Φιάλη προσευχής

pouring_light31Αυτή είναι μια προσευχή. Μια προσευχή που δεν θα μ’ ενοχλούσε να κρυφακούσει κάποιος αν το θέλει, γιατί μπορεί κι αυτός/η να την είπε κάποτε.

Το σώμα συχνά ξεχειλίζει από κάποιο άγνωστο περιεχόμενο, κοχλάζει, αφρίζει και σπρώχνει σαν πίδακας να βγει προς τα έξω. Αυτό είναι προσευχή. Δεν είναι όλες οι προσευχές έτσι, αλλά πολλές, οι περισσότερες τουλάχιστον στη Βίβλο, έτσι είναι. Κάπου διάβασα ότι η μεταφορά του σώματος ως σκεύος, ως κάτι δηλαδή που έχει περιεχόμενο και ιδιαίτερα υγρό περιεχόμενο—ο χαρακτηρισμός του σώματος ως ποτήρι—είναι παγκόσμιος. Κάθε γλώσσα μιλάει για το σώμα με τέτοιες περιγραφές. Ναι, λοιπόν. Η προσευχή είναι το ξεχείλισμα του ποτηριού, από χαρά ή από θλίψη, ή πολύ συχνά θυμό.

Αυτό το ξεχείλισμα πρέπει να πάει κάπου. Δεν γίνεται να βράσει, να αφρίσει και να σκορπιστεί σαν λάβα όπου βρει. Ανεξέλεγκτα. Ας δοθεί σε ένα άλλο σκεύος που αντέχει. Οι φιάλες ας ξεχυθούν στο μεγάλο καζάνι που όλα τα δέχεται, κι ας ξεθυμάνουν.

Κι αυτός που σε πληγώνει, που σ’ εξοργίζει, είναι κι αυτός ένα πήλινο σκεύος που σιγοβράζει μαζί με σένα. Κάποιος το φτιαξε, κάποιος του βαλε φωτιά, κάποιος κι αυτόν τον δοκιμάζει. Κι αυτό είναι το πιο εξοργιστικό απ’ όλα. Γιατί εκεί που θες να πάρεις την εκδίκησή σου, εκεί που θες ο άλλος να μάθει το μάθημά του, βλέπεις τις ρωγμές στο σκεύος του, βλέπεις την φωτιά που σπινθηρίζει από κάτω του. Βλέπεις πόσο αδύναμός είναι κι αυτός και τον λυπάσαι. Βλέπεις τον ίδιο σου τον εαυτό στη δική του ζωή. Κι ακούς: «Έλα σε Μένα. Ξέσπασε σε Μένα. Άστον αυτόν. Σε μένα λογοδοτεί αυτός. Οι φιάλες να χυθούν στον θρόνο μου….»

Θεέ μου. Πότε θα με μάθεις ν’ απορροφώ τη βία και την κακία του κόσμου; Ναι, καλά το μαστίγιο στο ναό, αλλά δεν είναι το μαστίγιο του ναού που μας έσωσε. Ο σταυρός! Εκεί τι γίνεται; Εκεί τα ρούφηξες όλα απ’ τ’ αγρίμια αυτής της γης. Εκεί πού ήταν το μαστίγιο; Ο σταυρός είν’ η ελπίδα αυτού του κόσμου, το φρένο στον αιώνιο κύκλο βίας. Εκεί να καθίσω μέχρι να μάθω, να μάθω, να μάθω.

Μυρτώ, κι εσύ μες στα αγρίμια ήσουνα. Το πρώτο βήμα του θυμού είναι η «μαρτυροποίηση» του εαυτού. Ο άλλος, ο βίαιος. Εγώ, το θύμα. Ο άλλος, ο διώκτης. Εγώ, στο μέρος του σταυρού. Εγώ παρέα με τον Χριστό και οι άλλοι, οι άλλοι που δεν βλέπουν, που δεν κατάλαβαν, που θέλουν πολλή δουλειά ακόμα. Τι όμορφα που συγύρισα τον κόσμο μου! Τα καθαρά και τα ακάθαρτα. Θεέ μου, σώσε με απ’ την ερμηνεία μου!

Δεύτερο βήμα: η αναμενόμενη ανταμοιβή μου. Η καλή Χριστιανή θα υπομένει και κάποια μέρα θα φανεί, θα φανερωθεί ποιος είχε δίκιο και ποιος άδικο! Μια μέρα θα υψωθώ και θα απολαμβάνω την ταπείνωση του εχθρού μου! Μα η Βίβλος δεν το λέει; Θα ‘ρθει μια μέρα…. Ναι, ναι, κι εσύ σαν κλασσικός Ιωνάς κάθισες από τώρα στο βουνό σου περιμένοντας το τέλος. «Ας μη δω την ταπείνωση της Νινευή τώρα», λες. «Και τι έγινε; Ξέρω να περιμένω. Θα την απολαύσω πιο μετά». Καημένη Μυρτώ. Αυτός που υποφέρει, υποφέρει με την ελπίδα να δει τον εχθρό του στο ίδιο στρατόπεδο. Τι δουλειά έχει η δική σου ελπίδα για τον καινούργιο κόσμο μ’ αυτήν του σταυρωμένου; Εσύ αναβάλλεις την ικανοποίηση του εγωισμού σου για μετά και το θεωρείς αυτό ζωή του μέλλοντος αιώνος. Κάτσε στα πόδια του σταυρού λίγο ακόμα.

Θεέ μου. Από πού να κρατηθώ;

Η οργή και η αίσθηση της αδικίας είναι η εντύπωση ότι κάποιος με έκλεψε. Μου λείπει αυτό που μου ανήκει και κάποιος μου το πήρε. Κάποιος φταίει. Παραβιάστηκαν τα δικαιώματά μου.

Όχι δεν υπάρχει κλοπή, δεν υπάρχει παραβίαση. Κανείς δεν σου πήρε τίποτα. Όπως εμένα κανείς δεν μου έκλεψε τη ζωή. Κανείς δεν με σταύρωσε. Εγώ βάζω τη ζωή μου κάτω, Εγώ τη δωρίζω απλόχερα χάριν των προβάτων. Εγώ τη δίνω κι Εγώ την παίρνω πίσω. Το πικρό ποτήρι Εγώ το λαμβάνω απ’ τα χέρια του Πατέρα, δεν μου το ποτίζει κανείς. Πότε θα βασιλεύσεις πάνω σ’ όλα αυτά; Πότε θ’ αναποδογυρίσεις τον κόσμο σου; Πότε θα πάρεις εσύ τον σταυρό σου και όχι να τον δέχεσαι παθητικά απ’ όπου έλθει;

Θεέ μου, δεν μπορώ. Δεν μπορούμε. Βοήθησέ μας, Θεέ μου, να μην ονειρευτώ ποτέ έναν κόσμο χωρίς τον αδελφό μου. Να μην φανταστώ ποτέ ένα μέλλον απ’ το οποίο θ’ απουσιάζει κάποιος που εσύ αγάπησες. Να γκρεμιστούν οι λόφοι-κερκίδες που περιμένουν την πτώση του άλλου. Κι ας πονάνε, κι ας πονάνε τα κτυπήματα του άλλου, αλλά να μη σβήσει αυτός, μη γίνω φονιάς στην εσχατολογία μου, να μη στενέψω την αγκάλη σου Θεέ μου.

Ελέησον ημάς.