Όσο κι αν θες να αποφύγεις την πόλη και τους απεχθείς δρόμους της, η χορογράφος Πατρίσια Απέργη και η ομάδα χορού Αερίτες καταφέρνουν να τη φέρουν μπροστά στα μούτρα σου, να την ανεβάσουν πάνω στη σκηνή και να την κάνουν καθρέφτη που δείχνει τη δική σου συμμετοχή στην διαμόρφωση αυτής της πόλης, κυρίως μέσω της άρνησής σου να τη δεις κατάματα.
Με σκηνικά «από σκουπίδια» και ρούχα σχεδόν κουρέλια οι χορευτές/ηθοποιοί δεν είναι ομάδα, παρόλο που «παίζουν» μαζί, αλλά εμψυχωμένες μονάδες που κινούνται μέσα στην πόλη δίνοντας έντονα το στοιχείο του ατομικισμού που την χαρακτηρίζει.
Μέσα σ’ αυτή την πόλη διαδραματίζονται πολλά ταυτόχρονα σενάρια όπως η κατασκευή του φαύλου πολιτικού ηγέτη, οι βουβές δηλώσεις του στην πλατεία, η ρομποτική εξέλιξη της καθημερινότητας, το ξέσπασμα του σάλου προφήτη που προειδοποιεί αλλά δεν εισακούεται, η αποκάλυψη της απάτης του ηγέτη, οι πελατειακές σχέσεις και η εκμετάλλευση του συνανθρώπου, τα κορίτσια της νύχτας και οι πελάτες τους.
Οι χορευτικές κινήσεις είναι πολύ μελετημένες έτσι ώστε να αντικατοπτρίζουν κυρίως τους κινητικούς κώδικες των φτωχότερων ομάδων, να τους δώσουν φωνή έξω απ’ τα σκοτεινά τους σοκάκια. Αλλά ακόμα και μια κυρία που περπατάει μιλώντας στο handsfree δεν διαφέρει από τον ναρκομανή που παραμιλάει. Το κλείσιμο, η απουσία εξωστρέφειας προς το περιβάλλον είναι κοινό βίωμα. Περπατάμε όλοι μαζί στην πόλη, στην πορεία, στην διαδήλωση αλλά ο καθένας περπατάει μόνος του. Όπως είπε κάποιος «η έννοια του λαού αντικαταστήθηκε από την έννοια του πλήθους».
Δεν υπάρχει ουσιαστική επαφή μεταξύ των παιχτών. Ακόμα και στη μοναδική ερωτική σκηνή του έργου, τα σώματα αγγίζονται χωρίς να αγγίζονται. Το ψυχικό άνοιγμα είναι απών.
Κατ’ ακρίβεια, η πόλη δεν υπάρχει. Υπάρχει μόνο μια θαμπή ανάμνηση της πόλης μέσα στα ερείπια, πίσω από τα graffiti, κάτω απ’ τα σκουπίδια, υπό το φώς του ύστατου ερειπίου της ακρόπολης.
Οι άνθρωποι της πόλης ζούνε την κατάθλιψη, την απελπισία, την επαναλαμβανόμενη ματαίωση κάθε ξεκινήματος και ελπίδας. Επαναλαμβάνουν τα ίδια πράγματα λες και ξεκινάνε κάτι καινούργιο, κάτι κοσμογονικό μέχρι να σκάσει κι αυτό σαν φούσκα. Παύουν για λίγα λεπτά μπροστά στο θάνατο ενός ανθρώπου αλλά η επανεκκίνηση δεν αργεί να τους επαναφέρει στη ρομποτική τους τροχιά.
Δεν παύουν όμως να αναζητάνε μια σχέση μέσα στην καταστροφή. Το έργο μας φέρνει σ’ ένα κρίσιμο σημείο όπου οι παίχτες έρχονται πρόσωπο με πρόσωπο ο ένας με τον άλλο και οι προσδοκίες των θεατών ετοιμάζονται για κάποια ουσιαστική επαφή που θα συμβεί τώρα, για μια αναπάντεχη απόδραση των χορευτών από τον ατομικισμό τους. Αλλά καθώς οι χορευτές βλέπουν τον συνάνθρωπό τους να καταρρέει μπροστά στα μάτια τους και παλεύουν με την απόφαση της ταύτισης, του ανοίγματος, της συμπόνιας ή της απόρριψης επιλέγουν το δεύτερο. Ο φόβος της πόλης νικά. Την απορρίπτουμε, επιστρέφουμε στο ατομικό συμφέρον και στρέφουμε τα μάτια μακριά από τον πλησίον. Είμαστε παράλυτοι και ανίκανοι για εκ-σταση από τον εαυτό. Η ύστατη ματαίωση της ελπίδας για κάτι διαφορετικό, κάτι ανθρώπινο.
Σε μια σκηνή το πλήθος ξεγυμνώνει τον πολιτικό. Χειροκροτούν με μανία μπροστά στην ταπείνωση του με μια αιμοχαρή αίσθηση δικαιοσύνης, αλλά ακόμα κι αυτήν την αίσθηση δικαιοσύνης, που οι χορευτές και η Πατρίσια μας είπαν ότι την ήθελαν απεγνωσμένα, ταυτόχρονα την αμφισβητούν και δεν ξέρουν ποιος είναι αυτός που πρέπει να πληρώσει. Οι κατασκευαστές του πολιτικού έγιναν τα θύματά του αλλά μετατράπηκαν σε θύτες οι ίδιοι. Καμία ομάδα δεν αφήνεται να μονοπωλεί την κατηγορία του καλού ή του κακού, πόσο περισσότερο του κριτή.
Μέσα σε όλες τις εναλλαγές ανάμεσα στους ρόλους θύμα και θύτης έρχεται η στιγμή που στέκονται όλοι ο ένας δίπλα στον άλλο και φανερώνουν ένα κομμάτι της σάρκας τους στο ακροατήριο αναγνωρίζοντας ότι είναι όλοι απ’ το ίδιο υλικό, της ίδιας αδυναμίας, όλοι ικανοί για τα ίδια πράγματα. Αυτή η έκθεση του εαυτού προδίδει και την βαθύτερη ανάγκη τους «να τους δει κάποιος όπως πραγματικά είναι».
Ρώτησα την Πατρίσια «πού είναι κρυμμένη η ελπίδα του ανθρώπου εφόσον οι παίχτες απέρριψαν και την τελευταία ευκαιρία που είχαν για ουσιαστική επαφή ο ένας με τον άλλον;». Παρόλο που δεν δίνει απαντήσεις με το έργο της παρά μόνο ερωτήματα για σκέψη, θεωρεί ότι, το γεγονός ότι ο άνθρωπος μετά από κάθε καταστροφή σηκώνεται ξανά και παλεύει, είναι η μόνη θέση ελπίδας που της απομένει και αυτό που φαίνεται να την συγκινεί.
Για μένα, η ανικανότητα του ανθρώπου να δει τον άλλο είναι η θέση που απέδειξε το έργο. Επομένως, η ικανότητα να σηκωθώ και να ξαναπαλέψω για το ατομικό συμφέρον δεν είναι αισιόδοξη. Άλλη θέση είναι η πολυπόθητη δικαιοσύνη που πνίγεται και αυτή στην απουσία του άξιου κριτή. Η ελπίδα, όπως και το έργο κατά τη γνώμη μου αποδεικνύει, δεν μπορεί να έρθει από τον άνθρωπο που παλεύει στη δουλεία του. Τα βλέμματα μόνο ψηλά μπορούν να στραφούν και να περιμένουν…