Υπάρχει το απόλυτα νέο ή βρισκόμαστε σε μια ατέρμονη επανάληψη των ίδιων πραγμάτων;
Αυτό το ερώτημα είναι παλιό, αλλά θα ήθελα να το σκεφτούμε και υπό το φως κάποιων σύγχρονων επιστημονικών μελετών.
Το ανθρώπινο μυαλό είναι ρυθμισμένο με τέτοιο τρόπο ώστε πάντοτε να συμπληρώνει τα κενά μ’ αυτό που ήδη γνωρίζει. Δηλαδή, όταν ο άνθρωπος βλέπει κάτι που δεν είναι ξεκάθαρο ή πλήρες, αυτόματα θα επιστρατεύσει τη γνώση που ήδη κατέχει για να το εξηγήσει. Άρα, δεν στηρίζεται ποτέ σ’ αυτό που πραγματικά βλέπει, αλλά σ’ αυτό που ήδη γνωρίζει μέχρι στιγμής. Επομένως, ακόμα και το εντελώς νέο, μπορεί κανείς να το κατανοήσει και να το περιγράψει ως κάτι που έχει ήδη δει.
Ακόμα κι όταν υπάρχουν εμπόδια στην όρασή μας, το μυαλό μπορεί να προβλέψει ακριβώς τι είναι αυτό που πρόκειται να δει, προτού το δει καν. Με άλλα λόγια, «γνωρίζουμε» από πριν αυτό που πρόκειται να δούμε. Το μυαλό μας λειτουργεί κάπως σαν ένα κουτί γεμάτο από κομμάτια παζλ (κομμάτια από τη μνήμη και άλλες αισθήσεις). Μόλις βρεθώ μπροστά σε κάποιο φαινόμενο, αμέσως επιστρατεύω τα κομμάτια του παζλ που ήδη ενυπάρχουν σε μένα για να το εικονογραφήσω στο μυαλό μου (κάτι παρόμοιο περιέγραφε και η Julia Kristeva στην έρευνά της για τη διακειμενικότητα).
Η περιγραφή της πραγματικότητας που δημιουργώ στο κεφάλι μου είναι τόσο ισχυρή και επομένως ικανή να αντικαταστήσει, να ταυτίσει το αντικείμενο που βλέπω με αυτό που αντιλαμβάνομαι, ασχέτως αν είναι διαφορετικά τα δύο ή όχι. Φαίνεται πως ο άνθρωπος τείνει να ελαχιστοποιεί την έκπληξη. Μ’ αυτό τον τρόπο επιχειρεί να ελέγξει τον κόσμο του και να επιβιώσει σ’ αυτόν με τον καλύτερο δυνατό τρόπο.
Σ’ αυτήν την ανθρώπινη τάση ταιριάζει το ανέκδοτο με τον κύριο που έχασε το πορτοφόλι του και κοιτούσε κάτω απ’ το φανάρι του δρόμου για να το βρει. Όταν ένας φίλος του τον ρωτά γιατί να μην κοιτάξει και σε άλλα μέρη μήπως το έχασε κάπου αλλού, αυτός απαντάει: «Αφού μόνο εδώ έχει φως». Πράγματι, η αλήθεια είναι ότι εμείς οι άνθρωποι επιμένουμε στο γνώριμο, στο ελέγξιμο. Γι αυτό είναι και ήταν πάντοτε δύσκολο για τον άνθρωπο να δεχθεί την πιθανότητα του απόλυτα καινούργιου, του εξωγενούς, πολλώ δε μάλλον, να ελπίζει σ’ αυτό. Εννοείται ότι μια τέτοια προσδοκία εμπεριέχει το ρίσκο της απογοήτευσης. Η επιφύλαξη ή η άρνηση του να ελπίζω στο καινούργιο αποκτά έναν αέρα ρεαλισμού, ασφάλειας και σύνεσης αλλά ταυτόχρονα είναι μια συνεχής παραμονή κάτω απ΄ το φανάρι του δρόμου.
Η κλήση του καινούργιου είναι μια κλήση θανάτου, δηλαδή μια κλήση παραίτησης από κάθε έλεγχο, μια κλήση παράδοσης στο άγνωστο, ή . . . στο άγνωστο χέρι που κινεί την ιστορία. Είναι μια πρόσκληση στη λογική να υπερβεί το ένστικτο, να αφήσει ανοιχτό το ενδεχόμενο ότι μπορεί να φανεί στον ορίζοντα κάτι που «μάτι δεν έχει δει». Πρόκειται για την πίστη στη δημιουργία εκ του μηδενός, πρόκειται για την προφητική όραση που πασχίζει να ντύσει με γνώριμες λέξεις αυτό που δεν μπορεί να αρθρώσει επειδή δεν το χει ξαναδεί.
Ο ρόλος της ιστορίας της δημιουργίας εκ του μηδενός δεν ήταν ούτε είναι να παραδώσει μαθήματα επιστήμης των απαρχών. Ο ρόλος της ιστορίας της δημιουργίας ήταν και είναι η πυροδότηση μιας νέας ιστορίας δημιουργίας (Ησα 65:17). Είναι να κρατήσει ανοιχτό το ενδεχόμενο ότι υπάρχει κάτι το οποίο δεν είδες ή βίωσες ακόμα. Το απόλυτα καινούργιο είναι εφικτό, εγκυμονείται, ἤγγικεν.
Η ιστορία της δημιουργίας πυροδότησε και την ιστορία της εξόδου, της δημιουργίας του Ισραήλ. Το απόλυτα νέο μοιάζει με τη γέννηση ενός μωρού σ’ ένα ζευγάρι Λευιτών (Έξοδ 2:1). Μια ασήμαντη φρασούλα θα ενώσει τη δημιουργία του κόσμου με τη γέννηση αυτού του παιδιού και του ρόλου που θα παίξει στην ιστορία: «Και [η μητέρα του] τον είδε ότι ήταν καλός» (Έξοδ 2:2: wattere otho ki-tov hu). Το ρήμα «βλέπω» μαζί με το επίθετο «καλό» σχεδόν πάντα στη Βίβλο χρησιμοποιείται για τον Θεό την ώρα της δημιουργίας, επτά φορές (Γεν 1:4, 10, 12, 18, 21, 25, 31). Έτσι κι εδώ, οι ενδείξεις λένε ότι η γέννηση του παιδιού είναι το ελπιδοφόρο γεγονός που πρόκειται να ξεκινήσει μια δεύτερη δημιουργία. Είναι δυνατόν, σ’ έναν απλό Λευίτη να αποδοθεί ένας ρόλος τόσο καθοριστικός για την ιστορία όσο ο ήλιος, οι πλανήτες και τα αστέρια; Κι όμως, ο Μωυσής φορτίζεται απ’ την αρχή με τέτοιες διαστάσεις.
Κι έτσι κατασκευάζεται η «κιβωτός» (Έξοδ 2:3: tevah) στην οποία θα σωθεί το παιδί των Λευιτών. Η κιβωτός του Μωυσή παραπέμπει στην κιβωτό του Νώε, εφόσον η μόνη άλλη περίπτωση όπου η λέξη tevah χρησιμοποιείται είναι για την κιβωτό του Νώε (Γεν 6:14), τη δεύτερη αρχαία ιστορία όπου ο Θεός δημιούργησε ξανά απ’ την αρχή. Το λεκτικό παζλ μας βοηθά να συνδέσουμε τις δύο ιστορίες και θεωρώ ότι η συγκεκριμένη λέξη τοποθετείται εσκεμμένα για να οδηγήσει τον αναγνώστη στη σύνδεση με τον κατακλυσμό, με μια νέα δημιουργία. Παρόλο που η ζωή του παιδιού (δηλ. ολόκληρου του λαού) απειλείται, η αποτυχία του δυνατού να συντρίψει τον αδύναμο και ευάλωτο, το αβοήθητο βρέφος, είναι αξιοσημείωτη. Υπάρχει μια κιβωτός ικανή να πλεύσει, να οχυρώσει ανεξήγητα τον ανήμπορο μέσα στα απειλητικά νερά του χάους που τον περικυκλώνουν. Η ζωή ειρωνικά θριαμβεύει μέσα στο ποτάμι ενός θεού άγνωστου, του εχθρικού Νείλου, και μαζί με τη ζωή θριαμβεύει και η προσδοκία για το νέο.
Γνωρίζοντας αυτή την ανθρώπινη τάση να ερμηνεύει κανείς τα πάντα υπό το φως του γνώριμου, πώς θα έπρεπε να αντιδρώ; Πρώτον, πρέπει να αναγνωρίσω ότι πιθανότατα δεν εξαιρούμαι απ’ αυτήν την ανθρώπινη λειτουργία. Ταυτόχρονα, όμως, μπορώ συνειδητά να «ανοίξω» προς το άγνωστο, προς το καινούργιο. Ακόμα και εντός του πλαισίου του γνώριμου και του οικείου, να αφήνω συνεχώς χώρο για την έκπληξή μου. Παραδειγματική είναι η στάση της αδελφής του Μωυσή.
Η αδελφή του Μωυσή, ο παρατηρητής της ιστορίας ή «κατάσκοπος» της ιστορίας κατά τους Εβδομήκοντα, περιμένει να δει «τι θα γίνει σ’ αυτόν» (Έξοδ 2:4: mah-yye’aseh lo). Είναι τόσο φορτισμένο αυτό το ρήμα στην παθητική φωνή. Από ποιον θα γίνει; Ποια η προσδοκία; Πού η τυχαιότητα της ύπαρξης; Η ιστορία απαιτεί και βρίσκει στο πρόσωπο της αδελφής του Μωυσή τον ιδανικό αναγνώστη, τον ιδανικό επόπτη των γεγονότων. Ένα βλέμμα που παρακολουθεί τις εξελίξεις στο χάος με ανοιχτοσύνη προς το αόρατο χέρι που κινεί την ιστορία, με αναμονή, ερμηνεύοντας κάθε ασήμαντη λεπτομέρεια και συγκυρία ως επεισόδιο πλοκής, μιας πλοκής με κατεύθυνση, προορισμό και σχέδιο. Πάντα υπάρχει θείο χέρι πίσω απ’ την εβραϊκή παθητική φωνή. Όμως δεν ξέρουμε ακριβώς «τι θα γίνει σ’ αυτόν». Το μέλλον είναι ανοιχτό. Εγώ το μόνο που μπορώ να γνωρίζω είναι ότι επέλεξα τη ζωή, είπα «όχι» στον θάνατο του ανυπεράσπιστου, αψήφησα τις επιβολές του δυνατού, τοποθέτησα τις ελπίδες μου στην κιβωτό και τώρα περιμένω να δω τι θα γίνει σ’ αυτόν, σε μας. Η προσμονή νοηματοδοτεί τις ενέργειές μου, δίνει αξία σε όλα μου τα ρίσκα. Δεν είναι ποτέ παθητική. Η προσμονή, παρόλο που διαισθάνεται μια τάξη αόρατη, μια πλοήγηση νοήματος, συμμετέχει ενεργά στη διεξαγωγή του θαύματος της διάσωσης του βρέφους: «καὶ εἶπεν ἡ ἀδελφὴ αὐτοῦ τῇ θυγατρὶ Φαραω θέλεις καλέσω σοι γυναῖκα τροφεύουσαν ἐκ τῶν Εβραίων καὶ θηλάσει σοι τὸ παιδίον» (Έξοδ 2:7).
Δεν είναι τρελό, λοιπόν, να σκεφτούμε το ενδεχόμενο ότι το απόλυτα καινούργιο είναι υπαρκτό όσο κι αν η νόησή μας αδυνατεί να το αρθρώσει. Δεν είναι τρελό να σκεφτούμε το ενδεχόμενο ότι αυτό που ψάχνουμε βρίσκεται πέραν απ’ το οικείο φως του φαναριού. Και τέλος, δεν είναι τρελός αυτός που απομακρύνεται απ’ το φανάρι, αψηφά το σκοτάδι και βρίσκεται πάντοτε σε αναμονή της έκπληξης, περιμένοντας να δει «τι θα γίνει σ’ αυτόν».