Το θέμα του φαγητού είναι εξαιρετικά σημαντικό από τα πρώτα κιόλας κεφάλαια της Γένεσης. Αν λάβει κανείς υπόψη του ότι η πιο διαδεδομένη ιστορία στην αρχαία Μεσοποταμία ήταν το Έπος του Ατραχάση (1600 π.Χ.) μπορούμε να σκεφτούμε από αυτή την ιστορία τι αντίληψη είχε ο αρχαίος κάτοικος της Μεσοποταμίας: οι θεοί έφτιαξαν τους ανθρώπους έτσι ώστε οι άνθρωποι να ταΐζουν τους θεούς και οι θεοί να μπορέσουν να αναπαυθούν.
Επομένως, το πρώτο «ευαγγέλιο» που θα άκουγε ο αρχαίος άνθρωπος όταν μάθαινε την βιβλική ιστορία της δημιουργίας θα ήταν ότι ο Θεός δεν έφτιαξε τον άνθρωπο για να δουλεύει και να ταΐζει τους ανώτερούς του (τους θεούς αλλά και τους ανθρώπους που δήλωναν θεοί). Το πρώτο «ευαγγέλιο» θα ήταν ότι ο δημιουργός Θεός είναι αυτός που ταΐζει τον άνθρωπο και όχι το αντίθετο. Ο Θεός είναι αυτός που δούλεψε μια βδομάδα για να ταΐσει τον άνθρωπο, να του προμηθεύσει έναν κήπο με πλούσια βλάστηση από την οποία θα ζει και θα απολαμβάνει.
Αυτή η πληροφορία, αυτό το δόσιμο του Δημιουργού Θεού αυτόματα εκτοξεύει την αξία του ανθρώπου σε επίπεδα στα οποία δεν είχε εκτεθεί πιο πριν. Το κατεστημένο ήταν μια χαμηλή τάξη που δουλεύει 7 μέρες (κατ’ ακρίβειαν δεν είχαν καν εβδομάδες) χωρίς σταματημό για χάριν της ανώτερης.
Με την ιστορία της δημιουργίας ο Θεός εισβάλλει επιθετικά ενάντια στην υποβίβαση της ανθρώπινης αξίας και συστήνεται με τον πλέον θεμελιακό τρόπο: ο Θεός που ταΐζει τον άνθρωπο, και μάλιστα, δεν αναπαύεται μέχρι να ταΐσει τον άνθρωπο.