Ελάτε σε μένα . . .

HinduΈχω καιρό να γράψω τις σκέψεις μου. Ένας λόγος είναι ότι εδώ κι ένα μήνα βρίσκομαι στη Σιγκαπούρη. Είναι ένα μέρος της νοτιοανατολικής Ασίας που θα μπορούσε κανείς να ονομάσει «σταυροδρόμι» των θρησκειών. Μια απ’ αυτές τις θρησκείες είναι ο Ινδουισμός και η γνωριμία μου μ’ αυτόν και με αντιπροσώπους του μ’ έκανε να σκεφτώ περισσότερο για τη δική μου πίστη.

Πριν λίγες μέρες βρέθηκα στο ινδικό μέρος της χώρας. Στενά δρομάκια πλημμυρισμένα με ένα σωρό χρώματα. Διαφορετικά χρώματα σε κάθε τοίχο, χρώματα από τα φρούτα των πωλητών, τα μπαχαρικά, τα υφάσματα και τα στολίδια, τα κολιέ από λουλούδια που κρέμονται στις πόρτες, τα εικονίσματα. Συνοδεία και οι μυρωδιές από τ’ αναμμένα ξυλάκια των θυμιαμάτων που καπνίζουν σε κάθε πόρτα, τα φαγητά, τα ψάρια και το κάρυ, τα σκουπίδια στοιβαγμένα δίπλα στις κουζίνες, η σαπίλα απ’ τους κάδους και τις λάσπες να γίνεται ένα με τα αρώματα των λουλουδιών. Άνθρωποι καθισμένοι πάνω στα σκουπίδια….

Λίγο πιο πέρα, ένας απ’ τους πολλούς ινδουιστικούς ναούς με την πρόσοψη πνιγμένη στα αγάλματα των θεών. Η όψη τους δεν διαφέρει και πολύ απ’ τους προσκυνητές τους. Το πολύ πολύ να έχουν κάτι περισσότερο απ’ τον άνθρωπο—πιο πολλά χέρια, πιο πολλά μάτια, στοιχεία που συμβολίζουν τον υπερθετικό βαθμό των ικανοτήτων τους.

Μέσα στη φτώχεια και την ταλαιπωρία του ο άνθρωπος μπορεί να κάνει μια στροφή αριστερά και να βρεθεί στο ναό. Ο ναός είναι στο δρόμο του, στη γειτονιά του, κτισμένος μέσα στην ίδια λάσπη που περπατάει κι αυτός. Πλησιάζει, αφαιρεί τα παπούτσια του και μπαίνει στο χώρο. Δεν υπάρχουν χαλιά και γυαλισμένα μάρμαρα. Το πάτωμα είναι βρώμικο αλλά δεν τον σταματά απ’ το να πέσει χάμω, να ξαπλώσει μ’ όλο το σώμα και το κεφάλι του στο έδαφος μπροστά στη θεότητά του. Οι γυναίκες σηκώνουν λίγο το φουστάνι τους και κάθονται στο πάτωμα, βγάζουν το προσευχητάριό τους και ξεκινούν να διαβάζουν τις προσευχές τους. Οι ιερείς έχουν ήδη ξυπνήσει από πολύ νωρίς τις θεότητες και είναι έτοιμες να φάνε. Οι προσκυνητές φέρνουν φαγητό και νερό στους θεούς. Κάποιοι κουβαλούν ολόκληρα καζάνια με ρύζι και τα δίνουν στους ιερείς. Πιο κοντά δεν επιτρέπεται να πάνε. Η θεότητα τρώει και αφού ευλογήσει το φαγητό, μπορεί τότε και ο προσκυνητής να φάει λίγο απ’ αυτό. Αν η θεότητα δεχθεί την προσφορά του, ο ιερέας βγαίνει απ’ την παρουσία της θεότητας, το δωματιάκι του θρόνου της, με μια κούπα σκόνης που μοιάζει με πούδρα και σχηματίζει με το δάχτυλό του κάποιο σύμβολο στο μέτωπο του προσκυνητή. Η συνδιαλλαγή ολοκληρώθηκε. Ο προσκυνητής φεύγει απ’ το ναό και συνεχίζει τη μέρα του μέχρι το επόμενο πρωί που θα επαναλάβει το ίδιο.

Η πλειοψηφία των ανθρώπων μέσα στους αιώνες είχε πάντοτε την αίσθηση ότι κάτι δεν πάει καλά με την ανθρωπότητα. Έχει την αίσθηση ότι τα πράγματα δεν είναι όπως θα πρεπε να είναι, ότι οι θεοί είναι δυσαρεστημένοι με κάτι και ότι πρέπει εγώ κάπως να ενεργήσω για να φέρω ισορροπία στο σύμπαν. Ταυτόχρονα, όμως είμαι ανίκανος να το κάνω. Είμαι πεπερασμένο ον αλλά παρόλα αυτά υπάρχει ανάγκη να γεφυρωθεί αυτό το χάσμα μεταξύ θεού και ανθρώπου, πρέπει να υπάρξουμε κι οι δύο σ’ αυτό το σύμπαν και πρέπει να ευημερήσουμε. Πρέπει να δώσω στον θεό αυτό που χρειάζεται για να δώσει κι αυτός σε μένα αυτό που χρειάζομαι. Έτσι το πελατειακό σύστημα της λατρείας μου δουλεύει. Ένα πελατειακό σύστημα εξαγοράς θείας ευμένειας.

Οι απαιτήσεις είναι τεράστιες και η αίσθηση της αδυναμίας του ανθρώπου εξίσου τεράστια. Μια σωστή θεολογία δεν μπορεί να παραβλέψει καμία απ’ αυτές τις αλήθειες. Πρέπει να πάρει στα σοβαρά τα ένστικτα του απλού ανθρώπου. Η ένταση βρίσκεται μεταξύ των δύο αληθειών: είμαι πεπερασμένος αλλά ταυτόχρονα αρνούμαι να συμφιλιωθώ μ’ αυτό.

Όσο κι αν προσπαθούν τα ιδεολογικά και πολιτικά συστήματα να προτείνουν λύσεις συχνά αγνοούν μια σημαντική παράμετρο: τη φύση μας. Ποτέ δεν πρόκειται να συμβαδίσει η ιδέα μας για τον άνθρωπο με την πραγματικότητα του ανθρώπου. Πάντοτε θα θέλω να κάνω δίαιτα και δεν θα τα καταφέρνω, πάντοτε θα θέλω να γυμνάζομαι περισσότερο και δεν θα έχω δύναμη, πάντοτε θα θέλω να είμαι πιστός στη γυναίκα μου αλλά θα επιθυμώ άλλες, πάντα θα θέλω να είμαι καλύτερος γονέας στο παιδί μου αλλά η κούραση μου, οι αδυναμίες μου, τα δικά μου ψυχολογικά βάρη που κουβαλώ από παιδί δεν θα μ’ αφήνουν, πάντα θα κρίνω την εκκλησία μου αλλά ποτέ δεν θα είμαι ικανός να πραγματώσω αυτά που απαιτώ απ’ αυτήν.

Είμαστε χώμα, αλλά ακόμα κι αν δεχτούμε την αλήθεια ότι είμαστε χώμα ποτέ δεν συμφιλιωνόμαστε μ’ αυτήν. Οι απαιτήσεις και τα ιδανικά του ανθρώπου ξεπερνούν αυτό που ιστορικά καταφέρνει να παραδώσει. Όπου γίνεται πόλεμος, απεργία, εξέγερση, κριτική, επανάσταση, ψυχολογική κατάθλιψη λειτουργεί αυτός ο παράγοντας: τα ιδανικά μου υπερβαίνουν τις ικανότητές μου.

Αυτό το παγκόσμιο φαινόμενο είναι η πραγματικότητα, μια πραγματικότητα την οποία ο Ιησούς πήρε εξαιρετικά σοβαρά. Επιβεβαίωσε το βίωμα και το ένστικτο του ανθρώπου. Όταν είπε «Δεῦτε πρός με πάντες οἱ κοπιῶντες καὶ πεφορτισμένοι, κἀγὼ ἀναπαύσω ὑμᾶς» (Ματθ 11:28), αναγνώριζε αυτόν τον αιώνιο μόχθο ενάντια στον ίδιο μας τον εαυτό. Βασικό γνώρισμα των Ιουδαίων της εποχής ήταν η αίσθηση ότι βρίσκονταν ακόμα στην εξορία. Επικρατούσε η αίσθηση ότι οι υποσχέσεις του Θεού δεν εκπληρώνονταν γιατί δεν είχαν τηρήσει την Τορά στην εντέλεια και ο ερχομός του Μεσσία, πίστευαν κάποιοι, καθυστερούσε λόγω της ανυπακοής τους.

Σ’ αυτό το πλαίσιο έρχεται η πρόσκληση «Δεῦτε πρός με . . . .» Δεν εννοούσε «συνεχίστε αυτόν τον ατελείωτο αγώνα, μόνο τώρα φέρτε σε μένα ότι έχετε και δεν έχετε, ταΐστε εμένα, ποτίστε εμένα, εξευμενίστε εμένα για να . . . .» Πως ακριβώς θα έφερνε ανάπαυση αυτό στις ψυχές τους; Αυτό ήδη το έκαναν. Ο Ιησούς εννοούσε αυτό που κατάλαβε ο Βαπτιστής μόλις τον αντίκρυσε: «ἴδε ὁ ἀμνὸς τοῦ θεοῦ ὁ αἴρων τὴν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου» (Ιωάν 1:29). Εννοούσε ότι «ήρθε η ώρα αυτό το αιώνιο βάρος όλων των λαών, όλων των θρησκειών να το πάρω εγώ στα δικά μου χέρια. Εγώ θα φέρω τη θυσία, Εγώ θα δώσω την προσφορά, Εγώ θα ιερατεύσω, Εγώ θα ενώσω τον ουρανό και τη γη, Εγώ θα εξευμενίσω, Εγώ θα προσφέρω ιλασμό». Ήρθε η ώρα όπου η απόλυτη θυσία, που απ’ τις απαρχές της ιστορίας ο άνθρωπος προσπαθεί ακατάπαυστα να προσφέρει, ετοιμάζεται από τον ίδιο τον Θεό, παρέχεται απ’ Αυτόν. Στην Προς Εβραίους επιστολή 2:17 ο συγγραφέας το περιγράφει ως εξής: «ὅθεν ὤφειλεν κατὰ πάντα τοῖς ἀδελφοῖς ὁμοιωθῆναι, ἵνα ἐλεήμων γένηται καὶ πιστὸς ἀρχιερεὺς τὰ πρὸς τὸν θεὸν εἰς τὸ ἱλάσκεσθαι τὰς ἁμαρτίας τοῦ λαοῦ».

Ο Χριστός παρέχει ολοκληρωτικά το υλικό το οποίο θα ικανοποιήσει πλήρως τον Θεό, το έργο της εξιλέωσης είναι ολοκληρωτικά δικό Του και η θυσία «καταρτίστηκε» απ’ τον ίδιο τον Θεό: «Διὸ εἰσερχόμενος εἰς τὸν κόσμον λέγει: θυσίαν καὶ προσφορὰν οὐκ ἠθέλησας, σῶμα δὲ κατηρτίσω μοι» (Εβρ 10:5). Ο Θεός, μέσω του Χριστού, παρέχει ο Ίδιος αυτό που απαιτεί. Δεν επιβαρύνει τον άνθρωπο, τον αναπαύει, του αφαιρεί το ζυγό. Η συναλλαγή μεταξύ Θεού και ανθρώπου λαμβάνει χώρα αποκλειστικά μέσα στη θεότητα, αλλά ταυτόχρονα είναι η πολυπόθητη θυσία του ανθρώπου προς τον Θεό. Ο Χριστός ως ανθρωπότητα εξευμενίζει τον Θεό, ο Χριστός ως ανθρωπότητα πραγματώνει τα ιδανικά της πεπερασμένης φύσης, ο Χριστός ως ανθρωπότητα κλείνει το αιώνιο χάσμα Θεού κι ανθρώπου, ο Χριστός ως ανθρωπότητα ικανοποίησε πλήρως τον Θεό Πατέρα, ο Χριστός ως ανθρωπότητα αναπαύτηκε από τον μόχθο της.

Κοιτάζοντας την ταλαιπωρία αυτών των ανθρώπων, την αγωνία να κρατήσουν τους θεούς τους ικανοποιημένους, τις απαιτήσεις των ιερέων τους για το τι θα φέρουν στο ναό για να καταφέρουν να λάβουν τον καρπό του εξευμενισμού της θεότητάς τους, αναρωτιέμαι αν βρισκόμαστε ακόμα στο ίδιο σύστημα, αν αλλάξαμε απλά το όνομα της θεότητάς μας σε «Ιησούς Χριστός» και συνεχίζουμε κανονικά τις διαδικασίες εξευμενισμού, θεωρώντας ότι ο Θεός είναι οργισμένος μαζί μας και πρέπει να κάνουμε κάτι για να τον εξευμενίσουμε. Αναρωτιέμαι αν συμμετέχουμε καθημερινά στην εξιλαστήρια θυσία του αρχιερέα Ιησού Χριστού ή αν έχουμε επαναφέρει το ζυγό των δικών μας μικρο-εξιλασμών, ένα ζυγό που ακυρώνει τη μια εφάπαξ θυσία, αφαιρεί την ανάπαυση και μας στρέφει πίσω στον «κόπο και στον μόχθο» των θρησκειών αυτού του κόσμου. Αναρωτιέμαι αν θα βρει κάποια διαφορά ο Ινδουιστής στο δικό μας σύστημα αν μας παρατηρήσει . . .