, ή μάλλον επιβάλλεται. Μάλλον πρώτα πρέπει να ζήσω υπονομεύοντας την κόλαση και μετά να απελευθερωθώ απ’ αυτήν. Κατηγόρησαν τον Σαούλ ότι για έναν νεκρό ρισκάρει τη μοίρα των ζωντανών, αλλά, από μια άποψη και στην ακραία του μορφή, αυτό δεν θα έλεγαν και οι SS; Εμείς να ζήσουμε και άστους αυτούς; Για τους SS οι ζωντανοί θεωρούνταν νεκροί. Για τον Σαούλ, όλοι είναι ζωντανοί ακόμα κι οι νεκροί. Μέσα στην κόλαση, η αναζήτηση του άγιου, για το οποίο κανείς δεν είχε χρόνο αλλά ούτε και θεωρούσε επείγον ή ότι συμβάλλει καν στα απελευθερωτικά τους σχέδια, προβάλλει ως το μόνο φως νοήματος εντός μιας ζωής «χαμστερικής» που δεν έχει χρόνο για το «άχρηστο» σώμα.

Τι νόημα, άραγε, θα χει η απελευθέρωση αν δεν θα ξέρεις πώς να χειριστείς τους νεκρούς σου όταν την αποκτήσεις, αν δεν ξέρεις καν το νόημα ενός ανθρώπινου σώματος; Γι αυτό πρέπει να υπάρχει ο ραβίνος, γι αυτό η προσευχή είναι αναγκαία, γιατί το ίδιο το νεκρό σώμα μου επιβάλλεται ως υπέρβαση της σάρκας. Ποιος μπορεί να δει τα πτώματα στο πάτωμα ως απλό κρέας αν δεν έχει πεθάνει πρώτα ο ίδιος μέσα του; Η φωνή του πτώματος είναι εκκωφαντική! Το σώμα σαν έργο τέχνης, σαν ζωγραφιά, με καλεί να δω πέραν απ’ αυτό για να συλλάβω το νόημα του, να κοιτάξω, να αναλογιστώ την πραγματικότητα στην οποία παραπέμπει. Γιατί αν βλέπω μόνο την μπογιά και τον καμβά τίποτα δεν κατάλαβα, δεν έχω δει καν τον πίνακα.

Ο Σαούλ μέσα στην κόλαση κουβαλά το πτώμα ενός νεκρού, γιατί κανένας άνθρωπος δεν πρέπει να τελειώνει χωρίς ένα καντίς, μια προσευχή αναγνώρισης της ιερότητάς του. Το ίδιο αλλόκοτο κουβάλημα κάνει κι ένας Χριστιανός. Παρόλο που φαίνεται επιφανειακά να συμπορεύεται με τον κόσμο, έχει άλλη, διαφορετική πορεία, κι ας κατηγορείται ότι είναι—τη σήμερον ημέρα, αν είναι δυνατόν—κολλημένος στις συνάξεις, στις λειτουργίες, στις ψαλμωδίες, στις προσευχές, σ’ αυτά τα αχρείαστα δικά του καντίς ενώ ο κόσμος χάνεται. Μα ακριβώς επειδή ο κόσμος χάνεται, ο μη γένοιτο να χάνεται χωρίς καντίς.