Ασφυχτικά γυρνάν οι σελίδες
Κι οι φωνές πληθαίνουν, μουρμουρίζουν, τρίζουν και πυροβολούν.
Από την κόκκινη κλωστή αρπάζομαι, αυτή την ίδια την κλωστή που μου δωσες παλιά.
Όταν στα χώματα με βρήκες να ρίχνω νερό και τη ψυχή μου,
και να ζυμώνω, να ζυμώνω, να λερώνομαι…
Ξεφτίζει η κόκκινη κλωστή,
μες στον λαβύρινθο που μ’ έστειλες μπορεί να μην τον βρω το δρόμο
όταν της νύχτας οι μινώταυροι γελούν θα κλαίω,
γιατί τα δυο μου χέρια τους ζωγράφισαν.
Τρέμει το τελευταίο φύλο στο κλαδί, αφήστε το να πέσει
Να χαθεί εκεί που τόσα χάθηκαν, όσο κι αν πάλεψαν τον άχαρο χειμώνα
Και πίστευαν πως θα ‘βλεπαν την άνοιξη ντυμένα στο ίδιο χρώμα.
Μια κόκκινη κλωστή, πόσα λασπωμένα ρούχα να σηκώσει
που κάθε χρόνος της κρεμάζει κι άλλο ένα;
Να σπάσει σε παρακαλεί κι εσύ εκεί, άλλον ορίζοντα να βλέπεις
και την κραυγή της ν’ αγνοείς.
Να μαλώνεις τις ίνες της που ακούν τον ψίθυρο τ’ ανέμου,
μαζί του θέλουν να κλεφτούν κι εσύ τ’ απαγορεύεις.
Αυτή η κλωστή, πως επιμένει;
Η μια της άκρη μες στο χθες να σε τραβά κι η άλλη στην ομίχλη να σε πάει.
Κλωστή, σαν μάνα το σώμα μου έραψες, μια κούκλα
που μέσα στη χαρά τους τα παιδιά της έκοψαν τα μέλη.
Με κέντησες.
Στο σώμα μου παντού τις ραφές σου ψηλαφίζω,
κάποιες τις έκοψα
κι άλλες με τη δική μου τη βελόνα πασκίζω να κρατήσω…
Κράτα κόκκινη κλωστή, λίγο ακόμα…