Αναρωτιέμαι πως ένιωσες όταν ο Ίδιος ο Πατέρας σου σε παρέδιδε σ’ αυτούς, έναν αθώο αμνό. Πως μπόρεσες να ευθυγραμμίσεις την καρδιά σου με τη δική Του; Πως τα κατάφερες να περπατήσεις στο σκοτάδι προς το άγνωστο;
Αναρωτιέμαι πως ήταν να είσαι περικυκλωμένος από πλήθη ανθρώπων ή ακόμα από το στενότερο κύκλο των δώδεκα, αλλά ταυτόχρονα να είσαι τόσο μόνος, ανίκανος να μοιραστείς μαζί τους το βάρος που κουβαλούσες και σου πίεζε αφόρητα τις πλάτες.
Αναρωτιέμαι πως ένιωσες όταν ποθούσες να αγκαλιάσεις την «ανθρωπινότητά» σου, να την απολαύσεις, να τη γιορτάσεις, αλλά μια άλλη δύναμη από χώρα ξένη σε διεκδικούσε διαρκώς.
Πως ήταν εκείνη η μέρα, η μέρα που εσύ ο ίδιος δημιούργησες, όταν δεν ήθελες να ξυπνήσεις και να τη δεις κατάματα; Έτρεμες από φόβο, αποτραβιόσουν να μην πατήσεις το πόδι σου στη γη, να μην πάρεις εκείνο το πρώτο βήμα στο ξημέρωμα, ξέροντας πως κάθε βήμα που κάνεις θα σ’ έφερνε όλο και κοντύτερα στον θάνατο;
Πως μπόρεσες να μην αφήσεις μια πικρή σκέψη, μια αμφιβολία να μπει ανάμεσα σε σένα και τον Πατέρα όταν σε κάλεσε να εισέλθεις στα παθήματά σου; Πως θριάμβευσε έτσι η αγάπη σου γι Αυτόν πάνω σε κάθε αμφισβήτηση και φόβο; Πως ήταν να μη μένει κανείς ξύπνιος μαζί σου όταν πάλευες με ολάκερη την κόλαση; Ποια σκέψη πέρασε απ’ τον νου σου όταν οι ουρανοί παρέμεναν σιωπηλοί; Αναρωτιέμαι…
Αναρωτιέμαι πως διάβαζες τις Γραφές. Πως σε προετοίμασαν για τα πάθη σου; Πως άκουγες άραγε τις κραυγές του ψαλμωδού, τον θρηνωδό, τον προφήτη; Πόσο ανοιχτή ήταν η καρδιά σου να ταυτιστείς απόλυτα μαζί τους; Να πάρεις τη θέση τους; Τι είδους ιστορία διάλεξες για να μπεις, σε ποια πλοκή έπρεπε όλα εκείνα τα μαστιγώματα να γίνουν; Δείξε μου…
Βοήθησέ με να διαβάσω κι εγώ τον εαυτό μου μέσα εκεί… ωσάν για μένα να μιλάνε οι Γραφές… την εξορία μου, την έρημό μου. Να βρω κι εγώ τη βιογραφία μου εκεί, μεγάλε αδελφέ μου. Στην αφήγηση που πρέπει να συμβεί…