Γιατί να μην κρίνω;

Image«Μην κρίνετε για να μην κριθήτε», λέει ο Ιησούς στην Επί του Όρους ομιλία (Ματθ 7:1). Μα πως γίνεται αυτό; Είναι κάποια πράγματα που ασφαλώς πρέπει να τα κρίνω, δεν πρέπει; Αν τα αφήσω να περάσουν δεν θα καταλήξουμε στο χάος, δεν θα πάνε οι εκκλησίες μας από το κακό στο χειρότερο; Αυτός είναι ο ευσεβής φόβος και η επακόλουθη αντίδραση σ’ αυτή την εντολή.

Όταν κρίνω, η προϋπόθεση είναι ότι η ικανότητά μου να διακρίνω το κακό και το καλό είναι μια αγαθή αρετή που έχω καλλιεργήσει μέσα μου. Χωρίς να δέχομαι την ύπαρξη μιας τέτοιας αρετής διάκρισης στον εαυτό μου, δεν μπορώ να προχωρήσω στην ενέργεια της κρίσης του άλλου.

Ο σταυρός όμως φανερώνει κάτι. Φανερώνει ότι δεν υπάρχει τίποτα καλό σε μένα, τίποτα που να με συστήνει μπροστά στον Θεό, τίποτα που να μπορεί να χρησιμεύσει ως ελαφρυντικό της άθλιας κατάστασής μου. Αυτή η αλήθεια μας φέρνει στον επόμενο λόγο για τον οποίο δεν πρέπει να κρίνω.

Κρίνοντας τον άλλον εστιάζω στις αρνητικές του πράξεις. Αυτές είναι που κρίνω συνήθως. Δεν κρίνω το γεγονός ότι μιλά όμορφα, δεν κρίνω το σεμνό του ντύσιμο (ίσως αν είναι μιας άλλης δεκαετίας…), δεν κρίνω την εργατικότητά του. Κρίνω αυτά που θεωρώ εγώ αμαρτία. Με την κατάκρισή μου οδηγώ αυτόν τον άνθρωπο στο συμπέρασμα ότι το κακό κρύβεται μόνο μέσα στις πράξεις τις οποίες κατέκρινα. Με τον τρόπο μου κρύβω απ’ αυτόν τον άνθρωπο το γεγονός ότι το κακό κατοικεί ακόμα και στις πράξεις που δεν θεωρώ εγώ αμαρτία. Του δίνω μια εσφαλμένη ιδέα κλείνοντας τα μάτια του στην «κρυφή αμαρτία», στην δυσδιάκριτη αμαρτία του «καλού», αυτήν που κρύβεται πίσω από τις συμπεριφορές που δεν κατέκρινα.

Ο θεολόγος Ντήτριχ Μπονχέφερ λέει ότι μ’ αυτό μου τον τρόπο ενθαρρύνω τον άλλο να επιδιώξει τη δικαίωσή του στην «καλή» συμπεριφορά, πράγμα εξίσου προσβλητικό για τον Θεό. Εδώ είναι η ουσία του Φαρισαϊκού συστήματος. Η εμμονή να προστατευθεί ο άνθρωπος από την αμαρτία τον οδήγησε στην κατάκριση των κακών πράξεων αλλά όχι και των «καλών» επίσης, με αποτέλεσμα η «καλές» πράξεις να πάρουν διαστάσεις διεξόδου αυτοδικαίωσης. Αντί να ριχτώ στο έλεος του Θεού βρήκα άλλα στηρίγματα….

Ο Μπονχέφερ λέει ότι αν καταδικάζω τις κακές πράξεις κάποιου «αυτό σημαίνει ότι τον επιβεβαιώνω στις φαινομενικά καλές του πράξεις οι οποίες δεν είναι σε καμία περίπτωση το «καλό» που ο Χριστός επιβεβαιώνει». Τον παραπλανώ. Επομένως δεν ζω κάτω από το έλεος του Χριστού αλλά ζω βάση της γνώσης του καλού και του κακού με την οποία, έτσι κι αλλιώς, ζει κανείς και χωρίς τον Χριστό.

Η κατάκριση μας τυφλώνει ως προς την πραγματικότητα της αμαρτίας και κυρίως της δικής μας. Κρίνοντας απομονώνω το κακό εκείνη τη στιγμή σε μια μόνο πράξη, τόσο στον άλλον όσο και στον εαυτό μου, καθώς το κακό συνεχίζει ανενόχλητο να κυριαρχεί στους τομείς που δεν πρόσεξα.

Η αγάπη όμως βλέπει το κακό τόσο στην κακή όσο και στην φαινομενικά καλή πράξη ξεκινώντας από το κακό που φώλιασε στη δική μου επιθυμία να κρίνω τον άλλον, το κακό στην φαινομενική αρετή μου. Ο σταυρός διδάσκει πάλι ότι τόσο οι κακές όσο και οι «καλές» πράξεις του ανθρώπου χρειάζονταν εξιλασμό, δεν περιορίζει το κακό μόνο στις κακές πράξεις, όπως εμείς κάνουμε συνήθως.

Ταυτόχρονα, όμως, η αγάπη βλέπει το σταυρό και ο σταυρός της λέει ότι το κακό είναι παντού. Ο σταυρός λέει ότι η ικανότητα μου να διακρίνω το κακό και το καλό απέτυχε αλλιώς θα καταδίκαζα ευθύς τον εαυτό μου. Η αγάπη «διαφωτίζει», λέει ο Μπονχέφερ. Βλέπει την αμαρτία παντού και το κακό σε κάθε πράξη επειδή γνωρίζει πόσο υπέφερε ο Ιησούς και βλέπει ότι η μόνη στάση μπροστά σ’ αυτή τη φανέρωση της ολικής αμαρτίας του άλλου είναι θυσία και συγχώρεση.

Η αγάπη όταν βλέπει μέσα απ’ το σταυρό βλέπει καθαρά. Και αν βλέπω καθαρά θα δω πρώτα το δοκάρι στο δικό μου μάτι. Και σε σχέση με τη δοκό του δικού μου ματιού, η αμαρτία του αδελφού μου θα πάρει τις σωστές της διαστάσεις: ένα ξυλαράκι ήταν μόνο, το οποίο είχε υπερδιογκωθεί στα αυτοδικαιωμένα μάτια μου και ως ξυλαράκι θα το χειριστώ για να τον βοηθήσω.