Στον επιστημονικό κόσμο μεγαλύτερη αξία έχει η αντικειμενικότητα του ερευνητή. Ο ερευνητής για να διεξάγει την εργασία του με ακεραιότητα και για να κερδίσει την εμπιστοσύνη των συνεργατών του πρέπει να αποβάλει οποιοδήποτε ίχνος μεροληψίας που μπορεί να τον χαρακτηρίζει στην προσέγγιση του αντικειμένου της έρευνάς του.
Η αντικειμενικότητα απαιτεί μια απόσταση από το αντικείμενο προκειμένου να ισχυριστεί κανείς ότι πραγματικά «το γνωρίζει». Αυτό είναι το παράδοξο του επιστημονικού κόσμου: «απέχω για να γνωρίσω».
Η επιθυμία του επιστήμονα είναι σεβαστή. Δεν θέλει κανέναν παράγοντα να αλλοιώσει την αλήθεια και τη γνώση του αντικειμένου. Παρόλο, όμως, που η επιθυμία είναι σεβαστή, η αποστασιοποίηση από το αντικείμενο δεν είναι ο καλύτερος τρόπος για να επιτευχθεί αυτός ο σκοπός.
Ο πιο ολοκληρωμένος τρόπος βαθιάς γνώσης του αντικειμένου σου είναι η αγάπη, όχι η αποστασιοποίηση της απάθειας. Μόνο αγαπώντας μπορεί ο ερευνητής να παραιτηθεί από τον εαυτό του για χάριν του αντικειμένου. Μόνο η αγάπη μπορεί να ασχοληθεί απόλυτα με κάτι έξω από τον εαυτό της και επομένως να το δει στην ολότητά του. Μόνο μέσω της αγάπης κάθε λεπτομέρεια του αντικειμένου σου έχει ύψιστη αξία και μόνο η αγάπη σου ανοίγει τα μάτια να δεις κάθε λεπτομέρεια, να κοιτάξεις κατάματα ακόμα και αυτό που δεν θέλεις να δεις και να δεις αυτό που σε πληγώνει, αυτό που σου κοστίζει. Μόνο μέσω της αγάπης το αντικείμενο σου γνωρίζεται «όπως ακριβώς είναι» χωρίς να παραβιάζεται από εγωιστικές φιλοδοξίες και χωρίς να μετατραπεί σε αντικείμενο εκμετάλλευσης που θα αναδείξει τον ερευνητή.
Στη θεολογία, λοιπόν, «μεγαλύτερη όλων η αγάπη» γιατί χωρίς αυτήν η αιώνια γνώση του Θεού θα ήταν αδύνατη.