Η αφήγηση των ταπεινών απαρχών έχει μεγάλη ρητορική δύναμη για όσους αποβλέπουν σε θέσεις εξουσίας. Γνωρίζουν πολύ καλά ότι αν πείσουν τον απλό λαό να ταυτιστεί μαζί τους τότε θα τον θεωρήσουν ως πραγματικό αντιπρόσωπό τους, ως γνώστη των προβλημάτων και των ανησυχιών τους και θα τον εξουσιοδοτήσουν να αναλάβει την ηγεσία του τόπου τους.
Ένα από τα πιο πρόσφατα παραδείγματα αυτής της ρητορικής είναι και το ελαφρώς ατυχές αφήγημα του Αμερικανού υποψήφιου Ντόναλντ Τραμπ ο οποίος, στην προσπάθειά του να κερδίσει την εργατική ψήφο, είπε σε συνέντευξή του:
«Δεν ήταν καθόλου εύκολο για μένα, καθόλου εύκολο. Ξεκίνησα από το Μπρούκλιν, ο πατέρας μου μου έδωσε ένα μικρό δάνειο ενός εκατομμυρίου και ήρθα στο Μανχάταν. Έπρεπε να τον ξεπληρώσω, να τον ξεπληρώσω με τόκο. Ήρθα στο Μανχάταν και ξεκίνησα να αγοράζω ιδιοκτησία . . . και τελικά τα κατάφερα. Αλλά πάντα μου έλεγαν ότι δεν θα τα καταφέρω.»[1]
Έλα όμως που τόσος κόσμος πείθεται! Κι αυτή η ρητορική δεν είναι σύγχρονο φαινόμενο αλλά μαρτυρείται από αρχαιοτάτων χρόνων. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του Σαργών του Μέγα ο οποίος βασίλεψε από το 2334 μέχρι το 2279 π.Χ. Γνωστός για τις σπουδαίες στρατιωτικές του ικανότητες, ίδρυσε την Ακκαδική αυτοκρατορία, κατάφερε να υποτάξει τους Σουμέριους και να αντικαταστήσει τη σουμεριακή γλώσσα με την ακκαδική.
Η ιστορία που επέλεξε για να συστήνει τον εαυτό του δεν ήταν φαντασμαγορική. Δεν παρουσιάζεται ως βασιλιάς που αναγνωρίζεται και εκλέγεται απ’ τους θεούς. Ο Σαργών προτίμησε μια ταπεινή ιστορία ενός ορφανού παιδιού το οποίο δέχτηκε την καλοσύνη ενός κηπουρού και την εύνοια της θεάς Ιστάρ. Ξεπέρασε εμπόδια επιβίωσης και ανελίχτηκε τελικά στον θρόνο.
Σύμφωνα με τη σφηνοειδή επιγραφή, γνωστή σε μας ως Ο Μύθος του Σαργών (η αυτοβιογραφία του), αυτό το παιδί γεννήθηκε από μια ιέρεια του ναού με θαυματουργικό τρόπο, αλλά επειδή η μητέρα του ήθελε να κρύψει την εγκυμοσύνη της και να ξεφορτωθεί το παιδί, τον τοποθετεί σ’ ένα καλάθι και το σπρώχνει στον ποταμό Ευφράτη. Κάλυψε το καλάθι με πίσσα και το νερό τον μετέφερε με ασφάλεια στα χέρια του Ακκί, του κηπουρού του Ουρ-Ζαμπάμπα, βασιλιά της σουμεριακής πόλης Κίς. Παραθέτω το αρχικό κομμάτι του μύθου:
Σαργών, ο τρανός βασιλιάς, ο βασιλιάς της Ακκαδίας είμαι εγώ.
Η μητέρα μου ήταν αρχι-ιέρεια, τον πατέρα μου δεν γνώρισα.
Τα αδέλφια του πατέρα μου αγαπούσαν τα βουνά.
Η πόλη μου είναι η Αζουπιράνου, η οποία βρίσκεται στις όχθες του Ευφράτη.
Η μητέρα μου, η αρχι-ιέρεια, έμεινε έγκυος και μυστικά με γέννησε.
Μ’ έβαλε σε καλάθι από πάπυρο και με πίσσα σφράγισε το καπάκι.
Μ’ έριξε στο ποτάμι το οποίο δεν με έπνιξε.
Το ποτάμι με κουβάλησε και με πήγε στον Ακκί, αυτόν που ποτίζει (τους κήπους).
Ο Ακκί ο κηπουρός με τράβηξε έξω όταν έριξε την κανάτα του για ν’ αντλήσει νερό.
Ο Ακκί ο κηπουρός με πήρε μαζί του σαν γιο δικό του και με μεγάλωσε.
Ο Ακκί ο κηπουρός με κατέστησε υπεύθυνο στον κήπο.
Και καθώς φρόντιζα τον κήπο, η Ιστάρ μου χάρισε την αγάπη της,
Και για τέσσερα και . . . χρόνια βασίλεψα . . . . (ΑΝΕΤ, 119)
Μέσω αυτής της ιστορίας, ο Σαργών καταφέρνει να αποστασιοποιήσει τον εαυτό του από προηγούμενους βασιλιάδες που ισχυρίζονταν κατοχή θείων δικαιωμάτων και επιλέγει να ταυτιστεί περισσότερο με τον απλό λαό παρά με την ανώτερη τάξη. Μ’ αυτόν τον τρόπο, στον ρόλο του «παιδιού του λαού» θα μπορούσε όχι απλά να κατακτήσει τους Σουμέριους αλλά να κερδίσει την υποστήριξη των ανθρώπων, κυρίως των μαζών των χαμηλών στρωμάτων, και να καταφέρει να ιδρύσει την αυτοκρατορία του μ’ επιτυχία. Να διασφαλίσει την κυριαρχία του πάνω τους.
Παρόλο που ο Σαργών ο Μέγας έζησε την 3η χιλιετία π.Χ., οι επιγραφές με την ιστορία του βρέθηκαν στη Νινευή τον 7ο αιώνα π.Χ. Αυτό μας δείχνει ότι για 2000 χρόνια περίπου παράγονταν αντίγραφα ή ότι η ιστορία κυκλοφορούσε προφορικά κατά τη διάρκεια όλων αυτών των χρόνων. Ήταν, δηλαδή, εξαιρετικά δημοφιλής.
Κυκλοφόρησε, όμως και μια άλλη ιστορία, πιο γνωστή σε μας. Μια παρωδία θα λέγαμε του βασιλιά Σαργών. Αυτή η ιστορία είναι η γέννηση του Μωυσή. Μπορεί κανείς να διαβάσει στο 2ο κεφάλαιο του βιβλίου της Εξόδου για τη γέννηση του Μωυσή, όπου η δική του μητέρα, από τη φυλή του Λευί, κρύβει τον νεογέννητο Μωυσή αλλά μετά από τρεις μήνες αποφασίζει να τον αφήσει στον ποταμό Νείλο. Παίρνει κι αυτή ένα καλάθι από πάπυρο, το σφραγίζει με πίσσα και το σπρώχνει στο ποτάμι. Το βρέφος φέρεται από τα νερά και καταλήγει στο παλάτι του Φαραώ όπου το υιοθετεί η κόρη του βασιλιά.
Τώρα, με τέτοιες απαρχές, ο καθένας θα περίμενε ν’ ακολουθήσει η ανάδειξη ενός σπουδαίου βασιλιά ο οποίος, παρόλο που ξεκινά χαμηλά, με την εύνοια των θεών θα καταφέρει να εγερθεί ψηλά και να διοικήσει τον λαό επάξια. Σ’ αυτό όμως ακριβώς το σημείο βρίσκεται η παρωδία της αφήγησης, όπου το αναμενόμενο αντιστρέφεται κι αυτό που κανονικά εξυπηρετούν τέτοιες ιστορίες εκτίθεται και αμφισβητείται.
Ο Μωυσής μεγαλώνει στο παλάτι και αντί να γίνει βασιλιάς και ν’ απολαύσει την εύνοια των θεών αναλαμβάνοντας την κυριαρχία της Αιγύπτου, κάνει τη μεγάλη στροφή: επιστροφή στις απαρχές, όχι απομάκρυνση απ’ αυτές! Πίσω προς τα κάτω, όχι προς τα πάνω. Πίσω στον λαό του από τον οποίο ξεκίνησε. Το κείμενο μας λέει ότι όταν μεγάλωσε: «ἐξήλθεν πρὸς τοὺς ἀδελφοὺς αὐτοῦ τοὺς υἱοὺς Ισραηλ κατανοήσας δὲ τὸν πόνον αὐτῶν . . . » (Έξοδος 2:11), και η συνέχεια πραγματεύεται την εγκατάλειψη του παλατιού, του πλούτου, της εξουσίας και την έναρξη της πάλης για δικαιοσύνη «από χαμηλά». Το «παιδί του λαού», εάν πραγματικά ταυτίζεται με τον λαό που θα υπηρετήσει, κατεβαίνει απ’ τον θρόνο και κουβαλάει το βάρος τους, μαζί τους, δίπλα τους. Καλύτερα δεν θα μπορούσε να το περιγράψει κανείς από τον συγγραφέα της Επιστολής Προς Εβραίους πολύ αργότερα κατά τον 1ο αιώνα μ.Χ.:
«Με την πίστη ο Μωυσής, όταν πια μεγάλωσε, αρνήθηκε να ονομάζεται γιος της κόρης του Φαραώ· προτίμησε να υποφέρει μαζί με το λαό του Θεού, παρά ν’ απολαμβάνει την πρόσκαιρη αμαρτωλή ζωή. Θεώρησε μεγαλύτερο πλούτο από τους θησαυρούς της Αιγύπτου τον εξευτελισμό, σαν εκείνον που υπέφερε ο Χριστός, γιατί απέβλεπε στην ανταπόδοση.» (11:24-26 [TGV])
Η αντι-αυτοκρατορική αφήγηση της Εξόδου δεν πείθεται με τη βασιλική ρητορική των ταπεινών απαρχών. Αυτό που έχει σημασία δεν είναι οι απαρχές αλλά το τέλος. Δεν είναι η προέλευση αλλά ο προορισμός. Όχι πώς αρχίζεις αλλά πώς τελειώνεις. Η ευθύνη για τους ανθρώπους δεν σε οδηγεί σε απόσταση απ’ αυτούς αλλά σε πάθη, σε ονειδισμό, σε συμμετοχή στον πόνο. Και στην κλιμάκωσή της, στην οποία μόνο Ένας κατάφερε να φτάσει, η απόλυτη ευθύνη για τον άλλο οδηγεί στην πλήρη αντικατάστασή του. Ο βασιλιάς παίρνει τελικά τη θέση του λαού.
[1] http://www.nydailynews.com/news/politics/trump-laments-hard-life-1m-loan-dad-article-1.2411322