Γυναίκα ενώπιον Χριστού

pieta

For English read here.

(Σκέψεις που μοιράστηκα στην εκδήλωση του Πολιτιστικού Συλλόγου Καρυάς Τήνου, «Γυναίκα και Επιλογές»
3 Αυγούστου 2014)

Τι σημαίνει θρησκευτικό βίωμα για τη σύγχρονη γυναίκα;

Στις μέρες μας ο κόσμος μιλάει πολύ για πνευματικότητα. Όχι μόνο αυτοί που ασπάζονται μια θρησκεία αλλά ακόμα και αγνωστικιστές ή αθεϊστές λένε ότι ο άνθρωπος έχει μέσα του την αίσθηση του υπερβατικού, αναγνωρίζει κάτι πέραν απ’ τον ίδιο του τον εαυτό. Οι αθεϊστές, όμως, δεν ταυτίζουν αυτή την αίσθηση με την ύπαρξη κάποιου αντικειμένου το οποίο να ανταποκρίνεται απαραίτητα στην τάση αυτή του ανθρώπου για δέος, λατρεία, υπέρβαση του εαυτού. Θεωρούν ότι αυτή η ανθρώπινη εσωτερική «δίψα» είναι μέρος της βιολογίας μας. Είναι ο τρόπος με τον οποίο είμαστε φτιαγμένοι.

Όταν όμως μιλάμε για θρησκευτικό βίωμα—όχι για μια ακαθόριστη πνευματικότητα—είμαστε αναγκασμένοι να ορίσουμε το περιεχόμενο αυτού του βιώματος. Το πλαίσιο μέσα στο οποίο ερμηνεύεται, αν θέλετε, η έκφραση της πνευματικότητάς μας.

Η ανάγκη για τον καθορισμό του περιεχομένου της πίστης απωθεί αρκετούς ανθρώπους κάνοντάς τους να νιώθουν ότι περιορίζονται σε δόγματα άκαμπτα, απαρχαιωμένα, απόλυτα. Ακόμα, πολλοί θεωρούν ότι δεν μπορεί να έχει κάθε άνθρωπος πρόσβαση σ’ αυτά, στις δύσβατες θεολογικές έννοιες δηλαδή, και στην πολύπλοκη φιλοσοφική σκέψη που απαιτείται για τη μελέτη τους. Τους φαίνονται ελιτιστικά. Υπάρχει μια δόση αλήθειας σ’ αυτή την ανησυχία. Στο κάτω κάτω η Βίβλος δεν είναι μια λίστα δογματικών θέσεων κάτω από την οποία πρέπει ο πιστός να υπογράψει, λες και υπογράφει συμβόλαιο, αλλά είναι κυρίως μια ιστορία. Μια αφήγηση που προηγείται του δόγματος. Μάλλον, είναι πολλές αφηγήσεις κεντημένες μαζί σε μία μεγάλη αφήγηση. Μια αφήγηση προσβάσιμη σε μικρούς και μεγάλους, σε αγράμματους και σε διανοούμενους.

Αν ορίσουμε κάτω απ’ αυτό το φως τώρα το θρησκευτικό βίωμα, και συγκεκριμένα το χριστιανικό βίωμα, πρέπει να πούμε, μαζί με τον θεολόγο Stanley Hauerwas, ότι το θρησκευτικό βίωμα δεν είναι τίποτα άλλο, ή δεν πρέπει να είναι τίποτα άλλο, από την ικανότητά μας να ακούμε την αφήγηση του Θεού της Βίβλου και να ζούμε με έναν τρόπο πιστό κι αφοσιωμένο σ’ αυτήν την αφήγηση. Να ζωντανέψει η αφήγηση στην καθημερινότητά μας, να μας δώσει το πρίσμα μέσα από το οποίο βλέπουμε τη ζωή μας.

Μια συγκλονιστική ιστορία στο Κατά Λουκάν ευαγγέλιο μιλάει για το βίωμα μιας γυναίκας στο πρόσωπο της οποίας διαγράφονται οι πιο επίπονες εμπειρίες που θα μπορούσε να έχει μια μάνα και μια σύζυγος. Καθώς ο Ιησούς πορεύεται προς την πόλη Ναΐν, βλέπει ανθρώπους να κουβαλάνε έξω απ’ τις πύλες της πόλης έναν νεκρό άντρα. Ο Ιησούς μαθαίνει ότι αυτός ο άντρας ήταν ο μοναχογιός μιας χήρας, μιας γυναίκας που μένει τώρα δίχως κανένα στήριγμα, ούτε σύντροφο ούτε παιδί. Μπροστά σ’ αυτό το θέαμα ο Ιησούς δεν μένει ανεπηρέαστος. Το ευαγγέλιο μας λέει: «…καὶ ἰδὼν αὐτὴν ὁ κύριος ἐσπλαγχνίσθη ἐπ᾽ αὐτῇ καὶ εἶπεν αὐτῇ• μὴ κλαῖε.» (Λουκ 7:13)

Η αφήγηση τοποθετεί τον Χριστό μπροστά στη γυναίκα, ενώπιον του πόνου της. Τη συναντά μέσα στην ασήκωτη καθημερινότητα του χαμού, της απώλειας, της έλλειψης, της ανάγκης. Την βλέπει, την παρακολουθεί, βαδίζει προς το μέρος της, ταυτίζεται μαζί της. Την σπλαχνίζεται. Εδώ ακριβώς, αυτό το σημείο της αφήγησης, είναι το έδαφος στο οποίο μπορεί να ριζώσει το θρησκευτικό βίωμα της γυναίκας αυτής, και κάθε γυναίκας που προχωρά συχνά λαβωμένη μέσα στο ταξίδι του βίου.

Ποιο ακριβώς είναι αυτό το έδαφος της χριστιανικής αφήγησης στο οποίο μπορεί να πατήσει η γυναίκα σήμερα; Τι στήριγμα προσφέρει μια ιστορία σαν αυτή της χήρας από την Ναΐν, μια από τις τόσες ιστορίες της χριστιανικής αφήγησης;
Θεωρώ ότι το πιο σημαντικό στήριγμα για τη γυναίκα σήμερα είναι αυτό το αγκάλιασμα της κατανόησης, της συμπόνιας, της αγάπης, της αποδοχής και της ταύτισης του Κυρίου μ’ αυτήν, με το βάρος της, με τις πληγές της, με τους φόβους και τις ανασφάλειές της: «ὁ κύριος ἐσπλαγχνίσθη ἐπ᾽ αὐτῇ.»

Η γυναίκα σήμερα ζει σε έναν κόσμο όπου συνεχώς «βαθμολογείται» για τις επιδόσεις της. Πρέπει να διατηρεί ένα ωραίο σώμα σαν αυτά με τα οποία βομβαρδίζεται στις τηλεοράσεις και στα περιοδικά. Πρέπει να είναι υπόδειγμα καλής μητέρας, παρέχοντας στα παιδιά της ό,τι και οι άλλες μητέρες αγοράζουν στα δικά τους παιδιά. Πρέπει να είναι η άψογη σύζυγος και να δίνει την εικόνα ενός γάμου χωρίς προβλήματα προς τους έξω. Κάποιες φορές, ακόμα, πρέπει να φαίνεται ως μια ολοκληρωμένη και ανεξάρτητη φεμινίστρια, προσπαθώντας απεγνωσμένα να πείσει τον εαυτό της ότι είναι πολύ δυνατή για να χρειάζεται τη βοήθεια κάποιου ανθρώπου δίπλα της.

Η γυναίκα σήμερα είναι κουρασμένη, στραγγισμένη. Δεν χρειάζεται να κουβαλάει στους ώμους της ακόμα ένα βάρος, ακόμα μια υποχρέωση, ακόμα μια απαίτηση καλών επιδόσεων—αυτή τη φορά θρησκευτικών επιδόσεων μπροστά σ’ ένα θείο ακροατήριο. Δεν είναι αυτή η χριστιανική αφήγηση, δεν μιλάμε για ένα φορτίο θρησκευτικών υποχρεώσεων.

Όταν ο προφήτης Ησαΐας περιγράφει τη θρησκεία της Βαβυλώνας παρουσιάζει τον λαό της Βαβυλώνας να κουβαλάει όλο το βάρος των θεών του μαζί του στην αιχμαλωσία. Λέει στο κεφάλαιο 46:1-2: «΄Επεσε ο Βηλ, συντρίφτηκε ο Νεβώ! Τα είδωλά τους τα ΄βαλαν πάνω στα ζώα, στα υποζύγια• τα φόρτωσαν πάνω στα κουρασμένα από το βάρος κτήνη. 2 Σκύβουν όλα και γονατίζουν, δεν μπορούν να διασώσουν το φορτίο, κι αυτά μαζί οδηγούνται στην αιχμαλωσία.» Η εικόνα εδώ δείχνει θεούς που δεν μπορούν να κουβαλήσουν, όχι μόνο τους πιστούς τους, αλλά ούτε τους ίδιους τους εαυτούς τους. Είναι ανήμποροι να αναπαύσουν τον λαό γιατί είναι οι ίδιοι εξαρτημένοι απ’ τον λαό. Ρίχνουν το βάρος τους πάνω στο λαό τους. Γι αυτό συνεχίζει ο Ησαΐας επιμένοντας ότι, αν πρόκειται να ακολουθείς έναν Θεό, αυτός ο Θεός πρέπει να είναι ικανός να σε αναπαύει, να βλέπει το βάρος σου, να σε κουβαλάει αυτός. Γράφει στο κεφ. 46:3: «λέει ο Κύριος: Εγώ σας φρόντισα απ’ την κοιλιά της μάνας σας και σας ανέλαβα απ’ τη στιγμή που ήρθατε στον κόσμο. 4 Ωσότου να γεράσετε, εγώ θα παραμένω ο ίδιος, κι ωσότου ασπρίσουν τα μαλλιά σας, εγώ θα σας κρατώ. Εγώ σας έφτιαξα κι εγώ θα σας φροντίζω• βοήθεια θα σας δώσω και λυτρωμό.»

Η βοήθεια δεν είναι η θαυματουργική εξαφάνιση των προβλημάτων, των προκλήσεων της σύγχρονης γυναίκας. Δεν είναι ο «από μηχανής Θεός». Είναι ο ενσαρκωμένος Θεός. Ο Θεός δηλαδή που έπαθε, που γεύτηκε τον πόνο, που ταυτίζεται με τη γυναίκα, που κοινωνεί στη θλίψη της, στη σάρκα της, στις απώλειές της. Είναι ο Κύριος της αφήγησής που βλέπει τη χήρα, που πορεύεται προς αυτήν εν μέσω κηδείας του μονάκριβου παιδιού της και τη σπλαχνίζεται.

Πώς μπορεί η γυναίκα που βιώνει τον Θεό εντός μιας τέτοιας αφήγησης να είναι πιστή στην αλήθεια αυτής της αφήγησης; Το θρησκευτικό βίωμα δεν είναι ατομικιστικό. Μπορεί η θρησκευτική εμπειρία να είναι ιδιωτική αλλά, αν είναι αυθεντική, δεν μπορεί να παραμείνει ιδιωτική.

Εδώ δεν μιλάμε για την υποχρέωση της γυναίκας προς τον Θεό, δεν μιλάμε για μια προσδοκία ανταπόδοσης, δεν μιλάμε για ηθικό καθήκον. Μιλάμε για πλεόνασμα αγάπης. Ο θεολόγος και ποιητής Christian Wiman λέει «η σιωπή είναι η γλώσσα της πίστης. Η πράξη—στην εκκλησία, στη φιλανθρωπία, στην πολιτική, στην ποίηση—είναι η μετάφραση.» Αν το θρησκευτικό βίωμα δεν μεταφραστεί, παραμένει νεκρό γράμμα.

Η σταυρική προσφορά της θείας αγάπης παράγει στον παραλήπτη περισσεύματα, σαν αυτά απ’ το θαύμα με τα ψωμιά και τα ψάρια. Περισσεύματα που χορταίνουν και τον άλλο, τον πλησίον. Κι εδώ είναι που το θρησκευτικό βίωμα της γυναίκας υπερβαίνει τον εαυτό. Βγαίνει έξω απ’ την περιοχή ασφαλείας, πατάει έξω απ’ την βάρκα πάνω σε απειλητικά κύματα. Ρισκάρει για να συναντήσει αυτή τώρα τον πόνο του άλλου, να πορευθεί αυτή προς στον πληγωμένο, στον πεινασμένο, στον πενθούντα. Και έτσι, μ’ αυτό τον τρόπο η αφήγηση ζει μέσα της, συνεχίζεται μέσα στο χρόνο. Θρησκευτικό βίωμα με περιεχόμενο και με αντίκτυπο.

Δεν μπορεί να υποτιμηθεί η αξία και η επίδραση των ιστοριών που λέει η σύγχρονη γυναίκα στον εαυτό της αλλά και στους γύρω της. Εάν αυτό που ακούει η γυναίκα σήμερα είναι ότι δεν έχει αξία ή ότι πρέπει να παράγει την αξία της, τότε και ο Θεός της θα φαίνεται να λέει το ίδιο και κάθε της εμπειρία θα ερμηνεύεται, πίσω από κάθε σκέψη της, μέσ’ απ’ το ίδιο πρίσμα. Αυτή η γυναίκα θα κουβαλάει τον θεό της. Θα κουβαλάει τον θεό που θα τη βαραίνει, θα τη βαραίνει μέχρι που θα πέσει απ’ τα χέρια της και θα θρυμματιστεί.

«Ο Θεός αγάπη εστί». Ποια αφήγηση θα λέμε στους εαυτούς μας; Ποια ιστορία θα υφάνουν οι γυναίκες της γενιάς μας; Ποια αλήθεια θα ενσαρκώσουμε εμείς στους γύρω μας;