Συχνά αναρωτιέμαι για την προσευχή…
Βάζω τον εαυτό μου στη θέση του παρατηρητή και βλέπω έναν άνθρωπο να σκύβει, να κλείνει τα βλέφαρα και να κουνάει τα χείλη του σιωπηλά. Βλέπω δύο κορίτσια μαζί να κρατάνε χέρια, να σφίγγουνε τα μάτια και να ψιθυρίζουν κάτι η μια στην άλλη χαμογελαστά, λες κι έχουν ακουμπήσει τα πόδια τους στη θάλασσα και τις γαργαλάει το κύμα.
Η προσευχή, θα έλεγε ο ψυχρός παρατηρητής, είναι μια ψευδαίσθηση της πραγματικότητας. Αγνοεί την κοινή λογική, τους νόμους των μαθηματικών που λένε «ένα κορίτσι συν ένα κορίτσι ίσον δύο κορίτσια», γιατί δεν μιλάνε η μια στην άλλη, γιατί θεωρούν ότι είναι τρεις; Και αν είσαι μόνος σου στο παγκάκι, σημαίνει είσαι ένας. Γιατί μιλάς λες και κάθεται κι άλλος δίπλα σου;
Η προσευχή είναι ο χώρος μέσα στον οποίο η πλειοψηφία του κόσμου μας περπατάει. Είναι μια πόλη επάνω σε μια άλλη, μια πραγματικότητα κρυμμένη πίσω από άλλη στην οποία κυκλοφορούν περισσότερα πρόσωπα απ’ όσα μπορείς να μετρήσεις.
Από μόνη της η προσευχή είναι ομιλία-πράξης (speech act). Οι γλωσσολόγοι αναγνωρίζουν τη δημιουργική δύναμη των λέξεων. Οι λέξεις δεν είναι απλά λέξεις, δημιουργούν πραγματικότητες, όπως π.χ. η φράση «σας ανακηρύσσω ανδρόγυνο». Πριν να ειπωθούν αυτές οι λέξεις οι άνθρωποι αυτοί είχαν διαφορετική υπόσταση, υποχρεώσεις και δικαιώματα. Οι λέξεις δεν αλλάζουν μόνο την υπόσταση των ανθρώπων αλλά έχουν και δύναμη να προκαλέσουν ανταπόκριση στον άλλον, π.χ. όταν κάποιος λέει «πονάω!» σε αρκετές περιπτώσεις το εκλαμβάνουμε ως προσταγή για βοήθεια παρόλο που η λέξη απλά δηλώνει μια κατάσταση. Δεν περιέχει κάποιο ρήμα στην προστακτική. Οι λέξεις δημιουργούν πραγματικότητες, προκαλούν καταστάσεις.
Έτσι κι η προσευχή. Η προσευχή σου υφαίνει τον κόσμο μέσα στον οποίο υπάρχεις. Κατεβάζει την ύπαρξη του επιπρόσθετου προσώπου στη σφαίρα όπου δεν φαίνεται. Η προσευχή αλλάζει τα σκηνικά που έστησαν άλλοι στην αυλαία μας, τα αντικαθιστά με την πραγματικότητα που ο μοντέρνος άνθρωπος έσπρωξε στο παρασκήνιο. Εισβάλλει το άπειρο στα μαθηματικά σου και σε μπερδεύει, σου αλλάζει τα δεδομένα – αλλά δεν υπάρχουν μαθηματικά χωρίς το άπειρο. Μπορεί να το βάζεις στην άκρη για να δουλέψεις με τους αριθμούς που μπορείς να μετρήσεις στα δάχτυλα, αλλά χωρίς το άπειρο η πραγματικότητα σου είναι ελλιπής, διαστρεβλωμένη. Η προσευχή είναι η ομιλία-πράξης που σε καθιστά πάντα δύο, όχι ένα. Δύο επειδή υπάρχει πάντα ένας στο πλάι σου που «δεν θα σ’ αφήσει ούτε θα σ’ εγκαταλείψει». Η λέξη «μόνος» ή «μόνη» καταργείται. Ένα συν άπειρο είναι άπειρο. Ποτέ ένα.
Η προσευχή είναι διακήρυξη. Όσο υπάρχουν γονατιστοί άνθρωποι τόσο θα αμφισβητείται η εξουσία αυτού του κόσμου. Αυτός που γονατίζει μπροστά σε κάτι αόρατο, κάτι που δεν μπορεί ο δυνάστης να αναγνωρίσει, να το καταλάβει, να το τιθασεύσει αποτελεί συνεχιζόμενη απειλή στην εξουσία του. Θυμάστε τον Δανιήλ; Η προσευχή ήταν αντίσταση στην αυτοκρατορία, η προσευχή του Δανιήλ ήταν αμφισβήτηση του αυτοκράτορα, ήταν σχετικοποίηση των δυνάμεών του, έπρεπε να δημιουργηθούν εντάλματα και νόμοι για να υποταχθεί αυτό το φαινόμενο στην σφαίρα της ανθρώπινης εξουσίας.
Η προσευχή ήταν και είναι πολιτική πράξη. Δεν σκύβεις στο παρόν, σκύβεις στο ερχόμενο, διακηρύττεις ότι μια ανθρώπινη εξουσία δεν μπορεί ποτέ να είναι απόλυτη και δεν μπορεί ποτέ να σε υποδουλώσει. Παύει όμως να είναι πολιτική αντίσταση η προσευχή, όταν πάψει να είναι αποκλειστική. Δεν είσαι πλέον απειλή αν προσκυνάς την χρυσή εικόνα και προσκυνάς και τον Θεό σου ταυτόχρονα. Η προσευχή σου, σ’ αυτή την περίπτωση γίνεται το όπλο του δυνάστη, γίνεται το όπιο που σε κοιμίζει, η προσευχή σου τον βολεύει.
Η προσευχή είναι αποδοχή της πραγματικότητας. Η ψευδαίσθηση είναι ότι ο άνθρωπος μπορεί να κάνει το παν από μόνος του. Η προσευχή δέχεται τη σάρκα γι αυτό που είναι – αδύναμη σάρκα, ανήμπορη. Σάρκα που απέτυχε, σάρκα που σκοτώνει σάρκα, που αφήνει στη φτώχεια το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού, σάρκα που είναι έτοιμη να αυτοκαταστραφεί με το πάτημα ενός κουμπιού. Προσεύχομαι γιατί είμαι ρεαλιστής. Είμαι επίσης ρεαλιστής επειδή παρόλο που συνειδητοποιώ ότι είμαι σάρκα ταυτόχρονα αναγνωρίζω την τρελή ιδέα που ακόμα δεν μπορώ να αποβάλω – ότι για κάποιο άγνωστο λόγο έχω αξία, έχω δικαίωμα να απευθυνθώ στον Θεό για να με σώσει. Η προσευχή εξαργυρώνει την αξία του ανθρώπου. Ναι από μόνος μου είμαι ένα τίποτα. Έρχομαι όμως μπροστά Σου γιατί κάπου μέσα μου έχεις εμφυτεύσει την ιδέα ότι μπορώ, μπορώ κι εγώ να δω τη βάτο που καίει χωρίς να καώ, ότι θέλεις να πλησιάσω, ότι η αξία που υποψιάζομαι ότι έχω δεν είναι ψευδαίσθηση, είναι η πρόσκληση να σου μιλήσω, να πλησιάσω στην προσευχή.