Πολλές θεολογικές συζητήσεις με φίλους με βοήθησαν να δω πως η λέξη «θεολογία» χρησιμοποιείται με πάρα πολλούς τρόπους και ορισμούς. Πολλές φορές οι συνομιλητές δεν έχουν τον ίδιο ορισμό κατα νού με αποτέλεσμα την έλλειψη συνεννόησης. Σκέφτηκα, λοιπόν, να μοιραστώ κάποιες σκέψεις επάνω στο θέμα, αγγίζοντας μόνο την επιφάνεια του ζητήματος.
Στον πιο απλό της ορισμό η θεολογία είναι η μελέτη, η θεωρία, η άποψη, η σκέψη για τον Θεό. Μ’ αυτό τον απλό ορισμό ο κάθε άνθρωπος είναι θεολόγος, δηλ. έχει μια άποψη, όσο ρευστή κι αν είναι αυτή, για τον Θεό. Ακόμα και ο άθεος έχει άποψη για τον Θεό και επομένως έχει θεολογία. Βασικά, λέει ότι ο Θεός στερείται την ιδιότητα της ύπαρξης και επομένως ο άνθρωπος αυτός υποστηρίζει μια άποψη για τον Θεό, μια θεολογία.
Ο παππούς και η γιαγιά στο χωριό που δεν πήγαν καν σχολείο είναι κι αυτοί θεολόγοι. Ο ένας θα σου πει «ο Θεός αγαπά όλους τους ανθρώπους» κι ο άλλος θα σου πει «ο Θεός να ρίξει φωτιά να κάψει τους Τούρκους». Όλοι θεολόγοι. Βασικά όποιος έχει τη λέξη «θεός» στο λεξιλόγιό του, είτε συνειδητά είτε ασυνείδητα, γεμίζει τη λέξη με περιεχόμενο, με τη δική του θεολογία, μόνο και μόνο με το άκουσμά της. Προσωπικά δεν γνωρίζω καμία γλώσσα από την οποία να απουσιάζει η λέξη «θεός», συνεπώς ούτε και το σημαινόμενό της.
Εφόσον κατανοούμε ότι όλοι είναι θεολόγοι, συνειδητά ή ασυνείδητα, περνάμε στο επόμενο στάδιο: τις αντιρρήσεις ενάντια στη θεολογία. Αυτές δεν μπορούν να είναι αντιρρήσεις ενάντια στην οποιαδήποτε σκέψη περί Θεού, εφόσον αυτό είναι ανθρωπίνως αδύνατο. Είναι λοιπόν αντιρρήσεις ενάντια σε συγκεκριμένους ορισμούς της θεολογίας. Μέσα από αυτές τις αντιδράσεις στον όρο θεολογία μπορεί κανείς να καταλάβει με ποιο τρόπο το πρόσωπο που αντιδρά έχει ορίσει την θεολογία. Παραθέτω μερικές απ’ αυτές τις αντιρρήσεις:
1. «Η θεολογία βάζει τον Θεό σε κουτιά. Ο Θεός είναι Θεός και δεν μπορεί να κατανοηθεί μέσω της θεολογίας». Αυτή η αντίδραση δείχνει πως ο εκφραστής της πιστεύει ότι η θεολογία βάζει τον Θεό σε κουτιά, τον κατηγοριοποιεί. Λέει ότι «ο Θεός είναι αυτό» άρα «ο Θεός δεν είναι το άλλο». Παρουσιάζεται η θεολογία να είναι μια πρακτική που περιορίζει τον Θεό, άρα είναι απόλυτη και ίσως κλειστή σε απρόσμενες, αναπάντεχες εκφράσεις, ενέργειες ή αποκαλύψεις του Θεού.
2. «Η θεολογία δεν είναι ζωντανή σχέση με τον Θεό αλλά είναι μια ψυχρή ακαδημαϊκή στάση που σκοτώνει το πάθος και την λατρεία του Θεού.» Αυτή η αντίδραση έχει κατατάξει τη θεολογία μόνο στην ακαδημαϊκή σφαίρα και την έχει διαζεύξει από την πνευματική και λατρευτική ζωή του πιστού. Η θεολογία γι’ αυτή την αντίρρηση αποκλείει ή δυσκολεύει την αμεσότητα και την επικοινωνία μεταξύ Θεού και ανθρώπου. Η αντίρρηση κρύβει πιθανότατα και τον φόβο ότι όσο περισσότερο χρησιμοποιώ τη διάνοια τόσο λιγότερο θα χρησιμοποιώ την καρδιά (μια διάκριση που ούτως ή άλλως δεν υφίσταται στο μυαλό του Εβραίου), ή ακόμα ότι μελετώντας ακαδημαϊκά μπορεί να ανακαλύψω κάτι που θα αναιρέσει την πίστη μου και θα ψυχράνει τη σχέση μου με τον Θεό.
3. «Δεν χρειάζομαι τη θεολογία για να γνωρίσω τον Θεό. Έχω το Άγιο Πνεύμα που με οδηγεί». Αυτή η αντίρρηση ορίζει τη θεολογία και το Άγιο Πνεύμα ως δύο ξεχωριστούς εναλλακτικούς τρόπους γνώσης του Θεού και θέτει τον τρόπο του Πνεύματος ως ανώτερο ή ως τον μόνο έγκυρο τρόπο. Ξανά φαίνεται η διάζευξη μεταξύ διανοητικής εργασίας και πνευματικότητας.
4. «Η θεολογία είναι για τους λίγους, είναι κάτι το ελιτίστικο Δεν είναι κάτι που αφορά τους απλούς πιστούς και μάλιστα χρησιμεύει ως διαχωριστικό ανάμεσα σ’ αυτούς που ξέρουν θεολογία και σ’ αυτούς που δεν ξέρουν». Αυτή η αντίρρηση έχει ορίσει την θεολογία ως κάτι το εξειδικευμένο. Θεωρεί ότι αν η θεολογία δεν είναι κάτι που μπορεί ο καθένας να κατανοήσει ή να παράγει τότε είναι άχρηστο και επικίνδυνο. Είναι εργαλείο διαχωρισμού ή ακόμα και χειραγώγησης αυτών που δεν την κατέχουν.
Εννοείται ότι δεν εξαντλήσαμε τις αντιρρήσεις που εγείρονται από καιρού εις καιρόν ενάντια στην θεολογία όπως ο καθένας την ορίζει. Δώσαμε απλά κάποιες αντιπροσωπευτικές. Όλες οι παραπάνω αντιρρήσεις είναι κατ’ ακρίβεια θεολογικές σκέψεις που απορρίπτουν άλλες θεολογικές σκέψεις. Είναι μια θεολογία ενάντια σε άλλη παρόλο που μπορεί ο εκφραστής τους να ισχυρίζεται ότι δεν κάνει θεολογία. Σύμφωνα με τον απλούστερο ορισμό που δώσαμε στην αρχή, κάτι τέτοιο δεν υφίσταται. Βλέπουμε λοιπόν ότι μόνο με θεολογία μπορούμε να αντιδράσουμε σε θεολογία.
Γιατί όμως η δική μας θεολογική άποψη να είναι ορθότερη ή ανώτερη από την θεολογική άποψη του άλλου; Γιατί αντιστεκόμαστε στη θεολογία του άλλου; Τι είναι αυτό που φοβόμαστε; Ποιες θεολογίες μας τρομάζουν; Οι αντιρρήσεις που είδαμε μας βοηθούν να επισημάνουμε κάποια στοιχεία που θεωρούνται επικίνδυνα για τη θεολογία και θα μπορούσαν ενδεχομένως να μας βοηθήσουν να προστατεύσουμε τη θεολογία μας απ’ αυτά.
1. Η πρώτη αντίρρηση φοβάται τη θεολογία που βάζει τον Θεό σε κουτιά. Φοβάται τον άνθρωπο που δεν μπορεί να σκεφτεί έξω από το κουτί που δημιούργησε και στο οποίο στρίμωξε τον Θεό. Αυτή είναι μια έγκυρη ανησυχία. Αυτή η αντίρρηση στην πραγματικότητα φοβάται τη θεολογία που αρνείται να μάθει από άλλη θεολογία, την θεολογία που δογματίζεται, που μένει στατική και δεν επιτρέπει στον Θεό να κινηθεί έξω απ’ τα όρια που ο ίδιος ο θεολόγος του έθεσε. Ακόμα και η ίδια αυτή αντίρρηση εκφράζεται με τρόπο απόλυτο: «δεν μπορείς να βάλεις τον Θεό σε κουτιά». Αυτό είναι ένα κουτί. Οριοθετεί την θεολογία. Μοιάζει με το κουτί της αποφατικής θεολογίας, δηλ. του δεν μπορώ να γνωρίζω κάτι για τον Θεό, μόνο τις ενέργειές Του. Τι γίνεται αν αυτός ο Θεός αποφασίσει να αποκαλύψει κάτι για τον εαυτό Του; Θα του πεις «όχι, δεν με νοιάζει τι λες για τον εαυτό σου. Εγώ ξέρω ότι κανείς δεν μπορεί να σε γνωρίζει. Κανείς δεν μπορεί να κάνει κάποια δήλωση για τη φύση σου, ή τον χαρακτήρα σου». Παρόλο που η αντίρρηση αυτή φανερώνει έναν υγιή φόβο, μπορεί να είναι τόσο απόλυτη σε σημείο που δεν αφήνει ούτε τον ίδιο τον Θεό να επιλέξει το δικό Του «κουτί». Τι λέμε για το «ο Θεός είναι αγάπη»; Είναι κι αυτό ένα κουτί στο οποίο οι θεολόγοι στρίμωξαν τον Θεό ή είναι ένα «κουτί» μέσα απ’ το οποίο ο Ίδιος θέλει να τον κατανοήσουμε; Ποιο θα είναι, λοιπόν, το κριτήριο που θα διακρίνει ποια κουτιά είναι ανθρώπινα κατασκευάσματα και ποια όχι;
2. Η δεύτερη αντίρρηση εκφράζει τον φόβο ενάντια σε μια θεολογία που είναι ψυχρά ακαδημαϊκή χωρίς τη συμμετοχή της καρδιάς, του πνεύματος και της ένθερμης λατρείας. Προσωπικά μελετώ θεολογία ακαδημαϊκά για περισσότερο από δέκα χρόνια και σας διαβεβαιώ ότι αυτή η συνέπεια δεν είναι απαραίτητη. Αν κατάφερε έστω και ένα άτομο (που δεν είναι μόνο ένα) να μετατρέψει την ακαδημαϊκή μελέτη σε λατρεία και να μην διαχωρίσει το πνεύμα απ’ την διάνοια και την διάνοια απ’ την διακονία τότε είναι εφικτό. Φυσικά μπορεί να απομακρυνθεί κάποιος απ’ τον Θεό όταν ξεκινήσει να βλέπει τη θεολογία μόνο με ακαδημαϊκά μάτια αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι το πρόβλημα βρίσκεται στο αντικείμενο της μελέτης του. Το πρόβλημα βρίσκεται στον μελετητή. Ακόμα και η λατρευτική ζωή μπορεί να προσεγγίζεται ψυχρά και μηχανικά και να απομακρύνει τον άνθρωπο απ’ τον Θεό, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι το πρόβλημα βρίσκεται στην λατρεία. Ο άνθρωπος πρέπει συνεχώς να αυτοεξετάζεται ώστε να μην πράττει ή να συλλογίζεται τίποτα μηχανικά. Κατακριτέα είναι η μηχανική προσευχή, η μηχανική δοξολογία, η μηχανική ελεημοσύνη, ακόμα και η μηχανική ακαδημαϊκή σπουδή οποιουδήποτε αντικειμένου. Δεν μπορεί να υπάρχει διάζευξη των οικονομικών σπουδών, για παράδειγμα, από τη πνευματική και ηθική ζωή του μελετητή. Δεν γίνεται να μελετώ βιολογία, ιστορία, φιλοσοφία ως αντικείμενα άσχετα με τον Θεό που λατρεύω, δίχως να τα υποτάσσω κάτω από την σφαίρα της κυριαρχίας Του. Μπορώ να παρατηρώ τα σύμπαντα, να μελετώ τον κώδικα του DNA χωρίς δέος για τον δημιουργό; Πόσο μάλλον όταν μελετώ θεολογία! Κανένας διαχωρισμός ανάμεσα στην ακαδημαϊκή μελέτη οποιασδήποτε πτυχής του κόσμου και στη λατρεία δεν επιτρέπεται στον πιστό για τον οποίον «οι ουρανοί διηγούνται τη δόξα του Θεού» (Ψαλ 19). Επομένως, ναι, ο φόβος της διάζευξης ακαδημαϊκής έρευνας και λατρείας είναι υγιής και ένας τέτοιος διαχωρισμός πρέπει να απορρίπτεται.
3. Η τρίτη αντίρρηση φανερώνει το φόβο ότι η θεολογία αντικαθιστά τον ρόλο του Πνεύματος. Αυτή η αντίρρηση μοιάζει με την πρώτη αντίρρηση ως εξής: Είναι μια απόλυτη θεολογική άποψη που δηλώνει με ποιον τρόπο ο Θεός μπορεί να γνωριστεί. Βασικά αυτή η άποψη λέει «ξέρω με ποιον τρόπο μπορεί κανείς να γνωρίσει τον Θεό και αυτός ο τρόπος είναι μόνο διαμέσου του Πνεύματος Του». Δημιουργεί αυτή η θεολογία ένα «κουτί» μέσα στο οποίο στριμώχνεται ο Θεός και ο τρόπος με τον οποίον Αυτός γνωρίζεται στον άνθρωπο. Κάνει ακριβώς αυτό που θέλει να αποφύγει η πρώτη αντίρρηση.
Έχουμε πει όμως ότι μπορεί να υπάρχουν και κουτιά που δεν είναι ανθρώπινα κατασκευάσματα αλλά είναι κουτιά που ο Θεός μπορεί να επιλέξει για τον Εαυτό Του. Πως μπορώ να γνωρίζω αν το συγκεκριμένο κουτί δεν εκφράζει απλά τη θεολογία του συγκεκριμένου προσώπου αλλά είναι ένα κουτί που ο Θεός ορίζει για τον Ίδιο; Αρχικά είπαμε ότι όλοι είναι θεολόγοι. Επομένως όταν κάποιος βάζει τη θεολογία και το Πνεύμα σε αντίθετα στρατόπεδα βασικά ένα μόνο πράγμα μπορεί να λέει: ότι δεν έχουν όλοι οι θεολόγοι το Άγιο Πνεύμα. Αυτό σίγουρα μπορεί να είναι αλήθεια. Είπαμε ότι ακόμα και ένας αθεϊστής είναι θεολόγος. Άρα η ανησυχία εδώ μοιάζει πολύ με την δεύτερη ανησυχία. Θέλει να αποφύγει τη στεγνή θεολογία από την οποία απουσιάζει η ζωή του Πνεύματος. Σ’ αυτό συμφωνούμε. Διαφωνούμε όμως με τη διάζευξη πνεύματος και διάνοιας. Η θεολογία ότι το Άγιο Πνεύμα δεν συνεργάζεται με την διάνοια του ανθρώπου είναι ένα «κουτί» στο οποίο αυτή η αντίρρηση θέλει να στριμώξει τον Θεό και επομένως, όπως κάθε «κουτί» πρέπει να τεθεί υπό αμφισβήτηση.
4. Η τέταρτη αντίρρηση θεωρεί την θεολογία ως ελιτίστικο εργαλείο διαχωρισμού μεταξύ αυτών που την κατέχουν και όλων των υπόλοιπων οι οποίοι κινδυνεύουν να χειραγωγηθούν από αυτούς. Εδώ η αντίρρηση μάλλον αναφέρεται στην ακαδημαϊκή θεολογία, και είναι μια έγκυρη ανησυχία. Μπορεί να υπάρξουν ηγέτες που μελετούν θεολογία αλλά δεν θέλουν το εκκλησίασμα τους να ακολουθήσει το παράδειγμά τους. Ένας τέτοιος ηγέτης θεωρεί ότι μόνο αυτός μπορεί να ασχολείται συστηματικά με την θεολογία, ότι μόνο αυτός είναι εξουσιοδοτημένος να ερμηνεύει και να αποφασίζει ποιες ιδέες ή ερμηνείες πρέπει να περάσουν στο εκκλησίασμα. Η έλλειψη θεολογικής κατάρτισης του εκκλησιάσματος και ο περιορισμός της έκθεσής τους σε διαφορετικές απόψεις καθιστούν τον ηγέτη υπεράνω ελέγχου και αμφισβήτησης. Αυτή είναι πράγματι μια ελιτίστικη χρήση της θεολογίας. Την περιορίζει στους κύκλους της εκκλησιαστικής εξουσίας και μπορεί να είναι επικίνδυνη. Επομένως και αυτός ο φόβος για την θεολογία των λίγων είναι έγκυρος.
Τι γίνεται με την ακαδημαϊκή θεολογία λοιπόν; Πρέπει να καταργηθεί επειδή είναι πιθανό να μετατραπεί σε εργαλείο εκμετάλλευσης; Επειδή είναι ανέφικτο να παραχθεί από τους πάντες; Αυτό θα ήταν σαν να λέγαμε ότι πρέπει να σταματήσουν οι ζωγράφοι να ζωγραφίζουν επειδή δεν μπορούμε όλοι μας να παράγουμε το ίδιο πράγμα. Ή θα πρέπει οι μουσικοί να σταματήσουν να γράφουν μουσική επειδή δεν μπορούμε όλοι μας να γράφουμε ή επειδή ξέρουμε έναν αυτοδίδακτο που δεν χρειάστηκε να μελετήσει μουσική για να παράγει. Δεν απαιτείται από όλους να παράγουν μουσική ούτε είναι εφικτό κάτι τέτοιο. Δεν θα ήταν όμως έγκλημα να απαγορεύσεις σε ανθρώπους να ακούσουν λίγο Μπαχ ή λίγο Μότσαρτ; Δεν χρειάζεται να το αναπαράγεις, αλλά χρειάζεται ν’ ακούσεις χωρίς να το φοβάσαι ή να θέλεις να το αποσιωπήσεις. Ο Μπαχ δεν είναι κτήμα των σαλονιών, αλλά δώρο σε κάθε άνθρωπο για να ακούσει και να δοξάσει τον Θεό. Έτσι και η θεολογική μελέτη πρέπει να είναι διαθέσιμη και προσβάσιμη σε όλους χωρίς να σημαίνει ότι όλοι μπορούν να αφοσιωθούν σ’ αυτήν. Αυτός που την κάνει όμως την καταθέτει στον λαό, θέλει όσο περισσότεροι άνθρωποι γίνεται να εκτεθούν σ’ αυτήν για να μπορούν να κατέχουν και αυτοί τα εργαλεία με τα οποία θα μπορούν να ελέγχουν και τον ίδιο.
Πολλά θα μπορούσαμε να πούμε για κάθε μια από τις αντιρρήσεις και για άλλες τόσες. Ίσως κάποια άλλη φορά. Θα ήθελα να προσφέρω και κάποιες σχετικές σκέψεις καθώς διαμορφώνουμε ή αναμορφώνουμε την θεολογία μας.
1. Ο Θεός ως υποκείμενο όχι ως αντικείμενο.
Πολλές φορές δεν μας αρέσει η λέξη θεολογία γιατί μοιάζει να χειρίζεται τον Θεό ως αντικείμενο. Αυτός ο κίνδυνος υπάρχει όταν προωθούμε την δική μας απόλυτη αντίληψη για τη θεολογία. Η αντίρρηση που λέει ότι μόνο μέσω του Αγίου Πνεύματος και όχι μέσω της θεολογίας μπορεί κανείς να γνωρίσει τον Θεό κάνει ακριβώς αυτό, χρησιμοποιεί τον Θεό ως αντικείμενο. Επιβάλλει στον Θεό τον τρόπο με τον οποίο μπορεί να γνωριστεί. Αν ο Θεός, όμως, είναι το υποκείμενο της θεολογίας αφήνω Αυτόν να αποφασίσει με ποιον τρόπο θα γνωριστεί στον άνθρωπο. Αυτός να δείξει τον τρόπο με τον οποίο αποκαλύπτεται στους ανθρώπους και να αντισταθώ στον πειρασμό να επιβάλω εγώ το δικό μου «κουτί». Εάν εγώ θέλω κάποιος να με γνωρίσει θα τον πάω στο μέρος που γεννήθηκα, θα του δείξω έναν πίνακα που ζωγράφισα, θα του συστήσω την μητέρα μου, θα του διαβάσω ένα ποίημα μου γιατί εγώ γνωρίζω τον τρόπο με τον οποίο θα «πιάσει» καλύτερα ο άλλος το ποια είμαι και τι είναι αυτό που με εκφράζει καλύτερα. Γιατί αρνούμαι απ’ τον Θεό το δικαίωμα να κάνει το ίδιο; Γιατί δεν ψάχνω να δω πως Αυτός επέλεξε να γνωριστεί και να γνωρίζεται;
Η θεολογία ερευνά όχι μόνο τι συμβαίνει στην δική της μικρή εκκλησία αλλά πως ο Θεός μέσα στους αιώνες αποφάσισε να γνωριστεί στους ανθρώπους. Αυτό μπορεί να μας κάνει να νιώσουμε άβολα, αλλά αυτό σημαίνει ότι ο Θεός αρχίζει να απομακρύνεται από τον φακό του μικροσκοπίου μου και αρχίζει να παίρνει την θέση του υποκειμένου.
2. Η Θεολογία ως προορισμός, όχι ως σημείο
Μια άλλη απειλή για την θεολογία είναι το να σκεφτόμαστε την θεολογία ως ένα σημείο που μπορεί να κατακτηθεί. Η θεολογία όμως είναι περισσότερο προορισμός παρά σημείο. Η Καινή Διαθήκη ορίζει την θεολογία, την γνώση του Θεού ως «αιώνια ζωή»: «αὕτη δέ ἐστιν ἡ αἰώνιος ζωή, ἵνα γινώσκωσιν σὲ τὸν μόνον ἀληθινὸν θεὸν καὶ ὃν ἀπέστειλας Ἰησοῦν Χριστόν» (Κατά Ιωάννην 17:3). Η τέλεια γνώση του Θεού, εμπειρική και διανοητική, είναι εσχατολογική προσμονή για μας παρόλο που λάβαμε ήδη μια πρόγευσή της. Για παράδειγμα, ο Ιησούς έκανε μια θεολογική δήλωση: «οὐδεὶς ἀγαθὸς εἰ μὴ εἷς ὁ θεός» (Μαρκ 10:18). Ένα «κουτί» θα μπορούσε να πει κανείς. Είναι, όμως, μια θεολογική δήλωση που προέρχεται από την τέλεια γνώση του Ιησού για τον Θεό, μια γνώση απ’ την αιωνιότητα. Είναι το «κουτί» από το μέλλον μέσα στο οποίο μπορούμε τώρα στο παρόν να κινηθούμε θεολογικά. Είναι ένας προορισμός που μπορούμε από τώρα να αρχίσουμε να σκεφτόμαστε και να προσεγγίζουμε.
3. Η θεολογία ως τέλος όχι ως μέσον
Η θεολογία δεν πρέπει να έχει καταναλωτική αξία. Όπως αναφέραμε και πριν δεν πρέπει να χρησιμοποιείται ως εργαλείο για την επίτευξη μιας αξίας ανώτερης από την ίδια. Η γνώση του Θεού είναι η ίδια το τέλος και όχι το μέσον. Η ανάδειξη ενός ηγέτη, για παράδειγμα, δεν θα έπρεπε να είναι το τέλος που η θεολογία εξυπηρετεί. Ούτε το να γίνω εγώ καλύτερος άνθρωπος δεν είναι αξία ανώτερη της γνώσης του Θεού, γιατί σ’ αυτή την περίπτωση θα μπορούσα να αντικαταστήσω τη γνώση του Θεού με άλλα μέσα που θα μπορούσαν να μου παρέχουν παρόμοιο αποτέλεσμα. Η θεολογία ως μέσον βρίσκεται πάντα σε κίνδυνο εξυπηρέτησης δικών μας συμφερόντων, η θεολογία ως τέλος είναι «αιώνια ζωή», διαδικασία αιώνια ποιοτικά και χρονικά.
Είμαστε θεολογικά όντα. Το ζήτημα είναι να συνειδητοποιήσουμε ποια είναι η θεολογία που υποσυνείδητα ακολουθούμε, να την φέρουμε στην επιφάνεια, να την εξετάσουμε στο φως, να ακούσουμε τις σκέψεις των άλλων, να μελετήσουμε την Βίβλο, να κάνουμε αυτοέλεγχο και να δούμε πως μας «εξυπηρετεί» η συγκεκριμένη θεολογία που ασπαζόμαστε ή πως την χρησιμοποιήσαμε ως μέσο για κάτι άλλο που ποθήσαμε περισσότερο απ’ την γνώση Αυτού. Μήπως μας ανακουφίζει, δεν απαιτεί πολλά από μας, είναι κομμένη στα μέτρα μας, μας δίνει έναν αέρα ανωτερότητας απ’ τους άλλους, μας φουσκώνει απέναντι σε άλλες εκκλησίες, έχει γίνει εργαλείο εξάσκησης εξουσίας επάνω σε ανθρώπους των οποίων η άγνοια μας βολεύει; Κάποιος είπε «να αγαπάς την θεολογία αλλά να είσαι καχύποπτος με τους θεολόγους» και αυτό για να γίνεται θέλει θεολογική «εξάσκηση».