Το βιβλίο του προφήτη Μιχαία είναι από τα μεγαλύτερα αριστουργήματα του κόσμου μας. Πολλοί έχουν την εντύπωση ότι οι προφήτες άρχιζαν να μιλάνε χωρίς καμιά προετοιμασία και επεξεργασία του λόγου τους. Η προσεκτική μελέτη των κειμένων τους όμως φανερώνει ένα εξαιρετικά καλογραμμένο κείμενο που χρησιμοποιεί πολλά λογοτεχνικά σχήματα και προσεγμένη ποιητική γλώσσα. Πέραν απ’ αυτό, όμως, ο Μιχαίας ήταν ένας άντρας μπροστά απ’ την εποχή του, «ορών» όπως αποκαλούσαν οι Εβραίοι αυτούς τους ανθρώπους, δηλαδή έβλεπαν πέραν απ’ αυτό που έβλεπαν οι υπόλοιποι. «Ανυψώνονταν» πάνω απ’ τις περιστάσεις, τις αντιλήψεις και τον θρησκευτικό «θόρυβο» και η διορατικότητα τους ήταν τέτοια που κάλυπτε ολόκληρη την ιστορία της ανθρωπότητας, κι εμάς μέσα. Μια ικανότητα που μόνο «θεία» μπορούσε κανείς να την αποκαλέσει.
Ήταν ο πρώτος προφήτης στην ιστορία που τόλμησε να μιλήσει ενάντια στην Ιερουσαλήμ και τον άγιο ναό της (3:12), αν όχι ο πρώτος άνθρωπος στην ιστορία της ανθρωπότητας γενικά που τόλμησε να εναντιωθεί στο κατοικητήριο, στον άγιο τόπο της ίδιας της θεότητάς του. Τόσο σοκαριστικό ήταν το μήνυμά του που 200 χρόνια μετά ακόμη το θυμόντουσαν όταν κι ο Ιερεμίας προφήτευε κάτι παρόμοιο (Ιερ 26:17-19).
Οι προφήτες στερέωσαν τα θεμέλια των αξιών του κόσμου μας. Πήραν την Τορά (το νόμο του Θεού) και μας δίδαξαν τι σημαίνει «άνθρωπος» όπως αυτός δημιουργήθηκε να είναι, ο καρπός του κόπου τους που εν αγνοία μας κληρονομήσαμε.
Για να καταλάβουμε τον Μιχαία πρέπει να μπούμε λίγο στο κοινωνικοπολιτικό σκηνικό της Παλαιστίνης, το οποίο είχε αλλάξει δραστικά στην εποχή του. Η συγκέντρωση δύναμης στις πόλεις ανάμεσα στη στρατιωτική, ιερατική και διοικητική τάξη σήμαινε όλο και σκληρότερη φορολογία για τις ανάγκες διατήρησης αυτής της κοινωνικής τάξης, και οι αγρότες κυρίως ήταν αυτοί που κουβαλούσαν το μεγαλύτερο βάρος στους ώμους τους. Η ανικανότητα ν’ αντεπεξέλθει κανείς στις οικονομικές απαιτήσεις του κράτους σήμαινε τη σταδιακή απώλεια γης από τα χέρια του λαού προς τα χέρια των πλουσίων κάνοντας το χάσμα μεταξύ του απλού λαού και των ελίτ να αυξάνεται όλο και περισσότερο:
Καὶ ἐπιθυμοῦσιν ἀγροὺς καὶ λαμβάνουσι διὰ τῆς βίας, καὶ οἴκους καὶ ἀρπάζουσιν αὐτούς· οὕτω διαρπάζουσιν ἄνθρωπον καὶ τὸν οἶκον αὐτοῦ, ναί, ἄνθρωπον καὶ τὴν κληρονομίαν αὐτοῦ (2:2).
Φυσικά η πρόφαση είναι το «χρέος». Εφόσον ο λαός δεν έχει να πληρώσει η ηγεσία του αφαιρεί το «ενέχυρο», παίρνει με τη βία αυτά που ο χρεώστης δεν μπορεί πλέον να ξεπληρώσει και αυτή η αφαίρεση υπαρχόντων από τον χρεώστη μπορούσε να ήταν ακόμα και η κατάσχεση του παλτού του (Έξοδ 22:26, Μιχ 2:8), πράξη που ο Μιχαίας περιγράφει πολύ πιο σοκαριστικά με γλώσσα «κανιβαλισμού». Η αφαίρεση των ρούχων του φτωχού απ’ τις πλάτες του δεν θα μπορούσε να περιγραφεί πιο παραστατικά απ’ αυτό που γράφει ο Μιχαίας:
Οἱ μισοῦντες τὸ καλὸν καὶ ἀγαπῶντες τὸ κακόν, οἱ ἀποσπῶντες τὸ δέρμα αὐτῶν ἐπάνωθεν αὐτῶν καὶ τὴν σάρκα αὐτῶν ἀπὸ τῶν ὀστῶν αὐτῶν, 3 οἱ κατατρώγοντες ἔτι τὴν σάρκα τοῦ λαοῦ μου καὶ ἐκδείροντες τὸ δέρμα αὐτῶν ἐπάνωθεν αὐτῶν καὶ συντρίβοντες τὰ ὀστᾶ αὐτῶν καὶ κατακόπτοντες αὐτὰ ὡς διὰ χύτραν καὶ ὡς κρέας ἐν μέσῳ λέβητος. (Μιχ 3:2-3)
Η ηγεσία της Σαμάρειας και της Ιερουσαλήμ, του βόρειου και του νότιου βασιλείου δηλαδή, λειτουργούσαν βάση μιας τεράστιας παρανόησης η οποία είναι και η διαστρέβλωση του ορισμού της δικαιοσύνης. Ο Brueggemann λέει ότι «δικαιοσύνη είναι να ξεκαθαρίσεις τι ανήκει σε ποιον και να το επιστρέψεις στον ιδιοκτήτη του». Αυτό είναι πολύ σωστό αλλά απαιτεί μια βασική προϋπόθεση. Η προϋπόθεση δεν είναι να βρω ποια είναι η ιδιοκτησία που απέκτησα αλλά ποια είναι η ιδιοκτησία που μου δόθηκε ανάμεσα σε άλλους. Για τον Ισραήλ, η προϋπόθεση ήταν να βρούνε τι δόθηκε στον καθένα την εποχή του ίσου διαμερισμού του δώρου της γης ανάμεσα στις φυλές και τις οικογένειες των Ισραηλιτών. Αυτό είναι δύσκολο να το καταλάβουμε σε μια εποχή όπου διεκδικούμε αυτό που αποκτήσαμε με κόπους δικούς μας. Η αγορά όμως δεν σημαίνει πάντοτε και δικαιοσύνη.
Στη βόρεια Κύπρο, για παράδειγμα, πολλοί είναι οι ξένοι που βρήκαν αγορά ακινήτων και με τα λεφτά που μάζεψαν μια ζωή αποφάσισαν να αγοράσουν σπίτια και κτήματα. Νομίζοντας ότι η αγορά τους δίνει νόμιμα δικαιώματα ιδιοκτησίας στον χώρο, κατ’ ακρίβεια ζουν μέσα στη γη κάποιου άλλου, κάποιου πρόσφυγα. Παρόλο που αυτό είναι ένα ακραίο παράδειγμα, ίσως βοηθήσει να καταλάβουμε τη θεολογία του Μιχαία σ’ αυτό το ζήτημα. Η γη του Θεού είναι κοινή ιδιοκτησία. Αν κάποιος βρίσκεται «εκτός ιδιοκτησίας» αυτό είναι ένδειξη ότι κάτι πήγε λάθος, ότι εμείς βρισκόμαστε στα κτήματα άλλων, ότι έχουμε ξεπέσει από το επίπεδο των απαιτήσεων δικαιοσύνης του Θεού. Για τον Μιχαία είναι αδιανόητο κάποιος άνθρωπος να είναι άστεγος, να μην έχει ένα χώρο δικό του ο οποίος να μην απειλείται και αυτή η πραγματικότητα είναι που διέπει τον οραματισμό του:
Καὶ θέλουσι κάθησθαι ἕκαστος ὑπὸ τὴν ἄμπελον αὑτοῦ καὶ ὑπὸ τὴν συκῆν αὑτοῦ, καὶ δὲν θέλει ὑπάρχει ὁ ἐκφοβῶν· διότι τὸ στόμα τοῦ Κυρίου τῶν δυνάμεων ἐλάλησε. (4:4)
Η ηγεσία ενάντια στην οποία γράφει ο Μιχαίας δεν ένιωθε στο ελάχιστο ότι λειτουργούσε άδικα και αμφιβάλλω αν πρόσεχε καν τις συνέπειες των οικονομικών επιλογών της. Τα πάντα μπορούσαν να εκλογικευτούν και μέρος του πλούτου μάλιστα υποστήριζε τη λατρευτική ζωή και το πολυδάπανο σύστημα θυσιών. Εφόσον η ζωή της αδικίας συνοδευόταν από τη θρησκευτική ζωή η τελευταία λειτουργούσε ως πέπλο μπροστά στη συνειδητοποίηση της νοσηρής κατάστασής τους. Όσο περισσότερο αδικούσαν, τόσο περισσότερο είχαν να «δανείζουν» και στον Θεό (6:6-7). Του έφερναν «μισθούς πορνείας», όπως λέει καυστικά ο προφήτης μας (1:7).
Το πρόβλημα με το χρέος, ακόμα κι αν αυτό μπορεί να δικαιολογηθεί ως νόμιμο, είναι ότι εξευτελίζει τον άνθρωπο. Η αίσθηση ότι κάποιος μας χρωστάει μπορεί, σύμφωνα με τον Μιχαία, να μας μετατρέψει σε κανιβαλιστική κοινωνία. Εάν έχω εξαιρετικά έντονη μέσα μου την έννοια της ιδιοκτησίας και ειδικά αν έχω συσσωρεύσει υλικά αγαθά, τόσο πιο ανελέητος θα είμαι μ’ αυτόν που μου χρωστάει. Και εάν το χρέος είναι μεγάλο τότε θέτει αυτόν τον άνθρωπο σε μια μόνιμη μειονεκτική θέση απέναντί μου. Έχει κάτι που μου ανήκει. Είναι όμηρός μου.
Για τη Βίβλο, όμως, η αξιοπρέπεια του ανθρώπου και η ικανότητά του να σταθεί στο ίδιο επίπεδο με τον άλλο, είναι πολύ ανώτερη από την ιδέα της αποπληρωμής ενός χρέους. Ο Θεός απαιτούσε την διαγραφή του χρέους και την επιστροφή της γης σ’ αυτόν στον οποίο ανήκε, απαιτούσε δικαιοσύνη δηλαδή (Λευιτ 25). Απαιτούσε την αποκατάσταση της αξιοπρέπειας του ανθρώπου, την ευκαιρία σε κάθε άνθρωπο να ξεκινήσει ξανά απ’ την αρχή. Ο πιστωτής είχε υποχρέωση να «συγχωρέσει» το χρέος για να αποκατασταθεί η δικαιοσύνη. Η ιδέα ότι η αποπληρωμή του χρέους, με κάθε κόστος, αποτελεί δικαιοσύνη δεν είναι βιβλική.
Ο Ιησούς ταυτίζει το χρέος με την αμαρτία (πράγματα που η Παλαιά Διαθήκη είχε ήδη ταυτίσει). Πρέπει να συγχωρέσω το χρέος του αδελφού μου για να ζητήσω συγχώρεση του χρέους μου απ’ τον Θεό (Ματθ 6:12). Η λέξη «οφειλήματα» είναι ταυτόχρονα υλική και πνευματική.
Αν την πάρω πνευματικά αντλώ το συμπέρασμα ότι η άρνησή μου να συγχωρέσω τον πλησίον μου, να επιμείνω σ’ αυτό που μου χρωστάει με οδηγεί τελικά σε πνευματικό κανιβαλισμό. Στο μυαλό μου τον γδέρνω από κάθε είδους αξιοπρέπειας, τον κατακρεουργώ, τον εξευτελίζω στη σκέψη μου επειδή λειτουργώ με βάση την ιδέα ότι δικαιοσύνη είναι να πληρώσει γι αυτό που μου έκανε, να μου δώσει και το τελευταίο κέρμα που μου χρωστάει, να τιμωρηθεί για να μάθει!
Για τον Χριστό δικαιοσύνη είναι η άφεση αυτού του χρέους, η δωρεά της ευκαιρίας για καινούργια αρχή, μια ευκαιρία να τον ξαναδώ ως ισάξιο άνθρωπο δίπλα μου. Δικαιοσύνη είναι να του επιστρέψω την αξιοπρέπεια που έχασε στα μάτια μου. Μόνο η συγχώρεση μπορεί να σώσει τον άνθρωπο απ’ τον κανιβαλισμό του.
Αυτό μπορεί να γίνει μόνο αν συνειδητοποιήσω ότι η πρόσβαση της καινούργιας αρχής δόθηκε και στους δυο μας ισότιμα. Όταν ο Μιχαίας αναγγέλλει την τιμωρία του Θεού επάνω στην αδικία του λαού Ισραήλ, ταυτόχρονα αναγγέλλει και κάτι άλλο, εξαιρετικά σημαντικό, με το οποίο κλείνει και το βιβλίο του. Το μήνυμα αυτό είναι κρυμμένο στο όνομα του προφήτη. Μιχαίας σημαίνει «Ποιος είναι σαν τον Γιαχβέ;» Ο προφήτης με το όνομά του διακηρύττει την μοναδικότητα του Γιαχβέ, αλλά σε ποιο χαρακτηριστικό Του; Στην παντοδυναμία Του; Στην παντογνωσία Του; Όχι. Η μοναδικότητα του Γιαχβέ βρίσκεται σε ένα ζωοφόρο χαρακτηριστικό αυτού του Θεού που το βλέπουμε στο 7:18-19 όπου ο προφήτης εξηγεί το όνομά του:
Τίς Θεὸς ὅμοιός σου, συγχωρῶν ἀνομίαν καὶ παραβλέπων τὴν παράβασιν τοῦ ὑπολοίπου τῆς κληρονομίας αὑτοῦ δὲν φυλάττει τὴν ὀργὴν αὑτοῦ διαπαντός, διότι αὐτὸς ἀρέσκεται εἰς τὸ ἔλεος. 19 Θέλει ἐπιστρέψει, θέλει εὐσπλαγχνισθῆ ἡμᾶς, θέλει καταστρέψει τὰς ἀνομίας ἡμῶν· καὶ θέλεις ῥίψει πάσας τὰς ἁμαρτίας αὐτῶν εἰς τὰ βάθη τῆς θαλάσσης.
Η μοναδικότητα του Γιαχβέ έγκειται στο γεγονός της διαγραφής χρέους, της δωρεάς μιας καινούργιας αρχής στον «κανίβαλο» λαό Του. Δεν μας άφησε να «αποκτηνωθούμε» τελείως χάνοντας κάθε ίχνος αξιοπρέπειας, τρώγοντας τις σάρκες ο ένας του άλλου. Η αλήθεια είναι ότι μόνο σ’ Αυτόν χρωστάμε και Αυτός μας επιστρέφει στη γη μας, όχι αυτήν που δικαιούμαστε, αυτήν που μας δωρίστηκε. Δικαιοσύνη Θεού, λοιπόν, είναι η επαναφορά μας στο δώρο, δικαιοσύνη είναι το Ιωβηλαίο του Χριστού, η διαγραφή του χρέους μέσω του κόστους που Αυτός μόνο επωμίζεται. Δικαιοσύνη είναι να παραμερίσω κάθε εμπόδιο που κόβει την πρόσβαση του πλησίον μου στο δώρο που μας δόθηκε, είτε αυτό είναι η γη, το φαγητό, το νερό, η στέγη, η ελευθερία, η αξιοπρέπεια, η καινούργια αρχή, αλλά και η πρόσβαση στο δώρο της εκκλησίας, στο κοινό τραπέζι, στη δική μου κοινότητα.
Ο Μιχαίας καλεί τον Ισραήλ να παραιτηθεί από την αποκλειστικότητα του δώρου, από την κατοχή του όρους του Κυρίου. Σ’ αυτό το όρος η πρόσβαση θα είναι ανοιχτή σε κάθε έθνος και λαό και κανενός δεν θα ναι κτήμα η παρουσία του Γιαχβέ:
Καὶ ἐν ταῖς ἐσχάταις ἡμέραις τὸ ὄρος τοῦ οἴκου τοῦ Κυρίου θέλει στηριχθῆ ἐπὶ τῆς κορυφῆς τῶν ὀρέων καὶ ὑψωθῆ ὑπεράνω τῶν βουνῶν, καὶ λαοὶ θέλουσι συρρέει εἰς αὐτὸ. (Μιχ 4:1)