Ανάμεσα σε δύο γυναίκες…

ImageΣτον Άρχοντα των Δαχτυλιδιών σημαντική θέση κατέχει η Γκαλάντριελ, η δυνατότερη και ομορφότερη γυναίκα της φυλής των Ξωτικών. Έχει την ικανότητα να διεισδύει στο μυαλό των ανθρώπων και να τους κρίνει δίκαια, να τους μιλά και να τους καθοδηγεί. Είναι η ίδια η προσωποποίηση της Σοφίας. Παρουσιάζεται ως μια αιθέρια ύπαρξη εκθαμβωτικού φωτός, το οποίο μαγνητίζει αυτούς που έρχονται σε επαφή μαζί της. Ο συγγραφέας, αλλά και ο σκηνοθέτης της τριλογίας, έδωσαν τεράστια έμφαση στη «μυθική» ελκυστικότητα αυτής της γυναίκας γιατί φαίνεται ότι συμβολίζει κάτι το ανεκτίμητο, έναν πλούτο πέραν του γήινου που προκαλεί μια επιθυμία πολύ διαφορετική απ’ την ανθρώπινη λαγνεία.

Κάτι παρόμοιο συμβαίνει στο βιβλίο των Παροιμιών, ένα βιβλίο ανεκτίμητης κληρονομιάς που αποκρυστάλλωσε τη σοφία αιώνων στις σελίδες του. Δεν είναι ένα βιβλίο κανονισμών, ούτε μια λίστα από “πρέπει”. Τα πρώτα 9 κεφάλαια μας εισάγουν στον κόσμο των επιθυμιών, ή μάλλον, ξεκινούν με απόλυτη συναίσθηση της σφοδρότατης δύναμης που έχει η ανθρώπινη επιθυμία. Σκοπός του βιβλίου είναι η καθοδήγηση αυτής της δυνατής επιθυμίας στη σωστή κατεύθυνση, στην «ομορφότερη» γυναίκα. Τόσο η Σοφία, όσο κι η Αφροσύνη παρουσιάζονται ως δύο εξίσου ελκυστικές γυναίκες, αλλά οι προθέσεις του συγγραφέα είναι να μας ζωγραφίσει τη δική του Γκαλάντριελ, τη γυναίκα Σοφία. Επιδεικνύει τα κάλλη της, τη μυθική της ομορφιά που θα ελκύσει την ανθρωπότητα στην επιδίωξή της.

Ο συγγραφέας παρουσιάζει τη Σοφία ελκυστικότερη της Αφροσύνης γιατί η επιθυμία του ανθρώπου γι αυτήν πρέπει να καλλιεργηθεί σε σημείο δυνατότερο από την έλξη που η Αφροσύνη προκαλεί με τις στιγμιαίες υποσχέσεις της. Δεν μπορεί να καταπολεμηθεί η έλξη προς την Αφροσύνη με κανονισμούς και φράγματα, αλλά μόνο με μια γυναίκα πολύ ελκυστικότερη από την Αφροσύνη. Ο συγγραφέας γνωρίζει τη δύναμη της αποπλάνησης των στιγμιαίων απολαύσεων. Αναγνωρίζει πόσο επιρρεπής είναι ο άνθρωπος στις σειρήνες της καθημερινότητας και στην πιθανότητα της θόλωσης του μυαλού του όταν η Αφροσύνη τον καλεί στο σπίτι της:

«Διὰ τῆς πολλῆς αὑτῆς τέχνης ἀπεπλάνησεν αὐτόν· διὰ τῆς κολακείας τῶν χειλέων αὑτῆς εἵλκυσεν αὐτόν. 22  Εὐθὺς ἀκολουθεῖ αὐτὴν κατόπιν, καθὼς ὁ βοῦς ὑπάγει εἰς τὴν σφαγήν, ἤ καθὼς ἡ ἔλαφος πηδᾷ εἰς τὸν βρόχον, 23  ἑωσοῦ βέλος διαπεράσῃ τὸ ᾐπαρ αὐτῆς· καθὼς τὸ πτηνὸν σπεύδει εἰς τὴν παγίδα καὶ δὲν ἐξεύρει ὅτι εἶναι ἐναντίον τῆς ζωῆς αὐτοῦ.» (Παρ 7:21-23)

Οι δύο δρόμοι που ανοίγονται μπροστά μας στις Παροιμίες είναι δύο γυναίκες εκθαμβωτικές. Η μία απευθύνεται στη λαγνεία αλλά η άλλη απευθύνεται στο δέος και το θαυμασμό. Η πρώτη σε παγιδεύει αλλά η δεύτερη είναι μαγευτική. Η πρώτη σε υποβιβάζει ως άνθρωπο, σε μικραίνει, σε υποδουλώνει. Η δεύτερη σε ανάγει στο ύψος της, σου δίνει υπόσταση και ζωή, σε βάζει στο βάθρο του άντρα που εσύ ο ίδιος θες να είσαι, του άντρα που κερδίζει το σεβασμό και το θαυμασμό για τον οποίο πλάστηκε. Σε οδηγεί πέραν του εαυτού σου.

Το πάθος για τη Σοφία του Θεού, για την Τορά, για τον αιώνιο Λόγο πρέπει να υπερβεί το πάθος που απαιτεί η Αφροσύνη. Οι δύο δρόμοι είναι καθημερινά μπροστά στον καθένα μας καθώς περπατάμε, ως Οδυσσέας μέσα στη νύχτα των αισθήσεων σε μια μόνιμη μάχη μεταξύ δύο δρόμων, ουσιαστικά δύο γυναικών: της πανέμορφης Σοφίας και των γυναικών που υπόσχονται στιγμιαία ηδονή με αντάλλαγμα την ίδια τη ζωή και την ευτυχία. Το κλειδί του συγγραφέα είναι να εμποτίσει το νου σου με το κάλλος της Σοφίας.

Καθώς οι σελίδες των φτηνοπεριοδικών κι η τηλεόραση σε βομβαρδίζουν με το κάλλος της Αφροσύνης, οι Παροιμίες στρέφουν το βλέμμα σου στην πηγή τους φωτός, την εκθαμβωτική γυναίκα Σοφία που θέλει η καρδιά σου να επιθυμεί. Μόνο αν δεις το δικό της κάλλος, την ομορφιά της, όχι τη σαγήνη της, το πάθος σου θα στραφεί προς την εκζήτησή της. Ο δρόμος της θα φαντάζει πιο ελκυστικός, πιο όμορφος γιατί στην αγκαλιά της βρίσκεται η πραγματική ανάπαυση κι η ζωή. Η επιθυμία για το φως θα νικήσει. Ταυτόχρονα, οι Παροιμίες εκθέτουν μπροστά σου το πλαστό και ψεύτικο πρόσωπο της γυναίκας Αφροσύνης. Την γελοιοποιούν, φανερώνουν την ανοησία της και την επιφανειακότητά της, την απουσία ποιότητας και την ανικανότητά της να σε γεμίσει. Η μια γενιά μιλά στην άλλη, η γενιά που ακούμπησε τον θάνατο έρχεται να σε προφυλάξει: «Ἄκουε, υἱὲ μου, τὴν διδασκαλίαν τοῦ πατρὸς σου, καὶ μὴ ἀπορρίψῃς τὸν νόμον τῆς μητρὸς σου» (1:8).

Οι δύο δρόμοι είναι αγαπημένο μοτίβο στην Παλαιά Διαθήκη (π.χ. Ψαλμός 1), το οποίο και ο ίδιος ο Ιησούς δανείζεται (Ματθ 7:13-14), αλλά οι δύο δρόμοι είναι αμοιβαία αποκλειόμενοι. Ο ένας οδηγεί στη ζωή κι ο άλλος στο θάνατο. Ο ένας σε βγάζει σε μακαριότητα κι ο άλλος χτίζει σταδιακά την κόλαση γύρω από σένα. Ο ένας προσθέτει και ο άλλος αφαιρεί απ’ την ανθρώπινη υπόστασή σου και σε τελική ανάλυση οι επιλογές της ζωής σου είναι ανάμεσα σε δύο αγάπες. Η κάθε φαινομενικά ασήμαντη καθημερινή επιλογή είναι ανάμεσα στη σοφία, στο αγαθό, στη ζωή και ανάμεσα στην αφροσύνη, στο ψευδαγαθό και στον θάνατο.