Λίγες σκέψεις σε διαρκή επεξεργασία θα μοιραστώ σήμερα…
Νομίζω οι περισσότεροι άνθρωποι έχουν ένα μελλοντικό όραμα για έναν καλύτερο κόσμο. Αυτό το όραμα παίρνει διάφορες μορφές. Μπορεί κανείς να το φανταστεί με οικονομικούς όρους ή με ταξικούς όρους, να οραματίζεται έναν κόσμο εξάλειψης των ανισοτήτων μεταξύ φύλων, την παύση του ρατσισμού και των πολέμων, και άλλων. Αυτό το όραμα για την άφιξη του κόσμου σε μια ιδανική φάση διαφορετική από το παρελθόν και το παρόν που βιώσαμε και βιώνουμε, είναι ουσιαστικά η δική μας προσωπική εσχατολογία.
Η εσχατολογία, λοιπόν, απαιτεί εξ’ ορισμού χρόνο γραμμικό, όχι κυκλικό. Ο κυκλικός χρόνος δεν αποβλέπει σε κάτι διαφορετικό, εφόσον ότι έχει συμβεί επαναλαμβάνεται και θα επαναλαμβάνεται. Ακόμα κι αν φτάσουμε σε μια εποχή ικανοποιητική για τους οραματισμούς μας, ο κυκλικός χρόνος γνωρίζει ότι αυτή η εποχή είναι προσωρινή και σύντομα θα τη διαδεχθούν και πάλι δύσκολοι καιροί, παρακμή και αποσύνθεση.
Η εσχατολογία, όμως, για να δει το όραμά της να πραγματώνεται απαιτεί ένα μοναδικό ιστορικό, θαυματουργικό, μη-αναστρέψιμο συμβάν. Αναλυτικά:
1) Χρειάζεται ένα ιστορικό συμβάν, (δανείζομαι τον όρο απ’ τον Alain Badiou αν κι εγώ έχω άλλη κατεύθυνση) ένα γεγονός το οποίο να είναι μοναδικό, δηλαδή, να μην έχει επαναληφθεί. Πρέπει να είναι ένα γεγονός το οποίο δεν μπορεί να βγαίνει μέσα από την ιστορία την οποία ήδη γνωρίζουμε, αλλιώς θα αποτελούσε μέρος ενός κυκλικού χρόνου. Θα ήταν απλά η επανάληψη του ίδιου. Γνωρίζουμε ότι ακόμα και οι καλύτερες συνθήκες που έχουμε βιώσει ιστορικά δεν διήρκεσαν για πάντα αλλά παλινδρόμησαν στις πρωτύτερες συνθήκες. Επομένως, μια εσχατολογία απαιτεί ένα μοναδικό ιστορικό γεγονός.
2) Χρειάζεται ένα συμβάν το οποίο δεν έχει παραχθεί αλλά ούτε και είναι δυνατόν να παραχθεί ανθρωπίνως. Αυτό δεν είναι απλά απαίτηση της εσχατολογίας, είναι η πραγματικότητα της παρατήρησης. Από τη στιγμή που ένα τέτοιο συμβάν δεν έχει έρθει, δεν έχουμε καμία ιστορική ένδειξη ότι η ανθρωπότητα κατέχει τις δυνάμεις, τα εργαλεία, τη μαγική συνταγή ή τη θέληση για να παράγει ένα τέτοιο γεγονός. Επομένως, το εσχατολογικό συμβάν δεν είναι ανθρωπίνως εφικτό, εναπόκειται σε ενέργειες πέραν της ανθρωπότητας αλλά δεν αποκλείει τη συνέργεια της ανθρωπότητας. Υπάρχει βέβαια η Εγελιανή/Μαρξιστική προσδοκία ότι η ιστορική διαλεκτική θα μας οδηγήσει εκεί χωρίς όμως να έχει κάποιο ιστορικό προηγούμενο στο οποίο να βασίζει αυτή της την προσδοκία.
3) Χρειάζεται ένα συμβάν το οποίο θα εγκαινιάσει μια νέα μη-αναστρέψιμη κατάσταση. Με άλλα λόγια, αυτό το εσχατολογικό γεγονός πρέπει να εγκαινιάσει μια νέα κατάσταση η οποία δεν θα μπορεί να παλινδρομήσει σε μια λιγότερο ιδανική κατάσταση. Το γεγονός δεν θα είναι ημιτελές, μια ιστορική αποβολή, αλλιώς τότε θα μας έφερνε πάλι πίσω στη σφαίρα του κυκλικού χρόνου. Θα πρέπει να είναι ένα συμβάν το οποίο παράγει έναν νέο χρόνο, μια νέα δημιουργία στην οποία δεν θα υπάρχει η εσχατολογική ιδέα πλέον, θα είναι αχρείαστη. Θα είναι η πραγμάτωση του οράματος σε αιώνιο χρόνο. Θα μπορούσε να υπάρχει πρόοδος ή αύξηση ως συνέχεια στον γραμμικό χρόνο, αλλά όχι διόρθωση ή αποκατάσταση. Το συμβάν που θα αποτύχαινε απλά δεν θα ήταν το συμβάν που περιμένουμε.
Συνοψίζοντας να πούμε ότι ο κάθε άνθρωπος που ελπίζει σ’ έναν καλύτερο κόσμο, ακόμα και ο μεγαλοεπιχειρηματίας που αποβλέπει στην εξασφάλιση κερδών ή στην κατάκτηση κάποιου μονοπωλίου, ουσιαστικά περιμένει, ίσως και εν αγνοία του, το γεγονός αυτό που περιγράψαμε, και άρα ενεργεί εσχατολογικά. Δεν είναι, όμως, περίεργο να περιμένει κανείς έναν καλύτερο κόσμο, να προσμένει ένα τέτοιο συμβάν χωρίς ιστορικό προηγούμενο; Πώς θα μπορούσε να μας μπει καν η ιδέα χωρίς κάποιο, οποιοδήποτε έναυσμα του παρελθόντος;
Για τον λαό Ισραήλ της Παλαιάς Διαθήκης, η Έξοδος ήταν αυτό ακριβώς το έναυσμα. Αν και πολλοί δεν δέχονται την ιστορικότητά της, για τους Ισραηλίτες η Έξοδος ήταν το ιστορικό συμβάν, μοναδικό και ανεπανάληπτο στο παρελθόν του κόσμου τους (4:34). Ήταν το συμβάν το οποίο δεν παράχθηκε απ’ τους ίδιους αλλά ήταν εξ’ ολοκλήρου έργο Θεού, έργο σημείων και τεράτων, πέραν των δυνάμεων και των ικανοτήτων τους, κάτι που εξέλαβαν ως δώρο. Και τέλος, ήταν το συμβάν το οποίο εγκαινίασε μια καινούργια πραγματικότητα, έδωσε μια εντελώς νέα υπόσταση στους απογόνους του Ιακώβ και μια απόλυτα καινούργια κοσμοθεώρηση (θεολογική, πολιτική, οικονομική, ανθρωπολογική, κ.ο.κ.). Ήταν για τον Ισραηλίτη, κατά κάποιο τρόπο, μια νέα δημιουργία, μια καινή κτίση. Η βάση για οποιαδήποτε εσχατολογική σκέψη ήταν αυτό ακριβώς το γεγονός, το γεγονός της Εξόδου. Εξαιρετικά δύσκολο βέβαια να εξηγήσει κανείς τη γέννηση όλων αυτών των ριζοσπαστικών ιδεών, ερήμην κάποιου τρανταχτού συμβάντος που να τις γέννησε.
Παρόλο που οι Ισραηλίτες βλέπουν την Έξοδο ως αυτό το συμβάν, βλέπουμε ότι δεν ήταν το εσχατολογικό συμβάν, λόγω της παλινδρόμησης. Ήταν μόνο η πρόγευση. Ήταν η πυροδότηση της φαντασίας, της προσμονής και του οραματισμού ότι ένα τέτοιο συμβάν, κατά τον τύπο της Εξόδου, είναι δυνατό για το μέλλον. Η Έξοδος εισάγει στην ιστορία τον γραμμικό χρόνο, ο οποίος κληροδοτείται στον ιουδαιοχριστιανικό κόσμο (και σε οποιονδήποτε υποσυνείδητα λειτουργεί βάσει μιας γραμμικής κατανόησης του χρόνου), γιατί ήταν ένα γεγονός ρωγμή. Όρισε τον Ισραήλ αλλά και τον ίδιο τον Θεό με ένα διαφορετικό τρόπο. Από εκείνη τη στιγμή ο Θεός ήταν «ο Γιαχβέ που σε έβγαλε απ’ την Αίγυπτο». Μετά την Έξοδο ο Ισραήλ μπορούσε πλέον να περιμένει το εσχατολογικό γεγονός. Η Έξοδος άνοιξε τον ορίζοντα των πιθανοτήτων, των μοναδικών γεγονότων εκτός κυκλικού χρόνου, η Έξοδος άνοιξε τα μάτια των προφητών αλλά και κάθε προσευχόμενου να ζήσει βλέποντας μπροστά, προσμένοντας μια άλλη Έξοδο, αλλά καλύτερη, γιατί η πρώτη δεν εγκαινίασε το μη-αναστρέψιμο – ήταν όμως αρκετή για να δώσει την υπόσχεση της δεύτερης Εξόδου, ήταν αρκετή να προετοιμάσει την προσμονή για το εσχατολογικό συμβάν, το οποίο δεν ήταν πλέον μια παραίσθηση του κυκλικού χρόνου, αλλά το πάτημα του γραμμικού, η δικαιολόγηση του οράματος, η αφετηρία της πίστης και της προσευχής του Ισραήλ. Εδώ να πούμε ότι ακόμα και η δοξολογία του Ισραήλ διαφέρει από τη δοξολογία στην αρχαία Εγγύς Ανατολή στο ότι εστιάζει στην ιστορική ενέργεια του Θεού και όχι μόνο σε αιώνιες αναλλοίωτες ιδιότητές Του.
Το γεγονός Χριστός πληροί τα στοιχεία του εσχατολογικού συμβάντος. Όπως με την Έξοδο, παρόλο που πολλοί δεν δέχονται την ιστορικότητα της ανάστασης (και ως επακόλουθο αντιμετωπίζουν το ίδιο πρόβλημα να εξηγήσουν πώς προέκυψαν οι ριζοσπαστικές ιδέες που γεννήθηκαν τότε στην Παλαιστίνη), για τους μαθητές του Ιησού αυτό που περιγράφουν ήταν ένα μοναδικό ιστορικό γεγονός, το οποίο δεν είχε επαναληφθεί ούτε είχε παραχθεί από τους ίδιους. Αποδίδεται εξ’ ολοκλήρου στη θαυματουργή ενέργεια του Θεού και είναι το γεγονός που εγκαινιάζει μια νέα κατάσταση, μια καινή κτίση. Για τους μαθητές του Χριστού, το γεγονός Χριστός αποτελεί την εισαγωγή σε μια νέα τάξη πραγμάτων, στον επαναπροσδιορισμό του κόσμου, της θεολογίας, της πολιτικής, της οικονομίας, της ανθρωπολογίας, της πραγματικότητας εν γένει. Ήταν το συμβάν που εξήγησε όχι μόνο το παρόν τους αλλά και το παρελθόν και το μέλλον τους. Η ιστορία επανερμηνεύθηκε, ο ουρανός και η γη, το σύμπαν. Τα έσχατα εισέβαλαν στην ιστορία.
Είναι όμως το συμβάν Χριστός μη αναστρέψιμο; Γιατί δεν βλέπουμε την πραγμάτωση του οράματός μας για έναν καλύτερο κόσμο; Εγκαινιάστηκε κάτι το αιώνιο ή ξαναπέσαμε στον κυκλικό χρόνο; Εδώ οι Χριστιανοί θα απαντήσουν «ναι». Το μοναδικό μη αναστρέψιμο ιστορικό συμβάν είναι πραγματικότητα στο πρόσωπο του Ιησού Χριστού. Η μοναδικότητα του συμβάντος της ανάστασής του εγκαινίασε τη νέα κτίση του σώματός του και αυτή η κατάσταση δεν παλινδρόμησε. Διατηρεί την αναστημένη του κατάσταση μέχρι σήμερα και αιώνια. Για την Καινή Διαθήκη, αυτή τη στιγμή ο Ιησούς βιώνει τη μη αναστρέψιμη καινή κτίση. Ζει μέσα σ’ αυτήν.
Οι Χριστιανοί δεν προσμένουν το συμβάν και την καινή κτίση μόνο περιμένοντάς την στο μέλλον, εξαρτημένοι από τις δυνάμεις τους να κατεβάσουν μόνοι τους τον ουρανό στη γη, ούτε την περιμένουν χωρίς ιστορικό έναυσμα, αλλά με το να βρίσκονται συνδεδεμένοι με τη νέα κτίση την οποία βίωσε ο Χριστός μέσα στην ιστορία και βιώνει ακόμα τώρα, στο παρόν του. Ο απόστολος Παύλος όταν διακήρυττε ότι «τὰ ἀρχαῖα παρῆλθεν, ἰδοὺ γέγονεν καινά» (Β΄ Κορ 5:17), δεν είχε τυφλωθεί ούτε έχασε επαφή με την πραγματικότητα. Ήταν ικανός να το πει επειδή είδε ότι στου Χριστού τη ζωή το αιώνιο συμβάν έλαβε χώρα και υπάρχει ως μη αναστρέψιμο. Η μετάβαση ήρθε και πλέον ο Ιησούς γνωρίζεται διαφορετικά: «ἐγνώκαμεν κατὰ σάρκα χριστόν, ἀλλὰ νῦν οὐκέτι γινώσκομεν» (Β΄ Κορ 5:16). Η εσχατολογία του Χριστιανού δεν είναι «όνειρο θερινής νυκτός», αλλά ίσως η μόνη εσχατολογία που δικαιολογείται ιστορικά. Θεμελιώνεται στην ιστορική ρήξη του γεγονότος Χριστός, ένα γεγονός που έχει όλα τα χαρακτηριστικά της υπόσχεσης στους ακόλουθούς του, τα χαρακτηριστικά του αρραβώνα, και αυτή είναι η απάντηση του Απ. Παύλου στο «πώς ξέρουμε ότι θα βιώσουμε κι εμείς το συμβάν;» (βλ. Β΄ Κορ 5:5).
Ακόμα κι ο αθεϊστής που ελπίζει σ’ έναν καλύτερο κόσμο είναι, εν’ αγνοία του ίσως, εξαρτημένος από την ιουδαιοχριστιανική θεώρηση του χρόνου. Αλλιώς πώς να δικαιολογηθεί η μη αποδοχή του κυκλικού, οι ατέρμονες προσπάθειες για το καλύτερο; Γιατί να μην παραμείνουμε στον κόσμο του Εκκλησιαστή και να παραδοθούμε στην ματαιότητα; Το συμβάν Ιησούς είναι τώρα. Συμβάν διαρκείας στο οποίο ατενίζουμε, συμβάν «ερχόμενο», ιστορική ρήξη της οποίας τα σηκωμένα κύματα μας οδηγούν ανεπιστρεπτί στις ακτές ενός νέου κόσμου.