Ενόψει της Κυριακής του Θωμά, προκύπτει – τουλάχιστον σε μένα – το ερώτημα «ποιο ήταν το πρόβλημα με τον Θωμά;» Θα μπορούσε κανείς να πει ότι το πρόβλημα με τον Θωμά, τον λεγόμενο «άπιστο», είναι ότι ζητούσε αποδείξεις, ήθελε να ψηλαφήσει, να επιβεβαιώσει με τη λογική του, με τις αισθήσεις του ότι πράγματι η ανάσταση του Ιησού ήταν μια ιστορική πραγματικότητα. Θα μπορούσαμε να τον κατατάξουμε στους μοντερνιστές επιστήμονες οι οποίοι δεν δέχονται αλήθειες που δεν υπόκεινται σε λογικές διαδικασίες επαλήθευσης, δεν δέχονται πραγματικότητες που να μην είναι εξακριβώσιμες με τα κοινώς αποδεκτά εμπειρικά εργαλεία νόησης και απόδειξης γεγονότων. Αντιθέτως, οι υπόλοιποι μαθητές είχαν υποδειγματική πίστη. Δεν αμφισβήτησαν. Δεν απαίτησαν να αγγίξουν τις πληγές. Ήταν, όμως, αυτή τελικά η διαφορά ανάμεσα στους υπόλοιπους μαθητές και στον Θωμά;
Η μέθοδος της ψηλάφησης ως μέσου εξακρίβωσης δεν καταδικάζεται στα ευαγγέλια. Ο Ιησούς κάλεσε όλους τους μαθητές να τον ψηλαφήσουν για να εξακριβώσουν ότι είναι όντως ο Ίδιος αναστημένος και να πάψουν να αμφιβάλλουν (Λουκ 24:38-39). Προφανώς, δεν ήταν μόνο ο Θωμάς που ψηλάφησε, αλλά κι άλλοι μαθητές (Α΄ Ιωαν 1:1).
Ούτε ήταν ο Θωμάς ο μόνος που «απίστησε». Στην ίδια παγίδα είχαν πέσει όλοι οι μαθητές οι οποίοι απέρριψαν τα λεγόμενα των γυναικών γιατί τους φάνηκαν ανόητα (Λουκ 24:11: «καὶ ἐφάνησαν ἐνώπιον αὐτῶν ὡσεὶ λῆρος τὰ ῥήματα ταῦτα, καὶ ἠπίστουν αὐταῖς»). Μάλιστα, ο ίδιος ο Ιησούς αποκαλεί δύο απ’ τους μαθητές «ανόητους» για την απροθυμία τους να πιστέψουν στα λόγια των γυναικών (Λουκ 24:22-25).
Τότε ποιο ήταν το πρόβλημα με τον Θωμά; Ο Ιησούς δεν καταδικάζει τον Θωμά επειδή ήθελε να δει και να ψηλαφήσει. Και οι άλλοι μαθητές Τον άγγιξαν. Αυτό για το οποίο καταδικάζεται ο Θωμάς, αλλά κι οι δυο μαθητές στον δρόμο προς Εμμαούς, είναι η απροθυμία τους να εκτιμήσουν την αξία της μαρτυρίας του Άλλου. Πρώτα απ’ όλα καταδικάζονται γιατί δεν άκουσαν τη μαρτυρία των προφητών και της Παλαιάς Διαθήκης γενικά (Λουκ 24:25-27). Η απόρριψη της μαρτυρίας των γυναικών στον τάφο φανέρωνε την ίδια απροθυμία να αφουγκραστούν το μήνυμα της Παλαιάς Διαθήκης, όχι ενός αρχαίου βιβλίου, αλλά μαρτυριών πραγματικών ανθρώπων, φωνών που εκφράζουν ιστορική εμπειρία.
Το ίδιο συμβαίνει και με τον Θωμά. Το πρόβλημα δεν ήταν η επιθυμία του να δει και να ψηλαφήσει. Όλοι οι μαθητές είχαν το ίδιο προνόμιο κατόπιν πρόσκλησης του ίδιου του Χριστού. Το πρόβλημα ήταν η απροθυμία του να δεχτεί τη μαρτυρία των Άλλων ως ισάξια της δικής του. Δίστασε να δεχτεί την εμπειρία αυτών που είδαν τον Ιησού ως επαρκώς αντιπροσωπευτική της πραγματικότητας. Ο κίνδυνος που διατρέχεται με τον Θωμά είναι αυτός της υποβίβασης της γραπτής μαρτυρίας της κοινότητας της πίστης έναντι της ατομικής (ίσως ατομικιστικής) εμπειρίας.
Η ιστορία του Θωμά είναι τοποθετημένη στο κείμενο σ’ αυτό ακριβώς το σημείο για να υποστηρίξει το εξής δίδαγμα για τις επόμενες γενιές: «μακάριοι οἱ μὴ ἰδόντες καὶ πιστεύσαντες» (Ιωάν 20:29). Αυτοί οι «μη ιδόντες» όμως, δεν είναι άλλοι από τους αναγνώστες των Γραφών και όχι μια οποιαδήποτε ομάδα με τη δική της αυτόνομη εμπειρία του Ιησού. Το κείμενο συνεχίζει «ταῦτα δὲ γέγραπται ἵνα πιστεύ[σ]ητε ὅτι Ἰησοῦς ἐστιν ὁ χριστὸς ὁ υἱὸς τοῦ θεοῦ, καὶ ἵνα πιστεύοντες ζωὴν ἔχητε ἐν τῷ ὀνόματι αὐτοῦ» (Ιωάν 20:31). Η ιστορία του Θωμά στοχεύει σ’ αυτούς που την διαβάζουν. Είναι τοποθετημένη σ’ αυτό το σημείο για να αναδείξει την κρισιμότητα του γραπτού λόγου που κρατάει ο αναγνώστης στα χέρια του και να επιβεβαιώσει ότι η αποδοχή αυτού του λόγου ισοδυναμεί με μια άμεση εμπειρία.
Εδώ εγείρεται το ερώτημα: δεν είναι η προσωπική εμπειρία της όρασης, της αφής, της ακοής ανώτερη απ’ τον γραπτό λόγο; Αυτή η ερώτηση είναι εντελώς λανθασμένη επειδή δεν βλέπει τον γραπτό λόγο ως τη συλλογή των προσωπικών εμπειριών της όρασης, της αφής, της ακοής και όλων των υπόλοιπων αισθήσεων. Ο γραπτός λόγος είναι η μαρτυρία των εμπειριών του Άλλου, των Άλλων, μιας κοινότητας ανθρώπων μέσα στους αιώνες οι οποίοι είδαν και ψηλάφησαν και κατέγραψαν τις ιστορικές τους εμπειρίες. Γι’ αυτό η τοποθέτηση της δικής μου προσωπικής εμπειρίας πάνω και πέραν της μαρτυρίας πλήθους ανθρώπων που προηγήθηκαν είναι εγωιστική και καταδικαστέα. Η προτίμηση της δικής μου εμπειρίας έναντι του γραπτού λόγου δεν αναδεικνύει τίποτα άλλο από το ότι θεωρώ τη δική μου εμπειρία ανώτερη ή εγκυρότερη από την εμπειρία του Άλλου ή ακόμα ως μέτρο της εγκυρότητας της εμπειρίας του Άλλου. Θέτω την δική μου εμπειρία ως αυτήν που θα καθορίσει κατά πόσο οι άλλοι λένε την αλήθεια.
Αλλά, εάν οι έντεκα άγγιξαν τον Ιησού, εάν οι γυναίκες μου λένε ότι αναστήθηκε, τι με κάνει να θεωρώ ότι η δική μου μαρτυρία είναι αυτή που θα επικυρώσει τη μαρτυρία των άλλων; Γιατί όχι το αντίστροφο;
Η συλλογική μαρτυρία της πραγματικότητας μέσα στους αιώνες είναι εξίσου έγκυρη, αν όχι περισσότερο έγκυρη και αξιόπιστη, από την ατομική εμπειρία. Η εξουσία και η αυθεντία της συλλογικής εμπειρίας είναι ανώτερη από την εξουσία του ενός. Η συλλογική διαχρονική μαρτυρία είναι ταυτόχρονα απελευθερωτική γιατί απαλλάσσει το άτομο από το ασήκωτο βάρος της οικοδόμησης μιας πραγματικότητας που βασίζεται στα εμπειρικά μέσα του ενός ή της μιας μόνο ομάδας ή της μιας μόνο γενιάς που αγνοεί το βάρος της μαρτυρίας αιώνων.
Αυτό δεν σημαίνει ότι πρέπει να είναι κανείς άβουλο ον πάντοτε υποταγμένο στον λόγο και την ερμηνεία των άλλων χωρίς κριτική σκέψη. Ο λόγος των άλλων έχει κύρος όταν ο ίδιος σέβεται και άγεται από το πνεύμα άλλων μαρτύρων μέσα στους αιώνες. Επομένως, τα λόγια των γυναικών ή τα λόγια των μαθητών έχουν κύρος μόνο και μόνο γιατί μπορούν να επικυρωθούν από τα λόγια των προφητών. Αποτελούν μέρος της κοινής αφήγησης που ενώνει τον λαό του Θεού μέσα στους αιώνες. Κινούνται στην ίδια τροχιά. Ακόμα και η μαρτυρία του Μωυσή έχει κύρος γιατί συνάδει με την μαρτυρία του Αβραάμ, του Ισαάκ και του Ιακώβ για το Ποιος είναι ο Θεός και ποια τα σχέδια του για τον κόσμο (Έξοδ 3:15-17).
Καθώς μιλάμε με νέα παιδιά που συνεχώς αναζητούν τη θέση τους σ’ αυτό το «πλήθος μαρτύρων», αυτή η συζήτηση είναι εξαιρετικά σημαντική. Πρέπει να σκύψουμε με προσοχή και σεβασμό στην μαρτυρία του Άλλου μέσα στους αιώνες, ελεύθεροι από την αλαζονεία της «διαφωτισμένης» εποχής μας και πάνω σ’ αυτή τη μαρτυρία θα προσθέσουμε κι εμείς τη δική μας, όπως ο Θωμάς: «ὁ κύριός μου καὶ ὁ θεός μου» (Ιωάν 20:28). Δεν είμαστε εγκλωβισμένοι στην προηγηθείσα μαρτυρία, είναι αναγκαίο να προσθέσουμε τη δική μας, για την δική μας εποχή.
Το νέο, όχι το αντιδραστικό, θα γεννηθεί εφόσον γνωρίζει και βάζει τη μαρτυρία και την εμπειρία των άλλων μαρτύρων πρώτη, υπεράνω εαυτού ή μάλλον, εφόσον θέτει τη γραπτή διαχρονική εμπειρία ως το πλαίσιο μέσα στο οποίο θα κατανοηθεί και η ατομική εμπειρία. Ταῦτα δὲ γέγραπται . . . για να μπορώ εγώ να γνωρίζω αν η δική μου προσωπική εμπειρία είναι αληθινή, όχι το αντίστροφο.
Τώρα, θα πιστέψει κανείς τον Θωμά;