Την έμπνευση για την ιδέα της βιβλικής μετάφρασης ο Νεόφυτος Βάμβας την έλαβε από τον «σοφόν διδάσκαλον του Γένους», τον Αδαμάντιο Κοράη (1749-1833). Ο Βάμβας εργάστηκε από το 1831 έως το 1851 για τη γνωστή μετάφραση της Αγίας Γραφής στην καθαρεύουσα, η οποία, παρ’ όλες τις δυσκολίες και συγκρούσεις που προκάλεσε, χρησιμοποιείται από διάφορες κοινότητες πίστης μέχρι και σήμερα.[1]
Η Βιβλική Εταιρεία με την οποία συνεργάστηκε, ήθελε να εκδώσει μια εντελώς νέα μετάφραση της Παλαιάς Διαθήκης βασισμένη στο εβραϊκό αρχέτυπο, και όχι στη μετάφραση των Εβδομήκοντα.[2] Ωστόσο, η τελευταία δεν αγνοήθηκε και μάλιστα «καταβλήθηκε προσπάθεια η νέα αυτή μετάφραση να πλησιάζει πολύ προς τη μετάφραση των Εβδομήκοντα».[3] Χρειάστηκαν 21 χρόνια για να ολοκληρωθεί το έργο με τη βοήθεια αρκετών συνεργατών όπως του άγγλου θεολόγου Ισαάκ Λάουνδς,[4] ο οποίος μετέφρασε και το λεξικό της εβραϊκής γλώσσας του Gesenius το 1842 για να διευκολύνει τη μετάφραση.[5] Βασικότερο στέλεχος της μεταφραστικής επιτροπής ήταν ο Κωνσταντίνος Τυπάλδος – Ιακωβάτος, καθηγητής θεολογίας του Πανεπιστημίου Κέρκυρας και γνώστης της εβραϊκής,[6] ο οποίος χρησιμοποίησε ως βάση το Μασοριτικό κείμενο, λαμβάνοντας υπόψη και άλλες μεταφράσεις.[7]
Μασοριτικό Κείμενο
Σε γενικές γραμμές, Μασοριτικό θεωρείται οποιοδήποτε εβραϊκό χειρόγραφο συμπεριλαμβάνει τηΜασόρα. Η Μασόρα είναι ένας μηχανισμός οδηγιών ή σημειώσεων που αφορούν στην αντιγραφή και ανάγνωση του εβραϊκού κειμένου. Η Μασόρα ως παράδοση πέρασε από γενιά σε γενιά με σκοπό να διασφαλίσει τη σωστή μετάδοση του βιβλικού κειμένου.[8] Αποτελείται από διάφορα στοιχεία, όπως τα φωνήεντα και τον τονισμό, τα οποία προστέθηκαν στα εβραϊκά χειρόγραφα που έως τότε συμπεριλάμβαναν μόνο σύμφωνα. Η Μασόρα αναπτύχθηκε από τον έβδομο έως τον ενδέκατο αιώνα μ.Χ., και η πιο γνωστή οικογένεια Μασοριτών που ασχολήθηκε με την τελειοποίηση του τιβεριανού Μασοριτικού συστήματος στις αρχές του δέκατου αιώνα ήταν η οικογένεια του Ααρόν μπεν Ασέρ. Σήμερα, το πληρέστερο Μασοριτικό χειρόγραφο που έχουμε στα χέρια μας είναι ο λεγόμενος Κώδικας του Λένινγκραντ, γραμμένος το 1008 μ.Χ. Αυτός ο κώδικας αποτέλεσε και τη βάση των τελευταίων εκδόσεων της εβραϊκής Βίβλου, της Biblia Hebraica Stuttgartensia (BHS).
Ωστόσο, με τις ανακαλύψεις αρχαίων εβραϊκών χειρογράφων στον 20ο αιώνα, όπως αυτών της Νεκράς Θάλασσας, έχουμε δει μετά από συγκρίσεις, ότι τα περισσότερα κείμενα που βρέθηκαν, παρότι αφωνηέντιστα, προσεγγίζουν σε μεγάλο βαθμό τα Μασοριτικά κείμενα που είχαμε ήδη στα χέρια μας, και η εξαιρετική ακρίβεια που παρατηρήθηκε στην αντιγραφή επιβεβαίωσε την αξιοπιστία των μεταγενέστερων Μασοριτικών κειμένων. Τα αρχαία αυτά χειρόγραφα ονομάστηκαν πρωτο-Μασοριτικά.
Κάτι άλλο που παρατηρήθηκε σε χειρόγραφα που χρονολογούνται κυρίως από το 150 π.Χ. έως το 70 μ.Χ. ήταν η τάση αναθεώρησης ελληνικών βιβλικών κειμένων με σκοπό την εναρμόνισή τους με την οικογένεια των πρωτο-Μασοριτικών.[9] Ήδη από τον 1ο αιώνα π.Χ. έχουμε ενδείξεις ότι το πρωτο-Μασοριτικό είδος αναδυόταν ως «κανονιστικό», αν και δεν ήταν ταυτόσημο με τα μεταγενέστερα Μασοριτικά κείμενα.[10] Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν χρησιμοποιούνταν και άλλες οικογένειες χειρογράφων όπως αυτή των Εβδομήκοντα, των Σαμαρειτών και άλλων.[11] Επομένως, ένα κείμενο μπορεί να θεωρηθεί συγγενικό του Μασοριτικού, όχι επειδή είναι εβραϊκό, αλλά επειδή συμφωνεί επί το πλείστον με την Μασοριτική οικογένεια χειρογράφων. Τέτοιο είναι το αρχαιότερο χειρόγραφο του ελληνικού Δωδεκαπρόφητου που ανακαλύφθηκε στην περιοχή Ναχάλ Χέβερ της Ιουδαϊκής ερήμου.
Εβδομήκοντα
Τα μυθικά στοιχεία που περιβάλλουν την ιστορία της μετάφρασης των εβδομήκοντα χρησίμευσαν κυρίως για να διασφαλίσουν την εγκυρότητά της μετάφρασης ενάντια σε ανταγωνιστές της ή για να αναδείξουν την αξιοπιστία της στην κοινότητα που θα την χρησιμοποιούσε. Η αρχαιότερη εκδοχή της ιστορίας, η λεγόμενη Επιστολή Αριστέα, παρόλο που προέρχεται από χειρόγραφα του 11ου αιώνα και έπειτα, χρονολογείται γύρω στον 1ο ή 2ο αιώνα π.Χ. και έχει ως εξής: Κατά τη δυναστεία του Πτολεμαίου Β’ Φιλάδελφου (285-246 π.Χ.), ο Δημήτριος ο Φαληρεύς, διευθυντής της αλεξανδρινής βιβλιοθήκης, πρότρεψε τον Πτολεμαίο να προσθέσει τον ιουδαϊκό νόμο στην πλούσια συλλογή του. Επομένως, ζητήθηκαν τα πιο αξιόπιστα χειρόγραφα από τον αρχιερέα της Ιερουσαλήμ, Ελεάζαρο, με την συνοδεία 72 μεταφραστών (δύο από κάθε μια των δώδεκα φυλών του Ισραήλ), οι οποίοι θα επιδίδονταν στο έργο της μεταφράσεως από τα εβραϊκά στα ελληνικά. Ο Ελεάζαρος αποδέχθηκε την πρόταση και, αφού έλαβε πλούσια δώρα από τον Πτολεμαίο, απέστειλε τους μεταφραστές οι οποίοι έτυχαν βασιλικής υποδοχής. Στο συμπόσιο που δόθηκε προς τιμήν τους εξετάστηκε η γνώση και η σοφία τους και κατάφεραν να κερδίσουν τον θαυμασμό του βασιλιά που τους θεώρησε ικανότατους για το μεγαλεπήβολο έργο. Έπειτα, οι μεταφραστές μεταφέρονται σε κάποιο νησί όπου ολοκληρώνουν τη μετάφραση τους σε 72 μέρες.[12]
Στη συνέχεια ο Ιουδαίος φιλόσοφος, Φίλων, για να δείξει ότι η ελληνική αυτή μετάφραση ήταν ισάξια του εβραϊκού κειμένου, την αντιστοιχεί με την εκπλήρωση της προφητείας του Ησαΐα 49:6 για το «φως εθνών» και αποδίδει τη συμφωνία μεταξύ των μεταφραστών σε θεοπνευστία, ισχυριζόμενος ότι παρόλο που δούλεψαν χώρια, ως εκ θαύματος, παρήγαγαν πανομοιότυπες μεταφράσεις. Γι αυτό τον λόγο, ο Φίλων αναβαθμίζει τους μεταφραστές σε «προφήτες» και ξεκινάει μια παράδοση υπερβολικών περιγραφών για την ελληνική αυτή μετάφραση.[13]
Έπειτα, στον Ιουδαίο ιστορικό Ιώσηπο, αναφέρεται για πρώτη φορά ότι οι μεταφραστές ήταν 70 αντί 72, αριθμός που υιοθετήθηκε από χριστιανούς απολογητές του 2ου αιώνα μ.Χ., όπως τον Ιουστίνο και τον Ειρηναίο, και συνεχίζει να χρησιμοποιείται μέχρι σήμερα. Παρόλο που στην ΕπιστολήΑριστέα το μόνο που φαίνεται να μεταφράζεται είναι ο «θείος νόμος» του Μωυσή, ο Ιουστίνος προϋποθέτει ότι οι 70 μεταφραστές μετέφρασαν και τις υπόλοιπες γραφές, ιδέα που κυριαρχεί μέχρι σήμερα.[14]
Η αλήθεια είναι ότι δεν γνωρίζουμε από ποιον, που ή πότε μεταφράστηκαν τα υπόλοιπα βιβλία της Βίβλου. Αυτό που παρατηρείται είναι ότι η τεχνική και το ύφος της μετάφρασης διαφέρουν από βιβλίο σε βιβλίο, ακόμα και από κεφάλαιο σε κεφάλαιο σε μερικές περιπτώσεις. Επίσης, πρέπει να γνωρίζουμε ότι τα κείμενα που σώζονται στους κυριότερους κώδικες του 4ου και 5ου αιώνα (Σιναϊτικός κώδικας, Αλεξανδρινός κώδικας, Βατικάνειος κώδικας), έχουν υποστεί πολλαπλές διορθώσεις. Το έργο τηςδιόρθωσης των μεταφράσεων ξεκίνησε ταυτόχρονα με το έργο της μεταφράσεως. Αποκορύφωμα τέτοιων επιχειρήσεων ήταν το έργο του Ωριγένη, τα Εξαπλά, στο οποίο προσπάθησε να εναρμονίσει την ελληνική μετάφραση των Εβδομήκοντα με το εβραϊκό κείμενο που είχε στα χέρια του, δανειζόμενος εκφράσεις από τις μεταφράσεις του Ακύλα, του Συμμάχου και του Θεοδοτίωνος.
Η προσπάθεια ανάκτησης της αυθεντικής ελληνικής μετάφρασης, όπως αυτή δόθηκε από τα χέρια του μεταφραστή τον 3ου αιώνα π.Χ., είναι μέλημα των κριτικών των κειμένων και συγκεκριμένα των επιστημόνων της έκδοσης της Γοτίγγης. Ωστόσο, μια τέτοια ανάκτηση δεν θα εγγυόταν ότι ένα τέτοιο κείμενο κάποτε κυκλοφόρησε και χρησιμοποιήθηκε από κάποια αρχαία κοινότητα.
Ο αναγνώστης των κειμένων που έχουμε στα χέρια μας σήμερα δεν πρέπει να έχει την ψευδαίσθηση ότι κρατάει στα χέρια του τα κείμενα όπως τα μετάφρασαν οι 72 ή άλλοι μεταφραστές ή ότι διαβάζει τα μόνα κείμενα που διάβαζαν οι Απόστολοι, είτε αυτά είναι εβραϊκά είτε είναι ελληνικά. Υπήρχαν διάφορες ελληνικές μεταφράσεις διαθέσιμες στους συγγραφείς της Καινής Διαθήκης. Σε πολλές περιπτώσεις, η μετάφραση που αποδίδεται στον Θεοδοτίωνα του 2ου αιώνα μ.Χ. προϋπήρχε του ίδιου του Θεοδοτίωνα, και μάλιστα σε διάφορα σημεία προτιμήθηκε από τους συγγραφείς της Καινής Διαθήκης. Στην περίπτωση του βιβλίου του Δανιήλ, η μετάφραση του Θεοδοτίωνα υπερίσχυσε στην εκκλησία και αντικατέστησε τους Εβδομήκοντα.[15] Επιπλέον, η αναθεώρηση που αποδίδεται στον Λουκιανό του 3ου-4ου αιώνα μ.Χ. φαίνεται να προϋπήρχε του ίδιου του Λουκιανού. Προχριστιανική είναι και η λεγόμενη αναθεώρηση Καιγε, και πιθανότατα άλλες ανώνυμες ελληνικές μεταφράσεις τις οποίες γνώριζε ο Ωριγένης με τα ονόματα «πέμπτη», «έκτη» και «έβδομη», οι οποίες δεν έχουν βρεθεί.
Συνεπώς, ο μελετητής της Καινής Διαθήκης πρέπει να είναι προσεκτικός στην ανάλυση παλαιοδιαθηκικών χωρίων που χρησιμοποιούνται από την Καινή Διαθήκη. Ο συγγραφέας θα μπορούσε να είχε χρησιμοποιήσει οποιαδήποτε μετάφραση διαθέσιμη σε αυτόν, ενώ υπάρχει και το ενδεχόμενο ο συγγραφέας να είχε παραθέσει τη δική του μετάφραση από τα εβραϊκά/αραμαϊκά.
Καταλήγοντας, λοιπόν, όσον αφορά το έργο της σύγκρισης του εβραϊκού κειμένου και των Εβδομήκοντα σήμερα, δεν μπορούμε να είμαστε σίγουροι ότι το εβραϊκό κείμενο από το οποίο έγινε η αρχαία μετάφραση των Εβδομήκοντα ήταν ταυτόσημο με το Μασοριτικό κείμενο που χρησιμοποιούν οι περισσότεροι σύγχρονοι μελετητές της Παλαιάς Διαθήκης. Κατ’ ακρίβεια, υπάρχουν ενδείξεις στα χειρόγραφα της Νεκράς Θάλασσας ότι σε ορισμένα σημεία η εβραϊκή βάση των Εβδομήκοντα διέφερε από το πρωτο-Μασοριτικό. Γι αυτό το λόγο, σε κάθε εδάφιο, οι επιστήμονες εξετάζουν όλα τα διαθέσιμα κείμενα, εβραϊκά και ελληνικά (ακόμα και άλλες μεταφράσεις όπως τα αραμαϊκά Ταργκούμ, τη λατινική Βουλγάτα και τη συριακή Πεσίτα) για να εξακριβωθεί όσο το δυνατό καλύτερα η ιστορία του βιβλικού κειμένου.
Παρ’ όλες τις δυσκολίες που έχουμε στο να καθορίσουμε ποιο είναι το πρωταρχικό και ποιο το δευτερεύον ανάγνωσμα, εντούτοις, οι μαρτυρίες του κειμένου που έχουμε σήμερα στα χέρια μας είναι αξιόλογες, αξιόπιστες, και ως επί το πλείστον, κρύβουν στις σελίδες τους αρχαία προχριστιανικά κείμενα που ήταν διαθέσιμα σε Ιουδαίους του 1ου μ.Χ. αιώνα.[16] Επομένως, είμαστε σίγουροι ότι διαβάζουμε από κείμενα που θα διάβαζαν και οι συγγραφείς της Καινής Διαθήκης.
Τόσο η μετάφραση του Βάμβα, όσο και το εκκλησιαστικό κείμενο των Εβδομήκοντα μας ανοίγουν το παράθυρο να δούμε αναγνώσματα που επικράτησαν σε διάφορες κοινότητες πίστεως και έθρεψαν χριστιανούς ανά τους αιώνες.
Δρ. Μυρτώ Θεοχάρους
Ελληνικό Βιβλικό Κολέγιο
Πικέρμι – Αττικής
9 Δεκεμβρίου, 2011
[Εισαγωγή που εκδόθηκε στον τόμο Τα Ιερά Γράμματα: Η Παλαιά Διαθήκη Σύμφωνα με την Ελληνική Μετάφραση των Εβδομήκοντα (Ο’) και το Μασοριτικό Εβραϊκό Κείμενο (Μετάφραση Νεόφυτου Βάμβα). 1η Έκδοση Εμπλουτισμένη με Αρίθμηση Strong. Τόμος Α’ Πεντάτευχος. Αθήνα: Το Ανώγειο, 2011.]
[1] Στυλιανού Σ. Μπαϊρακτάρη, Οι Μεταφράσεις της Αγίας Γραφής στην Απλοελληνική κατά τους Χρόνους της Τουρκοκρατίας (Αθήνα: Προσωπική Έκδοση, 1995), 31.
[2] Μπαϊρακτάρη, Νεόφυτος Βάμβας, 11.
[3] Μπαϊρακτάρη, Νεόφυτος Βάμβας, 16.
[4] Μπαϊρακτάρη, Νεόφυτος Βάμβας, 21.
[5] Γεώργιου Δημ. Μεταλληνού, Το Ζήτημα της Μεταφράσεως της Αγίας Γραφής εις την Νεοελληνικήν κατά τον ΙΘ’ Αι. (Αθήνα: Οργανισμός Πανεπιστημίου Αθηνών, 1977), 187.
[6] Μεταλληνού, Το Ζήτημα της Μεταφράσεως της Αγίας Γραφής εις την Νεοελληνικήν, 204-205.
[7] Μεταλληνού, Το Ζήτημα της Μεταφράσεως της Αγίας Γραφής εις την Νεοελληνικήν, 266.
[8] Emanuel Tov, Textual Criticism of the Hebrew Bible (2d revised ed.; Minneapolis: Fortress, 2001), 72-73.
[9] Natalio Fernández Marcos, The Septuagint in Context: Introduction to the Greek Versions of the Bible (trans. Wilfred G. E. Watson; Leiden: Brill, 2000), 72.
[10] Βλ. Jennifer M. Dines, The Septuagint (London: T and T Clark, 2004), 81-84.
[11] Tov, Textual Criticism of the Hebrew Bible, 114-117.
[12] Βλ. Σάββα Χρ. Αγουρίδου, Τα Απόκρυφα της Παλαιάς Διαθήκης. Τόμος Α (Αθήνα: 1980), 385-492.
[13] Dines, The Septuagint, 64-70.
[14] Dines, The Septuagint, 75.
[15] Karen Jobes and Moisés Silva, Invitation to the Septuagint (Grand Rapids: Baker Academic, 2000), 41-42.
[16] P. J. Williams, “On the Concept of a Septuagint” (αδημοσίευτη εργασία, Cambridge, Ιούλιος 2007), 5.